Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

RITA PIERSON: ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΔΕΝ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΥΜΠΑΘΟΥΝ

Rita Pierson: τα παιδιά δεν μαθαίνουν από ανθρώπους που δεν συμπαθούν

Έχω περάσει όλη τη ζωή μου είτε στο σχολείο, στο δρόμο για το σχολείο, είτε συζητώντας για όσα συμβαίνουν στο σχολείο.

Και οι δύο γονείς μου ήταν εκπαιδευτικοί, το ίδιο και ο παππούς και η γιαγιά από την πλευρά της μητέρας μου, και τα προηγούμενα σαράντα χρόνια έκανα κι εγώ το ίδιο. Έτσι, περιττό ν’ αναφέρω πως όλα αυτά τα χρόνια είχα την ευκαιρία να δω την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση από πολλές πλευρές. Ορισμένες απ’ αυτές τις μεταρρυθμίσεις ήταν καλές. Άλλες, δεν ήταν εξίσου καλές. Τώρα ξέρουμε γιατί τα παιδιά εγκαταλείπουν το σχολείο. Ξέρουμε γιατί δεν μαθαίνουν. Είναι είτε η φτώχεια, η περιορισμένη συμμετοχή, η αρνητική επιρροή των συμμαθητών. Ξέρουμε το γιατί. Ένα πράγμα όμως για το οποίο ποτέ δεν συζητάμε ή συζητάμε σπάνια είναι η αξία και η σημασία της ανθρώπινης επαφής, οι σχέσεις.

Ο Τζέιμς Κόμερ λέει πως καμία σημαντική γνώση δεν αποκτιέται χωρίς μια σημαντική σχέση. Ο Τζώρτζ Γουόσινγκτον Κάρβερ λέει πως η μάθηση είναι η κατανόηση των σχέσεων. Καθένας σ’ αυτή την αίθουσα έχει επηρεαστεί από κάποιο δάσκαλο ή κάποιον ενήλικα. Επί χρόνια, παρακολουθώ ανθρώπους να διδάσκουν. Έχω δει τους καλύτερους και μερικούς από τους χειρότερους.

Μια συνάδελφος μου είπε κάποτε: «Δεν με πληρώνουν για να συμπαθώ τα παιδιά. Με πληρώνουν για να τα διδάσκω. Τα παιδιά πρέπει να μάθουν. Εγώ πρέπει να το διδάξω. Εκείνα πρέπει να το μάθουν. Τέλος»
Ε, λοιπόν της είπα: «Ξέρεις, τα παιδιά δεν μαθαίνουν από ανθρώπους που δε συμπαθούν».
Μου είπε πως «Αυτά είναι ένα μάτσο ανοησίες».
Της απάντησα: «Αγαπητή μου, η σχολική χρονιά θα είναι μακρά… …κι επίπονη».

Δεν χρειάζεται ν’ αναφέρω πως πράγματι ήταν. Κάποιοι πιστεύουν πως ή το ‘χεις ή δεν το ‘χεις με τις σχέσεις. Πιστεύω πως ο Στέφεν Κόβεϊ είχε τη σωστή ιδέα. Είπε πως πρέπει να κάνεις μερικά απλά πράγματα όπως το να κατανοήσεις πρώτος αντί να ζητάς να σε κατανοήσουν, απλά πράγματα όπως η συγγνώμη. Το έχετε σκεφτεί ποτέ; Ζητείστε από ένα παιδί συγγνώμη και θα σοκαριστεί.

Παρέδωσα ένα μάθημα κάποτε για τους συντελεστές. Δεν είμαι καλή στα μαθηματικά, αλλά το πάλεψα. Γύρισα και κοίταξα το βιβλίο του δασκάλου. Είχα διδάξει όλο το μάθημα λανθασμένα.

Επέστρεψα λοιπόν στην τάξη την άλλη μέρα και είπα: «Κοιτάξτε παιδιά, πρέπει να ζητήσω συγγνώμη. Σας δίδαξα όλο το μάθημα λανθασμένα. Λυπάμαι».
Απάντησαν: «Δεν πειράζει κυρία Πίρσον. Ήσασταν τόσο ενθουσιασμένη που σας αφήσαμε να συνεχίσετε».

