ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Οι πρώτες παραστάσεις στον Ελλαδικό χώρο δόθηκαν στα Γιάννενα του Αλή Πασά, από Εβραίους και τσιγγάνους καραγκιοζοπαίχτες της Πόλης. Όμως γι’ αυτό δεν υπάρχουν ιστορικά ντοκουμέντα.
Μια περιγραφή ενός περιστατικού όπου ο Μακρυγιάννης παρακολουθεί παράσταση καραγκιόζη μας βεβαιώνει ότι ήταν γνωστή ψυχαγωγία στην προεπαναστατική Ελλάδα.
Η πρώτη γραπτή μνεία γίνεται το 1841, στην εφημερίδα Ταχύπτερος Φήμη, όπου αναφέρεται μια παράσταση καραγκιόζη στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Ο πρώτος Έλληνας καραγκιοζοπαίχτης που αναφέρεται ονομαστικά είναι ο Γιάννης Βράχαλης, ο οποίος το 1860 έφερε τον καραγκιόζη από την Κωνσταντινούπολη στον Πειραιά.
Οι λόγοι της μεταφύτευσης του θεάτρου σκιών είναι πολλοί.
Είναι μια δημοφιλής ψυχαγωγία για τους Οθωμανούς και μετά από την πολύχρονη συγκατοίκηση (κατ’ ευφημισμό) Ελλήνων και Τούρκων είναι πολύ εύκολη η αντιγραφή και προσαρμογή στις σύγχρονες ελληνικές ανάγκες.
Όταν η Ελλάδα απελευθερώνεται το πολιτιστικό της επίπεδο μπορεί πιο εύκολα να αφομοιώσει ένα λαϊκό θέατρο από ένα δομικά πολύπλοκο έργο όπως το αρχαίο ελληνικό θέατρο.
Είναι πιο εύκολο οικονομικά να στηθεί ένα θέατρο σκιών σε κάθε γειτονιά από μια θεατρική παράσταση.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, που ούτε οργανωμένη εκπαίδευση ούτε μαζικά μέσα ενημέρωσης υπάρχουν και το βιβλίο δεν είναι κοινό αγαθό (άλλωστε η πλειονότητα του πληθυσμού είναι αναλφάβητη), το θέατρο σκιών γεμίζει αυτό το κενό σαν φορέας μιας κοινωνικοπολιτικής επικαιρότητας.
Πηγές: Γελωτοποιός, www.tvxs.gr, www.youtube.com , www.google.gr
Οι πρώτες παραστάσεις στον Ελλαδικό χώρο δόθηκαν στα Γιάννενα του Αλή Πασά, από Εβραίους και τσιγγάνους καραγκιοζοπαίχτες της Πόλης. Όμως γι’ αυτό δεν υπάρχουν ιστορικά ντοκουμέντα.
Μια περιγραφή ενός περιστατικού όπου ο Μακρυγιάννης παρακολουθεί παράσταση καραγκιόζη μας βεβαιώνει ότι ήταν γνωστή ψυχαγωγία στην προεπαναστατική Ελλάδα.
Η πρώτη γραπτή μνεία γίνεται το 1841, στην εφημερίδα Ταχύπτερος Φήμη, όπου αναφέρεται μια παράσταση καραγκιόζη στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Ο πρώτος Έλληνας καραγκιοζοπαίχτης που αναφέρεται ονομαστικά είναι ο Γιάννης Βράχαλης, ο οποίος το 1860 έφερε τον καραγκιόζη από την Κωνσταντινούπολη στον Πειραιά.
Οι λόγοι της μεταφύτευσης του θεάτρου σκιών είναι πολλοί.
Είναι μια δημοφιλής ψυχαγωγία για τους Οθωμανούς και μετά από την πολύχρονη συγκατοίκηση (κατ’ ευφημισμό) Ελλήνων και Τούρκων είναι πολύ εύκολη η αντιγραφή και προσαρμογή στις σύγχρονες ελληνικές ανάγκες.
Όταν η Ελλάδα απελευθερώνεται το πολιτιστικό της επίπεδο μπορεί πιο εύκολα να αφομοιώσει ένα λαϊκό θέατρο από ένα δομικά πολύπλοκο έργο όπως το αρχαίο ελληνικό θέατρο.
Είναι πιο εύκολο οικονομικά να στηθεί ένα θέατρο σκιών σε κάθε γειτονιά από μια θεατρική παράσταση.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, που ούτε οργανωμένη εκπαίδευση ούτε μαζικά μέσα ενημέρωσης υπάρχουν και το βιβλίο δεν είναι κοινό αγαθό (άλλωστε η πλειονότητα του πληθυσμού είναι αναλφάβητη), το θέατρο σκιών γεμίζει αυτό το κενό σαν φορέας μιας κοινωνικοπολιτικής επικαιρότητας.