Είχα τάξεις που ήταν τόσο χαμηλά, τόσο ακαδημαϊκά ανεπαρκείς, που έκλαψα. Αναρωτιόμουν, πώς θα πάω αυτήν την ομάδα μέσα σε εννέα μήνες από εκεί που είναι, εκεί που έπρεπε να είναι; Ήταν δύσκολο. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Πώς μπορώ ν’ αυξήσω την αυτοεκτίμηση ενός παιδιού και τις ακαδημαϊκές επιδόσεις του, την ίδια στιγμή;

Μια χρονιά, είχα μια φαεινή ιδέα. Είπα σε όλους τους μαθητές μου: «Έχετε επιλεγεί να είστε στην τάξη μου επειδή είμαι η καλύτερη δασκάλα κι εσείς οι καλύτεροι μαθητές, μας έβαλαν όλους μαζί ώστε να δείξουμε σε όλους τους άλλους πώς γίνεται».
Ένα απ’ τα παιδιά είπε «Αλήθεια;»
Απάντησα: «Αλήθεια. Πρέπει να δείξουμε στις άλλες τάξεις πώς γίνεται, γι’ αυτό όταν περνάμε στο διάδρομο, οι άνθρωποι θα μας προσέχουν και δεν μπορείτε να κάνετε φασαρία. Θα πρέπει να περπατάτε κορδωμένοι».

Τους έδωσα κι ένα ρητό να λένε: «Είμαι κάποιος». «Ήμουν κάποιος όταν ήρθα». «Θα είμαι κάποιος καλύτερος όταν θα φύγω». «Είμαι δυνατός και ισχυρός». «Αξίζω την εκπαίδευση που παίρνω εδώ». «Έχω πράγματα να κάνω, ανθρώπους να εντυπωσιάσω, και μέρη να επισκεφτώ».
Κι αυτά είπαν, «Ναι!»
Άμα το επαναλαμβάνεις επί μακρόν, γίνεται μέρος του εαυτού σου.

Έτσι… Τους έδωσα ένα τεστ 20 ερωτήσεων. Ένας μαθητής έχασε τις 18. Του έβαλα «+2» στο γραπτό του κι ένα γελαστό προσωπάκι.
Μου είπε: «Κυρία Πίρσον, αυτό είναι Δ’;»
Απάντησα «Ναι.»
Και είπε: «Τότε γιατί μου βάλατε γελαστό προσωπάκι;»

Απάντησα: «Επειδή είσαι σε καλό δρόμο. Βρήκες τις δύο. Δεν τις έχασες όλες». Ρώτησα: «Όταν θα το επαναλάβουμε, δεν θα τα πας καλύτερα;»
Κι εκείνος είπε: «Ναι, κυρία, μπορώ και καλύτερα».

Βλέπετε το «-18» σου ρουφάει όλη την ενέργεια. Το «+2» του είπε πως δεν είναι τελείως σκράπας.

Επί χρόνια παρακολουθούσα τη μητέρα μου να χρησιμοποιεί τα διαλείμματα για επαναλήψεις, να κάνει ιδιαίτερα στα σπίτια τα’ απογεύματα, ν’ αγοράζει βούρτσες, χτένες, φυστικοβούτυρο και κράκερς να τα έχει στο συρτάρι της για τα παιδιά που έπρεπε να φάνε, είχε σφουγγάρι και σαπούνι για εκείνα που δεν μύριζαν πολύ όμορφα. Βλέπετε είναι δύσκολο να διδάσκεις παιδιά που βρωμάνε. Και τα παιδιά μπορούν να είναι σκληρά. Είχε λοιπόν αυτά τα πράγματα στο συρτάρι της έδρας, και χρόνια αργότερα, όταν συνταξιοδοτήθηκε, έβλεπα μερικά από εκείνα τα παιδιά να έρχονται και να της λένε: «Ξέρετε κυρία Γουόκερ, μου αλλάξατε τη ζωή. Την κάνατε να λειτουργήσει για μένα. Με κάνατε να νιώσω σημαντικός, ακόμη κι όταν μέσα μου ήξερα ότι δεν ήμουν. Θέλω να δείτε ποιος έχω γίνει σήμερα».