Συχνά μεταφέρει τα μηνύματα της πόλης στην επαρχία, μετατρεπόμενος σε συνδετικό κρίκο πληροφόρησης.
Παρά το γεγονός ότι το θέατρο σκιών απευθύνεται σε λαϊκούς ανθρώπους, είναι αστικό δημιούργημα –όπως και τα ρεμπέτικα τραγούδια.
Κάτι που πρέπει επίσης να σημειωθεί είναι ότι τα ηρωικά έργα (με βασικούς ήρωες ιστορικά πρόσωπα της επανάστασης όπως ο Διάκος, ο Κολοκοτρώνης κα) είναι τα πιο δημοφιλή τον καιρό της μεγάλης δημοτικότητας του.
Το ελληνικό θέατρο σκιών είναι χωρισμένο σε τρεις κατηγορίες.
Η πρώτη ασχολείται με σύγχρονα γεγονότα και παρουσιάζονται καταστάσεις της καθημερινής ζωής.
Η δεύτερη περιλαμβάνει έργα εμπνευσμένα από παραμύθια και θρύλους, τη λαϊκή παράδοση.
Η τρίτη κατηγορία περιέχει τα ηρωικά έργα, τα οποία αναφέρονται κυρίως σε περιστατικά από την Τουρκοκρατία και τον αγώνα της Ανεξαρτησίας.
Τα έργα που ασχολούνται με ιστορικά θέματα ή θρύλους δεν ανήκουν στην κωμωδία.
Παρ’ όλο που ο καραγκιόζης είναι πια γνωστός μόνο σαν κωμικό θέαμα, κάποια από τα παλιότερα έργα του, τα οποία δεν παίζονται πια ή έχουν τροποποιηθεί, ήταν φορτισμένα με συναισθηματισμό που έκανε τους ανθρώπους να κλαίνε στη διάρκεια της παράστασης.
Στο ελληνικό θέατρο σκιών, και σε αντίθεση με το τούρκικο, το πρόβλημα της φτώχειας και της συνακόλουθης πείνας του πρωταγωνιστή είναι το φλέγον ζήτημα. Οι παρατηρήσεις του για την κοινωνική αδικία και την άσχημη μεταχείριση από τους ανθρώπους που κατέχουν την εξουσία ξεστομίζονται με μεγαλύτερη ευκολία απ’ ό,τι στον Karagöz.
Άλλωστε ο συμβολισμός των σκηνικών τα λέει όλα: Αριστερά η ετοιμόρροπη παράγκα, η μοίρα του λαού, δεξιά το μεγαλοπρεπές σαράι, το μέγαρο της εξουσίας, του πλούτου και του φαγητού.
Η βασική διαφορά που έχει ο καραγκιόζης από το «κανονικό» θέατρο είναι ότι τα έργα του θεάτρου σκιών δε γράφονται ποτέ εκ των προτέρων. Κάθε παράσταση είναι μοναδική επειδή ο αυτοσχεδιασμός αποκλείει την επανάληψη της ίδιας παράστασης. Τα έργα αναπτύσσονται σαν αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης καραγκιοζοπαίχτη και κοινού.
Γενιές ολόκληρες ανώνυμοι και επώνυμοι δημιουργοί αυτοσχεδιάζουν και συγκρατούν τους διαλόγους που προσφέρουν περισσότερο γέλιο. Κάθε αυθόρμητη εξυπνάδα, λογοπαίγνιο ή τρυκ το οποίο χειροκροτείται συστηματικά, καθιερώνεται σαν ένα τυποποιημένο στοιχείο, το οποίο επαναλαμβάνει ο καραγκιοζοπαίχτης και ο μαθητής-διάδοχος.
Ο καραγκιοζοπαίχτης είναι ένα συνολικός και πολύπλευρος δημιουργός.
Παρά το γεγονός ότι το θέατρο σκιών απευθύνεται σε λαϊκούς ανθρώπους, είναι αστικό δημιούργημα –όπως και τα ρεμπέτικα τραγούδια.
Κάτι που πρέπει επίσης να σημειωθεί είναι ότι τα ηρωικά έργα (με βασικούς ήρωες ιστορικά πρόσωπα της επανάστασης όπως ο Διάκος, ο Κολοκοτρώνης κα) είναι τα πιο δημοφιλή τον καιρό της μεγάλης δημοτικότητας του.
Το ελληνικό θέατρο σκιών είναι χωρισμένο σε τρεις κατηγορίες.
Η πρώτη ασχολείται με σύγχρονα γεγονότα και παρουσιάζονται καταστάσεις της καθημερινής ζωής.
Η δεύτερη περιλαμβάνει έργα εμπνευσμένα από παραμύθια και θρύλους, τη λαϊκή παράδοση.
Η τρίτη κατηγορία περιέχει τα ηρωικά έργα, τα οποία αναφέρονται κυρίως σε περιστατικά από την Τουρκοκρατία και τον αγώνα της Ανεξαρτησίας.
Τα έργα που ασχολούνται με ιστορικά θέματα ή θρύλους δεν ανήκουν στην κωμωδία.
Παρ’ όλο που ο καραγκιόζης είναι πια γνωστός μόνο σαν κωμικό θέαμα, κάποια από τα παλιότερα έργα του, τα οποία δεν παίζονται πια ή έχουν τροποποιηθεί, ήταν φορτισμένα με συναισθηματισμό που έκανε τους ανθρώπους να κλαίνε στη διάρκεια της παράστασης.
Στο ελληνικό θέατρο σκιών, και σε αντίθεση με το τούρκικο, το πρόβλημα της φτώχειας και της συνακόλουθης πείνας του πρωταγωνιστή είναι το φλέγον ζήτημα. Οι παρατηρήσεις του για την κοινωνική αδικία και την άσχημη μεταχείριση από τους ανθρώπους που κατέχουν την εξουσία ξεστομίζονται με μεγαλύτερη ευκολία απ’ ό,τι στον Karagöz.
Άλλωστε ο συμβολισμός των σκηνικών τα λέει όλα: Αριστερά η ετοιμόρροπη παράγκα, η μοίρα του λαού, δεξιά το μεγαλοπρεπές σαράι, το μέγαρο της εξουσίας, του πλούτου και του φαγητού.
Η βασική διαφορά που έχει ο καραγκιόζης από το «κανονικό» θέατρο είναι ότι τα έργα του θεάτρου σκιών δε γράφονται ποτέ εκ των προτέρων. Κάθε παράσταση είναι μοναδική επειδή ο αυτοσχεδιασμός αποκλείει την επανάληψη της ίδιας παράστασης. Τα έργα αναπτύσσονται σαν αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης καραγκιοζοπαίχτη και κοινού.
Γενιές ολόκληρες ανώνυμοι και επώνυμοι δημιουργοί αυτοσχεδιάζουν και συγκρατούν τους διαλόγους που προσφέρουν περισσότερο γέλιο. Κάθε αυθόρμητη εξυπνάδα, λογοπαίγνιο ή τρυκ το οποίο χειροκροτείται συστηματικά, καθιερώνεται σαν ένα τυποποιημένο στοιχείο, το οποίο επαναλαμβάνει ο καραγκιοζοπαίχτης και ο μαθητής-διάδοχος.
Ο καραγκιοζοπαίχτης είναι ένα συνολικός και πολύπλευρος δημιουργός.
Σχεδιάζει τις φιγούρες και τα σκηνικά, είναι μίμος και σκηνοθέτης, συγγραφέας, σκηνογράφος και χορογράφος, τραγουδιστής πολλές φορές, με εξαιρετική μνήμη για να θυμάται τουλάχιστον εκατό παραστάσεις.
Κάθε ήρωας που παρουσιάζει έχει μια ορισμένη φρασεολογία και η γλώσσα του είναι πολύ προσωπική. Δεν είναι μόνο η χροιά και ο τόνος της φωνής, αλλά περισσότερο το περιεχόμενο των λόγων του.
Ο Μπαρμπαγιώργος μιλάει βλάχικα, ο Νιόνιος με την τραγουδιστή προφορά των Επτανήσιων, ο Χατζηαβάτης είναι πάντα ευγενικός με τη γλυκερή, σχεδόν παπαδίστικη φωνή του.
Τα συναισθήματα, οι πράξεις, οι συμπεριφορές, πρέπει να αποδοθούν με την κίνηση και το λόγο, αφού η φιγούρα είναι καταδικασμένη στη μοναδική έκφραση που έχει πάντα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της.
Οι μεγάλοι έλληνες καραγκιοζοπαίχτες
Ο καραγκιοζοπαίχτης που ουσιαστικά δημιούργησε το ελληνικό θέατρο σκιών είναι ο Μίμαρος (Δημήτριος Σαρντούνης), ο οποίος καταγόταν από την Πάτρα.
Ήταν ψάλτης, με εξαιρετική φωνή, μορφωμένος (είχε τελειώσει το σχολαρχείο), σχεδιαστής καλός και μίμος θαυμάσιος, εξ’ ου και το παρατσούκλι Μίμαρος. Ο Μίμαρος πέθανε το 1912 και θεωρείται ο γενάρχης του Καραγκιόζη.
Άλλος σπουδαίος καραγκιοζοπαίχτης ήταν ο Ρούλιας, ο οποίος ήταν Ρουμελιώτης και αυτός ο οποίος εμπνεύστηκε και εισήγαγε τη φιγούρα του Μπαρμπαγιώργου, τη σημαντικότερη πιθανότατα καινοφανή φιγούρα του ελληνικού θεάτρου σκιών.