Όταν η μητέρα μου πέθανε δυο χρόνια πριν, στα 92, ήρθαν τόσοι πολλοί παλαιοί μαθητές της στην κηδεία της, που δάκρυσα, όχι επειδή είχε φύγει, αλλά επειδή άφησε πίσω της ένα κληροδότημα σχέσεων που δεν μπορεί ποτέ να χαθεί.

Αντέχουμε να έχουμε περισσότερη επαφή; Σίγουρα. Θα συμπαθείτε όλα σας τα παιδιά; Όχι βέβαια. Και ξέρετε πως τα δυσκολότερα παιδιά ποτέ δεν λείπουν. Ποτέ. Δεν θα τα συμπαθείτε όλα, και τα πιο δύσκολα εμφανίζονται για κάποιο λόγο. Είναι η σύνδεση. Είναι η σχέση. Και παρόλο που δεν θα τα συμπαθήσετε όλα, το σημαντικό είναι να μην το μάθουν ποτέ. Οι δάσκαλοι γινόμαστε σπουδαίοι ηθοποιοί, κι ερχόμαστε στη δουλειά ακόμη κι όταν δεν αισθανόμαστε καλά, κι ακούμε για μεθοδεύσεις που δεν έχουν και πολύ νόημα, αλλά διδάσκουμε έτσι κι αλλιώς. Διδάσκουμε επειδή αυτό είναι που κάνουμε.

Η διδασκαλία και η μάθηση θα έπρεπε να δημιουργούν χαρά. Πόσο ισχυρός θα ήταν ο κόσμος μας αν είχαμε παιδιά που δεν φοβούνται να πάρουν ρίσκα, που δεν φοβούνται να σκεφτούν, και που έχουν έναν υπερασπιστή; Κάθε παιδί αξίζει έναν υπερασπιστή, έναν ενήλικα που δεν θα τα παρατήσει ποτέ, που καταλαβαίνει τη δύναμη της επαφής, κι επιμένει να γίνουν το καλύτερο που μπορούν.

Είναι σκληρή αυτή η δουλειά; Ιδέα δεν έχετε, πόσο σκληρή είναι. Αλλά δεν είναι ακατόρθωτη. Μπορούμε να το κάνουμε. Είμαστε εκπαιδευτικοί. Είμαστε γεννημένοι να κάνουμε τη διαφορά.

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Rita Pierson: Every kid needs a champion
Δείτε το σχετικό βίντεο με ελληνικούς υπότιτλους:



Πηγή: parentsgo.kidsgo.com.cy

Εμείς το διαβάσαμε: rotasapantaw.wordpress.com

Thessaloniki Arts and Culture http://www.thessalonikiartsandculture.gr

ΤΟ ΠΙΟ ΣΥΝΤΟΜΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ-ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ-

Το πιο σύντομο κείμενο για την αγάπη, από τη Μαρία Πολυδούρη

Τι ειρωνεία,
να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δε τη γνωρίζουν
και να σιωπούν εντελώς εκείνοι που νιώθουν τη ψυχή τους να πνίγεται στον πόνο της.

Μαρία Πολυδούρη

Το διάβασα στο Thessaloniki Arts and Culture http://www.thessalonikiartsandculture.gr

"ΖΩΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ"

portraito

Καθένας από εμάς έχει ζωγραφίσει μέσα στο μυαλό του το δικό του πορτραίτο. Έχει δημιουργήσει την αυτοεικόνα του ασυνείδητα μέσα από βιωμένες εμπειρίες, επιτυχίες, αποτυχίες, μέσα από την κριτική των άλλων και από τα επιτεύγματα του.