Τρίτος σημαντικός καραγκιοζοπαίχτης ήταν ο Μέμος, ο οποίος ήταν πολύ καλός τεχνίτης, πνευματώδης και ευρηματικός, τραγουδούσε όμορφα και μιμείτο καλά όλους τους τύπους, ιδιαίτερα το δερβέναγα Βεληγκέκα.
Άλλοι εξίσου σημαντικοί καραγκιοζοπαίχτες ήταν ο Μάρκος Ξάνθος, ο πρώτος ο οποίος σκέφτηκε να καταγράψει συστηματικά τις παραστάσεις.
Ο Αντώνης Παπούλιας ή Μόλλας, που δημιούργησε τον Ομορφονιό και τον Νώντα και ο οποίος έχαιρε παγκοσμίου αναγνώρισης.
Ο Κώστας Μάνος (Αθανασίου) ο οποίος για πενήντα συνεχή χρόνια, χωρίς καμία διακοπή, όργωσε την Ελλάδα παίζοντας Καραγκιόζη.
Ο Χρήστος Χαρίδημος που έμεινε γνωστός ως ο Πρύτανης των καραγκιοζοπαιχτών του Πειραιά.
Ο Σωτήρης Σπαθάρης, πατέρα του γνωστού σε όλους Ευγένιου, του οποίου την αυτοβιογραφία είχε χαρακτηρίσει ο Άγγελος Σικελιανός ως έργο αντίστοιχης ιστορικής και φιλολογικής αξίας με τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη.
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Θεόφτωχος και αιώνια πεινασμένος, μα πάντα κεφάτος και ακατάβλητος. Κακομούτσουνος, ρακένδυτος, ξυπόλητος και καμπούρης. Δεν ξέρει καμία τέχνη, είναι όμως πρόθυμος να ανακατευτεί παντού, ακόμα και σε επιστημονικές δουλειές, με καταστροφικά πάντα αποτελέσματα.
Όταν δε βρίσκει δουλειά καταφεύγει στις μικροκλοπές και δεν το κρύβει, αλλά αντίθετα και με αυτό αστεΐζεται. Τρώει πάντα ξύλο από το Βεληγκέκα και τον Μπαρμπαγιώργο, αλλά δέρνει τους υπόλοιπους, εκτός απ’ τον Πασά.
Είναι παντρεμένος με την Αγλαΐα, μια άσχημη και –όχι άδικα- γκρινιάρα γυναίκα. Έχει από ένα έως τέσσερα παιδιά, ανάλογα τον καραγκιοζοπαίχτη.
Το σημαντικότερο μήνυμα του Καραγκιόζη μπροστά στην απελπισία της νεοελληνικής ζωής, είναι ο αντιστασιακός του αμοραλισμός και το αιώνιο κέφι του.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Είναι το συμπλήρωμα του Καραγκιόζη. Είναι φτωχός κι αυτός, αλλά ποτέ δεν αναφέρεται στη φτώχεια του ή στην πείνα του. Είναι ευπρεπώς ντυμένος (ο μόνος με τουρκική φορεσιά) και έχει ένα ψευδοπολιτισμένο ύφος, καλούς τρόπους, παπαδίστικη φωνή και πιο προσεγμένο λεξιλόγιο.
Η μέση και άρχουσα τάξη, ακόμα κι ο ίδιος ο Πασάς τον εμπιστεύονται και του αναθέτουν δουλειές. Κρατάει για τον εαυτό του το ρόλο του μεσάζοντα και προσφέρει τη δουλειά στον Καραγκιόζη.
Ο Χατζηαβάτης είναι η πιο αντιθετική φυσιογνωμία του ελληνικού θεάτρου σκιών. Άλλοτε τίμιος οικογενειάρχης και άλλοτε υποκριτής, αλλά πάντοτε δουλοπρεπής.
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Η κορυφαία δημιουργία των Ελλήνων καραγκιοζοπαιχτών, η σημαντικότερη μορφή μετά τους δύο πρωταγωνιστές.
Θείος του Καραγκιόζη, Ρουμελιώτης, έχει πρόβατα και περιουσία, αλλά είναι τσιγκούνης. Ο μόνος που φοράει την πατροπαράδοτη φουστανέλα.
Αφελής και εύκολο θύμα για τις μπαγαποντιές του ανιψιού του, τον οποίο όμως δέρνει στο τέλος. Ο μόνος που μπορεί να δείρει το Βεληγκέκα, ουσιαστικά ο Έλληνας που αντιδρά στην εξουσία του σαραγιού.