Όταν γεννιόμαστε σταδιακά ξεχωρίζουμε και χτίζουμε την εικόνα του εαυτού μας. Αρχίζουμε να διαμορφώνουμε τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας μας, να νιώθουμε διαφορετικοί, να δημιουργούμε σιγά-σιγά την αυτοεικόνα μας, καθώς δεν είναι κάτι που υπάρχει a priori. Οι «σημαντικοί άλλοι», τα άτομα που μας περιβάλλουν, ασκούν επιρροή επάνω μας, είναι αυτοί που μας βοηθούν να δημιουργήσουμε την δική μας εικόνα και είναι υπαίτιοι για την αξία που δίνουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας. Αν το κοινωνικό μας περιβάλλον μας κρίνει αρνητικά γιατί δεν παρουσιάζουμε τον «ιδανικό εαυτό» που αυτό επιθυμεί, τότε αυτό αυτόματα αντανακλά στην προσωπικότητα και την αυτοεικόνα μας. Μοιάζει σαν να ρίχνουν χρώμα, επάνω στο δικό μας πορτραίτο. Έτσι, μεταβάλλεται η γνώμη που έχουμε για τον εαυτό μας, επηρεάζεται από την αρνητική κριτική και λειτουργεί σαν χιονοστιβάδα που παρασύρει και την αυτοεκτίμηση. Όμως, είμαστε κύριοι του εαυτού μας και στο χέρι μας είναι να μην μας πάρει η κατηφόρα.

Αρκετές φορές μας έχουν ζητήσει να περιγράψουμε τον εαυτό μας, είτε σε μια συνέντευξη για δουλειά, είτε πάνω σε μια φιλική συζήτηση. Ενώ φαντάζει απλό, δυσκολευόμαστε όμως, ερχόμαστε σε άβολη θέση…ίσως αλλάζουμε και δέκα χρώματα! Αλλά τι είναι αυτό που μας δυσκολεύει; Η έκθεση μας μπροστά στους άλλους; Ή μήπως δεν τον γνωρίζουμε τόσο καλά όσο νομίζουμε; Κι αν δεν τον γνωρίζουμε πως μπορούμε να τον μάθουμε;



Ο Van Gogh είχε δημιουργήσει πάνω από τριάντα πορτραίτα του προσπαθώντας κατά αυτό τον τρόπο να αντιληφθεί τον εαυτό του καλύτερα. Λέγεται μάλιστα, πως είχε και έναν καθρέπτη για να μπορεί να έχει εικόνα του εαυτού του όταν δημιουργεί τις προσωπογραφίες του. Είχε βρει τον δικό του τρόπο επικοινωνίας. Ας αναλογιστούμε, εάν εμείς οι ίδιοι είχαμε έναν αντίστοιχο καθρέπτη, πως θα έμοιαζε ο δικός μας εαυτός στον καμβά. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μην χάσουμε την επικοινωνία με τον εαυτό μας, να βρισκόμαστε σε ένα διαρκή εσωτερικό διάλογο, όπως το έργο συνομιλεί με το δημιουργό του. Έτσι, επέρχεται η αυτογνωσία. Αναγνωρίζουμε τα συναισθήματα μας, το λόγο που επιλέξαμε τις πράξεις μας, αντιλαμβανόμαστε τις αδυναμίες μας και θέτουμε μελλοντικούς στόχους. Οφείλουμε να δούμε τον εαυτό μας από διαφορετικές οπτικές γωνίες για μπορέσουμε να τον αποτυπώσουμε σωστά. Να δώσουμε φως στα θετικά χαρακτηριστικά του. Να δώσουμε μορφή σε εκείνα τα καλά στοιχεία του εαυτού μας που βρίσκονται κρυμμένα.