ΣΙΟΡ-ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ή ΝΙΟΝΙΟΣ: Δημιουργία του Μίμαρου. Ο Διονύσιος κατάγεται από το Τζάντε, τη Ζάκυνθο.
Είναι ο κατά φαντασία αριστοκράτης Έλληνας, που ολοένα αλληθωρίζει προς τη δύση. Ο δήθεν ευγενής άνθρωπος που όμως ξέρει να αραδιάζει τις πιο σπάνιες και περιποιημένες βρισιές.
Εμφανίζεται πάντα με βελάδα (φράγκο) και ψηλό καπέλο. Η ζακυνθινή του προφορά βρίθει από παρεφθαρμένες ιταλικές λέξεις. Ο Καραγκιόζης τον έχει για φίλο, αλλά συχνά τον ξυλοφορτώνει.
ΣΤΑΥΡΑΚΑΣ: Ο κουτσαβάκης, ο ψευτόμαγκας, ο άνθρωπος του υποκόσμου των αρχών του 20ου αιώνα. Μιλάει μάγκικα, φέρεται μάγκικα και φοβερίζει, αλλά όλο τρώει ξύλο από τον Καραγκιόζη.
ΟΜΟΡΦΟΝΙΟΣ ή ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Μικρό σώμα με τεράστιο κεφάλι και υπερφυσική μύτη. Κομψευόμενος, αλλά ηλίθιος. Μαμόθρεφτος και συνάμα ερωτύλος, με την ψευδαίσθηση ότι είναι όμορφος. Τελειώνει κάθε φράση με το «ουϊτ» και μιλάει απολύτως ένρινα.
ΔΕΡΒΕΝΑΓΑΣ-ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Δημιούργημα του Μίμαρου. Τουρκαλβανός που μιλάει φρικτά ελληνικά και είναι η εκτελεστική εξουσία του Σαραγιού. Μέχρι την εισαγωγή του Μπαρμπαγιώργου από το Ρούλια τους έδερνε όλους. Κατά βάθος φοβάται την πονηριά του Καραγκιόζη και εκτιμάει την παλικαριά του Μπαρμπαγιώργου.
ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Δημιουργία του Μίμαρου. Δεν τα πάει καλά στο σχολείο, αλλά είναι πονηρός σαν τον πατέρα του. Αντιλέγει φέρνει αντιρρήσεις, σε ό,τι του λέει ο πατέρας του και διστάζει να τον καταδώσει στο Δερβέναγα ή τον Μπαρμπαγιώργο για να τον δει να τρώει ξύλο και να γελάσει.
Με τον καιρό προστέθηκαν κι άλλα παιδιά του Καραγκιόζη, τα οποία ονομάστηκαν γενικά Κολλητήρια. Πήραν διάφορα βαφτιστικά ονόματα όπως Σκορπιός ή Κοπρίτης και Πιτσικώκος. Ο καραγκιοζοπαίχτης Μιχόπουλος πρόσθεσε και μια κόρη, την Ποτούλα.
ΕΒΡΑΙΟΣ: Ονομάζεται Σολομών, Σολωμός, Αβραμίκος ή Ιακώβ. Είναι πλούσιος έμπορος, σπαγκοραμμένος και πονηρός. Συνήθως είναι Θεσσαλονικιός, Σεφεραδίτης. Μιλάει άσχημα ελληνικά με μακρόσυρτη ισπανική προφορά. Έχει δύο κλειδώσεις, μία επιπλέον στο λαιμό, γι’ αυτό και κινείται με πολύ αστείο τρόπο. Ο Καραγκιόζης τον αποκαλεί: «ξεβιδωμένο».
ΑΓΛΑΪΑ ή ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΑΙΝΑ: Άσχημη όπως και ο άντρας της. Σπάνια εμφανίζεται στον μπερντέ. Συχνότερα ακούγεται η επιτιμητική φωνή της.
ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Το κρυφό αντικείμενο του πόθου όλων των ηρώων του ελληνικού θεάτρου σκιών, παντρεμένων και μη. Νέα, όμορφη και απρόσιτη. Πολύ έξυπνη και ανεξάρτητη, αντιτίθεται στην πρόθεση του Πασά να την παντρέψει με γαμπρό της δικιάς του επιλογής.
ΠΑΣΑΣ: Μεγαλοπρεπής, σοβαρός και δίκαιος. Συχνά απορεί, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τον εκούσιο παραλογισμό του Καραγκιόζη. Ο Πασάς και γενικά οι Τούρκοι, παρουσιάζονται ως κακοί και σκληροί μόνο στα ηρωικά έργα. Στα υπόλοιπα παραμένουν αμέτοχοι και απρόσιτοι, απόμακροι εκπρόσωποι της εξουσίας, χωρίς πάθη και συναισθηματισμό.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Καραγκιόζης είναι η θεατρική δημιουργία του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Είναι ένα έργο ομαδικά δουλεμένο από πάρα πολλούς ανθρώπους, από τον λαό. Ο Καραγκιόζης είναι το θυμικό του πολιτισμού, η ψυχή που πάντα αντιστέκεται, πάντα ονειρεύεται, πάντα γελάει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Το θέατρο σκιών στην Ελλάδα και την Τουρκία. Εκδοτική Ερμής 1962
2) Νίκος Εγγονόπουλος «Ο Καραγκιόζης, ένα ελληνικό θέατρο σκιών», 1969
3) Σωτήρης Σπαθάρης «Απομνημονεύματα και η τέχνη του Καραγκιόζη»
4) Ι.Μ. Χατζηφώτη «Ο Καραγκιόζης Φτωχοπρόδρομος» 1981
5) Γιάννης Σκαρίμπας «Καραγκιόζης ο Ρωμιός» 1971
6) Φώτης Κόντογλου «Τα ελληνικά χωριά» 1953
7) Γιώργος Ιωάννου «Καραγκιόζης» 1971
8) Βασίλης Ρώτας «Καραγκιοζικά» 1956
9) Γιάννης Τσαρούχης «Σκόρπιες σκέψεις για τον Καραγκιόζη» 1963
10) Χρήστος Χαρίδημος «Έζησα με τον Καραγκιόζη.»
Κάθε ήρωας που παρουσιάζει έχει μια ορισμένη φρασεολογία και η γλώσσα του είναι πολύ προσωπική. Δεν είναι μόνο η χροιά και ο τόνος της φωνής, αλλά περισσότερο το περιεχόμενο των λόγων του.
Ο Μπαρμπαγιώργος μιλάει βλάχικα, ο Νιόνιος με την τραγουδιστή προφορά των Επτανήσιων, ο Χατζηαβάτης είναι πάντα ευγενικός με τη γλυκερή, σχεδόν παπαδίστικη φωνή του.
Τα συναισθήματα, οι πράξεις, οι συμπεριφορές, πρέπει να αποδοθούν με την κίνηση και το λόγο, αφού η φιγούρα είναι καταδικασμένη στη μοναδική έκφραση που έχει πάντα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της.
Οι μεγάλοι έλληνες καραγκιοζοπαίχτες
Ο καραγκιοζοπαίχτης που ουσιαστικά δημιούργησε το ελληνικό θέατρο σκιών είναι ο Μίμαρος (Δημήτριος Σαρντούνης), ο οποίος καταγόταν από την Πάτρα.
Ήταν ψάλτης, με εξαιρετική φωνή, μορφωμένος (είχε τελειώσει το σχολαρχείο), σχεδιαστής καλός και μίμος θαυμάσιος, εξ’ ου και το παρατσούκλι Μίμαρος. Ο Μίμαρος πέθανε το 1912 και θεωρείται ο γενάρχης του Καραγκιόζη.
Άλλος σπουδαίος καραγκιοζοπαίχτης ήταν ο Ρούλιας, ο οποίος ήταν Ρουμελιώτης και αυτός ο οποίος εμπνεύστηκε και εισήγαγε τη φιγούρα του Μπαρμπαγιώργου, τη σημαντικότερη πιθανότατα καινοφανή φιγούρα του ελληνικού θεάτρου σκιών.
Τρίτος σημαντικός καραγκιοζοπαίχτης ήταν ο Μέμος, ο οποίος ήταν πολύ καλός τεχνίτης, πνευματώδης και ευρηματικός, τραγουδούσε όμορφα και μιμείτο καλά όλους τους τύπους, ιδιαίτερα το δερβέναγα Βεληγκέκα.
Άλλοι εξίσου σημαντικοί καραγκιοζοπαίχτες ήταν ο Μάρκος Ξάνθος, ο πρώτος ο οποίος σκέφτηκε να καταγράψει συστηματικά τις παραστάσεις.
Ο Αντώνης Παπούλιας ή Μόλλας, που δημιούργησε τον Ομορφονιό και τον Νώντα και ο οποίος έχαιρε παγκοσμίου αναγνώρισης.
Ο Κώστας Μάνος (Αθανασίου) ο οποίος για πενήντα συνεχή χρόνια, χωρίς καμία διακοπή, όργωσε την Ελλάδα παίζοντας Καραγκιόζη.
Ο Χρήστος Χαρίδημος που έμεινε γνωστός ως ο Πρύτανης των καραγκιοζοπαιχτών του Πειραιά.
Ο Σωτήρης Σπαθάρης, πατέρα του γνωστού σε όλους Ευγένιου, του οποίου την αυτοβιογραφία είχε χαρακτηρίσει ο Άγγελος Σικελιανός ως έργο αντίστοιχης ιστορικής και φιλολογικής αξίας με τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη.