Η διαφορετικότητα μεταξύ των ανθρώπων είναι φυσιολογική. Δεν χρειάζεται να υποβάλουμε τον εαυτό μας σε κοινωνικές συγκρίσεις. Ο καθένας έχει τη δική του αξία και τα δικά του χαρίσματα που τον καθιστούν ξεχωριστό, κατά αυτό το τρόπο δομείται μια κοινωνία. Δεν θα είχε νόημα να είμαστε όλοι ίδιοι. Σε ένα σώμα χρειάζεται το χέρι, το πόδι, το κεφάλι, το καθένα εξυπηρετεί τη δική του λειτουργία. Καθένας μας πρέπει να προσπαθεί να ξεχωρίσει με το δικό του μοναδικό τρόπο. Να δημιουργήσει έναν εαυτό με θετικές σκέψεις, συναισθήματα και πράξεις και με θέληση για διαρκή βελτίωση. Ας αφήσουμε πίσω αρνητικές εμπειρίες και τραυματικά γεγονότα που μας επηρέασαν, να επιβραβεύσουμε τη προσπάθεια, από την πιο ασήμαντη μέχρι τη πιο σημαντική.

Γκινάλα Ελισσάβετ

Πηγή: psichologia.gr

by Αντικλείδι , http://antikleidi.com

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Χάρις Αλεξίου - Το τανγκό της Νεφέλης

Το τανγκό της Νεφέλης (διασκευή του "Tango to Evora" της Loreena McKennitt), το οποίο διηγείται την φανταστική ιστορία της Νεφέλης και πώς έγινε σύννεφο.

Ας απολαύσουμε αυτό το αριστούργημα !

"ΠΩΣ ΘΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΙ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΔΥΣΛΕΞΙΑ;"

Αποτέλεσμα εικόνας για δυσλεξια

Πολλοί πιστεύουν ότι απλά θα βελτιωθεί με τον καιρό, αλλά τελικά δεν υπάρχει ουσιαστική αλλαγή και κάποιες φορές μάλιστα γίνεται το αντίθετο.

Πώς θα αναγνωρίσετε τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες μέσα στην τάξη; 
Ποια είναι τα σημάδια της δυσλεξίας στα παιδιά Δημοτικού;

Γενικά
Αργός ρυθμός στην προφορική ή/και γραπτή έκφραση
Έλλειψη συγκέντρωσης
Δυσκολία στην εκτέλεση οδηγιών
Κακή μνήμη

Γραφή
Φτωχή γραπτή έκφραση- συνήθως μάλιστα χειρότερη από τον προφορικό λόγο
Οι εργασίες είναι ακατάστατες, με επαναλαμβανόμενες λέξεις, ελλειπή δομή, εκτός θέματος
Σύγχυση γραμμάτων
Άσχημα - δυσνόητα γράμματα
Δυσκολία στο συλλαβισμό
Αναγραμματισμοί λέξεων
Λάθος κράτημα του μολυβιού
Πολλά ορθογραφικά λάθη
Έλλειψη σημείων στίξης

Ανάγνωση
Αργή και μονότονη ανάγνωση
Δυσκολία ανάγνωσης λέξεων με περισσότερες από δύο συλλαβές
Δυσκολία στα δίψηφα και τρίψηφα
Άρνηση και αποφυγή διαβάσματος, ειδικά δυνατά μέσα στην τάξη
Παραλείπει ή προσθέτει λέξεις
Χάνει τη σειρά διαβάσματος στο κείμενο
Δυσκολία στην εύρεση των σημαντικότερων σημείων ενός κειμένου
Δυσκολία στην κατανόηση και αφήγηση ενός κειμένου

Μαθηματικά
Δυσκολία στη σειρά των αριθμών
Δυσκολία στη διάκριση δεκάδων, μονάδων κλπ
Σύγχυση μαθηματικών συμβόλων + - χ :
Δυσκολία στην εκμάθηση με σειρά, π.χ. τους μήνες, τις μέρες, το αλφάβητο

Ώρα
Δυσκολία στην εκμάθηση της ώρας
Έλλειψη κατανόησης και επίγνωσης του χρόνου
Έλλειψη προσωπικής οργάνωσης
Δεν θυμάται την ημερομηνία, τους μήνες, τις εποχές
Δυσκολία με τις έννοιες χτες, σήμερα, αύριο

Ικανότητες
Δυσκολίες στη λεπτή κινητικότητα
Περιορισμένη κατανόηση της μη λεκτικής επικοινωνίας
Σύγχυση χωρικού προσανατολισμού π.χ. δεξιά - αριστερά
Γράφει και με τα δύο χέρια
Οι επιδόσεις είναι πολύ διαφορετικές από μέρα σε μέρα

Συμπεριφορά
Προσπαθεί να βρει τρόπους για να αποφεύγει τις ασκήσεις
Μοιάζει να ονειροπολεί και να μην ακούει το μάθημα
Αποσπάται εύκολα
Κάνει αστεία στην τάξη για να είναι το επίκεντρο ή είναι εντελώς αμέτοχο και στην άκρη
Κουράζεται πολύ εύκολα

Όταν λοιπόν ο εκπαιδευτικός της τάξης παρατηρήσει αρκετά από αυτά τα σημάδια σε κάποιο μαθητή, πρέπει να επικοινωνήσει με τους γονείς και να τους μεταφέρει τις ανησυχίες του.

Επίσης πρέπει οι εκπαιδευτικοί να γνωρίζουν τι είναι οι μαθησιακές δυσκολίες και να προσπαθούν να προσφέρουν ευκαιρία σε όλα τα παιδιά να μάθουν και να προοδεύσουν κάνοντας το μάθημα ενδιαφέρον και κατάλληλο για όλους!

Της Σοφίας Τσιντσικλόγλου

Από το paidagwgos.blogspot.gr

"Η ΛΟΥΝΑ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ"


Το χόμπι του κύριου Sururi είναι να βοηθάει την κοινωνία. Σε αυτόν τον σκοπό ζωής τον βοηθάει και η Λούνα, το άγριο άλογό του 

ΜΑΡΙΑΝΙΝΑ ΠΑΤΣΑ 09.01.2017 

Ο αναλφαβητισμός των ενηλίκων στην Ινδονησία μειώνεται, αλλά μια περιοχή έχει ένα εκατομ. ενήλικες που δεν ξέρουν να διαβάσουν. Πρόκειται για την περιοχή Purbalingga, του νησιού Ιάβα. Εκεί, ένας άνδρας και το άλογό του βοηθούν ώστε να έχουν όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι, πρόσβαση σε βιβλία. 

Η Λούνα είναι ένα πρώην άγριο άλογο που φτάνει μόλις και μετά βίας το ύψος των ώμων ενός ενήλικου άνδρα, όπως είναι ο Rodvan Sururi. Οι δυο τους, ταξιδεύουν μεταξύ των χωριών με την πλάτη του αλόγου φορτωμένη με βιβλία και επισκέπτονται σχολεία τρεις φορές την εβδομάδα - κάθε Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη. Μερικές φορές, ο κύριος Sururi φέρνει μαζί την κόρη του, Indriani.

 Ο κύριος Sururi είναι επιστάτης και περιποιείται στάβλους με άλογα. Η ιδέα προέκυψε όταν ένας συνάδελφος του μια μέρα έθεσε το εξής ερώτημα: «πώς θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε την κοινωνία μέσα από το χόμπι μας;». Τότε ο κύριος Sururi σκέφτηκε την αλογο-βιβλιοθήκη αλλά δεν είχε βιβλία. Ο φίλος του όμως του έδωσε μερικά. Ζήτησε και την άδεια να μπορεί να χρησιμοποιεί ένα άλογο για τις μετακινήσεις κι έτσι η αλογο-βιβλιοθήκη ξεκίνησε τα δρομολόγιά της.


 Σύμφωνα με την UNESCO, η Ινδονησία έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στη μείωση του αναλφαβητισμού τα τελευταία χρόνια, κατεβάζοντας το ποσοστό των αναλφάβητων ενηλίκων από 15,4 εκατομ. που ήταν το 2004, στα 6,7 εκατομ. το 2011. 


Πηγή: www.doctv.gr

ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ - ΑΦΙΕΡΩΜΑ


Η Τζένη Καρέζη-τα πιο όμορφα μάτια του ελληνικού κινηματογράφου- γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1934.