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Θεόφτωχος και αιώνια πεινασμένος, μα πάντα κεφάτος και ακατάβλητος. Κακομούτσουνος, ρακένδυτος, ξυπόλητος και καμπούρης. Δεν ξέρει καμία τέχνη, είναι όμως πρόθυμος να ανακατευτεί παντού, ακόμα και σε επιστημονικές δουλειές, με καταστροφικά πάντα αποτελέσματα.
Όταν δε βρίσκει δουλειά καταφεύγει στις μικροκλοπές και δεν το κρύβει, αλλά αντίθετα και με αυτό αστεΐζεται. Τρώει πάντα ξύλο από το Βεληγκέκα και τον Μπαρμπαγιώργο, αλλά δέρνει τους υπόλοιπους, εκτός απ’ τον Πασά.
Είναι παντρεμένος με την Αγλαΐα, μια άσχημη και –όχι άδικα- γκρινιάρα γυναίκα. Έχει από ένα έως τέσσερα παιδιά, ανάλογα τον καραγκιοζοπαίχτη.
Το σημαντικότερο μήνυμα του Καραγκιόζη μπροστά στην απελπισία της νεοελληνικής ζωής, είναι ο αντιστασιακός του αμοραλισμός και το αιώνιο κέφι του.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Είναι το συμπλήρωμα του Καραγκιόζη. Είναι φτωχός κι αυτός, αλλά ποτέ δεν αναφέρεται στη φτώχεια του ή στην πείνα του. Είναι ευπρεπώς ντυμένος (ο μόνος με τουρκική φορεσιά) και έχει ένα ψευδοπολιτισμένο ύφος, καλούς τρόπους, παπαδίστικη φωνή και πιο προσεγμένο λεξιλόγιο.
Η μέση και άρχουσα τάξη, ακόμα κι ο ίδιος ο Πασάς τον εμπιστεύονται και του αναθέτουν δουλειές. Κρατάει για τον εαυτό του το ρόλο του μεσάζοντα και προσφέρει τη δουλειά στον Καραγκιόζη.
Ο Χατζηαβάτης είναι η πιο αντιθετική φυσιογνωμία του ελληνικού θεάτρου σκιών. Άλλοτε τίμιος οικογενειάρχης και άλλοτε υποκριτής, αλλά πάντοτε δουλοπρεπής.
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Η κορυφαία δημιουργία των Ελλήνων καραγκιοζοπαιχτών, η σημαντικότερη μορφή μετά τους δύο πρωταγωνιστές.
Θείος του Καραγκιόζη, Ρουμελιώτης, έχει πρόβατα και περιουσία, αλλά είναι τσιγκούνης. Ο μόνος που φοράει την πατροπαράδοτη φουστανέλα.
Αφελής και εύκολο θύμα για τις μπαγαποντιές του ανιψιού του, τον οποίο όμως δέρνει στο τέλος. Ο μόνος που μπορεί να δείρει το Βεληγκέκα, ουσιαστικά ο Έλληνας που αντιδρά στην εξουσία του σαραγιού.
ΣΙΟΡ-ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ή ΝΙΟΝΙΟΣ: Δημιουργία του Μίμαρου. Ο Διονύσιος κατάγεται από το Τζάντε, τη Ζάκυνθο.
Είναι ο κατά φαντασία αριστοκράτης Έλληνας, που ολοένα αλληθωρίζει προς τη δύση. Ο δήθεν ευγενής άνθρωπος που όμως ξέρει να αραδιάζει τις πιο σπάνιες και περιποιημένες βρισιές.
Εμφανίζεται πάντα με βελάδα (φράγκο) και ψηλό καπέλο. Η ζακυνθινή του προφορά βρίθει από παρεφθαρμένες ιταλικές λέξεις. Ο Καραγκιόζης τον έχει για φίλο, αλλά συχνά τον ξυλοφορτώνει.
ΣΤΑΥΡΑΚΑΣ: Ο κουτσαβάκης, ο ψευτόμαγκας, ο άνθρωπος του υποκόσμου των αρχών του 20ου αιώνα. Μιλάει μάγκικα, φέρεται μάγκικα και φοβερίζει, αλλά όλο τρώει ξύλο από τον Καραγκιόζη.
ΟΜΟΡΦΟΝΙΟΣ ή ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Μικρό σώμα με τεράστιο κεφάλι και υπερφυσική μύτη. Κομψευόμενος, αλλά ηλίθιος. Μαμόθρεφτος και συνάμα ερωτύλος, με την ψευδαίσθηση ότι είναι όμορφος. Τελειώνει κάθε φράση με το «ουϊτ» και μιλάει απολύτως ένρινα.