Στην περίπτωση της Καρέζη ισχύει αυτό που έγραψε ο Κώστας Καρυωτάκης: «Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα που αγαπιέται». Γιατί πέρα από τον γιο της Κωνσταντίνο και τον άντρα της Κώστα Καζάκο, την Τζένη Καρέζη την αγάπησε ολόκληρος ο ελληνικός λαός.

«Θίασος Κοτοπούλη ευρίσκεται εις Πάτρας. Συναντήσατε Κον Μυράτ στο ξενοδοχείο του. Σας προτείνουμε συνεργασία στο θέατρο Ρεξ δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη. Γιώργος Χέλμης.» Αυτό το τηλεγράφημα που έφτασε στα χέρια της μητέρας της Ευγενίας Καρπούζη, Θεώνης, σήμανε την εκκίνηση μιας διαδρομής που θα χαράξει όχι μόνο την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου αλλά και τις ψυχές των Ελλήνων. Πρόκειται για τη διαδρομή της Τζένης Καρέζη.

Η Ευγενία Καρπούζη, λοιπόν, όταν ήταν μικρή βιαζόταν μετά το σινεμά να κλειστεί στο δωμάτιο της, ένα ολόκληρο σύμπαν μέσα σε τέσσερις τοίχους. Εκεί έπαιρνε ένα σεντόνι και τυλίγοντάς το γύρω από το κορμί της παρίστανε τη Μπέτι Ντέιβις. Ή βάζοντας ένα κασκόλ στο κεφάλι της και παίρνοντας μια κούκλα αγκαλιά έκανε τη χαροκαμένη μάνα. Τα κάγκελα του κρεβατιού της τη βοηθούσαν να παίξει τον ρόλο της φυλακισμένης πριγκίπισσας. Σ’ αυτό το παιδικό δωμάτιο η μετέπειτα Τζένη Καρέζη θα κάνει έναν φίλο, έναν απ’ αυτούς που θα της μείνει πιστός: τον καθρέφτη. Σ’ αυτόν έλεγε όλα τα βάσανα, τα όνειρα και τις ανησυχίες της.

Στην Κατοχή ήταν πολύ μικρή και κρυβόταν στην αγκαλιά της μητέρας της ενώ οι βόμβες έξω έπεφταν βροχή. Ξαφνικά μια μελωδία σταματούσε τα κλάματα. «Είναι η ενάτη συμφωνία του Μπετόβεν», της εξηγούσε η μητέρα της. Η μουσική έκανε τη μικρή να ξεχνιέται. Και να καταλάβει ότι η Τέχνη λειτουργεί για τους ανθρώπους σαν καταφύγιο.
Αργότερα, στη Θεσσαλονίκη θα ζήσει για μία ακόμα φορά τη σκληρότητα του πολέμου, με την εκτέλεση των δύο Εβραίων συμμαθητών της, του Αλβέρτου και της Ιουδίθ.

Η Θεσσαλονίκη είναι το μέρος όπου θα κατασταλάξουν οι γονείς της έπειτα από πολλές μεταθέσεις από πόλη σε πόλη. Εκεί η Τζένη Καρέζη θα μπει εσωτερική στο σχολείο των Καλογριών. Μέσα στο σχολείο έβλεπε τις Καλόγριες, αυστηρές φιγούρες, να περιφέρονται φορώντας τα άσπρα κολλαριστά καπέλα, σαν αερικά. Μία απ’ αυτές, καθηγήτρια γαλλικής φιλολογίας, την έβαλε να της διαβάσει κάποιο ποίημα. Η τότε «Ευγενούλα» το διάβασε και η καλόγρια είχε ενθουσιαστεί. Τη ρωτάει πώς τη λένε και η καλόγρια επαναλαμβάνει το όνομα της στα γαλλικά: «Eugenie. Gennie. Τζένη δηλαδή.» Αργότερα, ο δάσκαλός της στη Δραματική Σχολή Αγγελος Τερζάκης έδωσε την ιδέα του καλλιτεχνικού επωνύμου της: Καρέζη.

Η εκπαίδευσή της στις Καλόγριες συνεχίστηκε στο Saint Joseph στην Αθήνα. Πέρα από τα άψογα γαλλικά, η εκπαίδευση της καλλιέργησε την αγάπη για τις Τέχνες. Εκεί έμαθε να εκτιμά τη λογοτεχνία και την ποίηση. Στο Γυμνάσιο μετέφραζε σκετς από τα γαλλικά.

Επαιζε και σκηνοθετούσε έργα στις σχολικές γιορτές. Στην Αθήνα, που έκανε τα δύο τελευταία σχολικά χρόνια, της εβδόμης και της ογδόης, η αγάπη της για το θέατρο είχε πάρει μια συγκεκριμένη μορφή. Η μελλοντική Ελληνίδα σταρ ήξερε πλέον τι ήθελε να κάνει στη ζωή της. O πατέρας της όμως, παρακινούμενος από τις επιδόσεις της στην έκθεση και τα φιλολογικά μαθήματα ήθελε να την κάνει δημοσιογράφο. Αυτή όμως ήθελε να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό. Κάτι που συμφώνησε με τη μητέρα της να κρατήσει μυστικό.

Το 1951, χρονιά αποφοίτησής της από την Ελληνογαλλική Σχολή, πήρε μέρος στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, που ανέβηκε στο «Rex» από τους τελειόφοιτους. Σ’ αυτήν την παράσταση, η Τζένη ήταν πρωταγωνίστρια και σκηνοθέτης. Στην πλατεία του θεάτρου βρισκόταν και ο πρωταγωνιστής- διευθυντής του θεάτρου Δημήτρης Μυράτ που, διακρίνοντας το ταλέντο της, πήγε στα παρασκήνια να συγχαρεί τους γονείς της. Τρία χρόνια αργότερα ο Μυράτ θα είναι ο ίδιος άνθρωπος που θα την περίμενε για να μιλήσουν για την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση, στο ίδιο θέατρο.

Ο Μυράτ και το ξενοδοχείο στο οποίο βρισκόταν στην Πάτρα ήταν ο προορισμός του λεωφορείου που είχε πάρει η Τζένη Καρέζη. Στη συνάντησή τους, ο Δημήτρης Μυράτ φέρεται να της λέει: «Δεσποινίς, τον Οκτώβριο αρχίζουμε στο Ρεξ με την "Ωραία Ελένη". Ξέρετε ότι η πρωταγωνίστρια του θεάτρου είναι η Μελίνα Μερκούρη. Σας πληροφορώ πως ο ρόλος είναι εξίσου μεγάλος, αν όχι μεγαλύτερος από τον δικό της. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: θρίαμβο ή καταστροφή! Διακόψτε, λοιπόν, τον παραθερισμό σας, γυρίστε το γρηγορότερο στην Αθήνα και περιμένετέ με. Σε λίγες μέρες αρχίζουμε πρόβες.»

Η Τζένη Καρέζη απάντησε μ’ ένα «ευχαριστώ πολύ» και βγήκε από το δωμάτιο του Μυράτ. Η εμπιστοσύνη στον εαυτό της ήταν τόσο μεγάλη που αντιμετώπιζε ήδη αυτόν τον ρόλο σαν έναν δρόμο που θα οδηγούσε σε μία μόνο κατεύθυνση: το θρίαμβο.

Στην πρώτη της παράσταση, μπροστά σ’ ένα απαιτητικό κοινό η Τζένη Καρέζη χειροκροτήθηκε απ’ όλους. Ολοι αναγνώρισαν πάνω της τη φλέβα μιας θεατρίνας με μέλλον. Το καμαρίνι της στο τέλος της παράστασης γέμισε από σημαντικές προσωπικότητες του θεάτρου. Η Τζένη Καρέζη είχε πάρει πλέον τον τίτλο της μεγάλης ελπίδας της ελληνικής σκηνής. Ο Μ. Καραγάτσης θα γράψει γι’ αυτήν: «Ας θυμηθούμε πως