ΔΕΡΒΕΝΑΓΑΣ-ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Δημιούργημα του Μίμαρου. Τουρκαλβανός που μιλάει φρικτά ελληνικά και είναι η εκτελεστική εξουσία του Σαραγιού. Μέχρι την εισαγωγή του Μπαρμπαγιώργου από το Ρούλια τους έδερνε όλους. Κατά βάθος φοβάται την πονηριά του Καραγκιόζη και εκτιμάει την παλικαριά του Μπαρμπαγιώργου.
ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Δημιουργία του Μίμαρου. Δεν τα πάει καλά στο σχολείο, αλλά είναι πονηρός σαν τον πατέρα του. Αντιλέγει φέρνει αντιρρήσεις, σε ό,τι του λέει ο πατέρας του και διστάζει να τον καταδώσει στο Δερβέναγα ή τον Μπαρμπαγιώργο για να τον δει να τρώει ξύλο και να γελάσει.
Με τον καιρό προστέθηκαν κι άλλα παιδιά του Καραγκιόζη, τα οποία ονομάστηκαν γενικά Κολλητήρια. Πήραν διάφορα βαφτιστικά ονόματα όπως Σκορπιός ή Κοπρίτης και Πιτσικώκος. Ο καραγκιοζοπαίχτης Μιχόπουλος πρόσθεσε και μια κόρη, την Ποτούλα.
ΕΒΡΑΙΟΣ: Ονομάζεται Σολομών, Σολωμός, Αβραμίκος ή Ιακώβ. Είναι πλούσιος έμπορος, σπαγκοραμμένος και πονηρός. Συνήθως είναι Θεσσαλονικιός, Σεφεραδίτης. Μιλάει άσχημα ελληνικά με μακρόσυρτη ισπανική προφορά. Έχει δύο κλειδώσεις, μία επιπλέον στο λαιμό, γι’ αυτό και κινείται με πολύ αστείο τρόπο. Ο Καραγκιόζης τον αποκαλεί: «ξεβιδωμένο».
ΑΓΛΑΪΑ ή ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΑΙΝΑ: Άσχημη όπως και ο άντρας της. Σπάνια εμφανίζεται στον μπερντέ. Συχνότερα ακούγεται η επιτιμητική φωνή της.
ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Το κρυφό αντικείμενο του πόθου όλων των ηρώων του ελληνικού θεάτρου σκιών, παντρεμένων και μη. Νέα, όμορφη και απρόσιτη. Πολύ έξυπνη και ανεξάρτητη, αντιτίθεται στην πρόθεση του Πασά να την παντρέψει με γαμπρό της δικιάς του επιλογής.
ΠΑΣΑΣ: Μεγαλοπρεπής, σοβαρός και δίκαιος. Συχνά απορεί, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τον εκούσιο παραλογισμό του Καραγκιόζη. Ο Πασάς και γενικά οι Τούρκοι, παρουσιάζονται ως κακοί και σκληροί μόνο στα ηρωικά έργα. Στα υπόλοιπα παραμένουν αμέτοχοι και απρόσιτοι, απόμακροι εκπρόσωποι της εξουσίας, χωρίς πάθη και συναισθηματισμό.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Καραγκιόζης είναι η θεατρική δημιουργία του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Είναι ένα έργο ομαδικά δουλεμένο από πάρα πολλούς ανθρώπους, από τον λαό. Ο Καραγκιόζης είναι το θυμικό του πολιτισμού, η ψυχή που πάντα αντιστέκεται, πάντα ονειρεύεται, πάντα γελάει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Το θέατρο σκιών στην Ελλάδα και την Τουρκία. Εκδοτική Ερμής 1962
2) Νίκος Εγγονόπουλος «Ο Καραγκιόζης, ένα ελληνικό θέατρο σκιών», 1969
3) Σωτήρης Σπαθάρης «Απομνημονεύματα και η τέχνη του Καραγκιόζη»
4) Ι.Μ. Χατζηφώτη «Ο Καραγκιόζης Φτωχοπρόδρομος» 1981
5) Γιάννης Σκαρίμπας «Καραγκιόζης ο Ρωμιός» 1971
6) Φώτης Κόντογλου «Τα ελληνικά χωριά» 1953
7) Γιώργος Ιωάννου «Καραγκιόζης» 1971
8) Βασίλης Ρώτας «Καραγκιοζικά» 1956
9) Γιάννης Τσαρούχης «Σκόρπιες σκέψεις για τον Καραγκιόζη» 1963
10) Χρήστος Χαρίδημος «Έζησα με τον Καραγκιόζη.»
Ας απολαύσουμε τον "Καραγκιόζη"του Διονύση Σαββόπουλου από την εμφάνισή του στο Μουσείο Μπενάκη τον Οκτώβριο του 2012.
Πηγές: Γελωτοποιός, www.tvxs.gr, www.youtube.com , www.google.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου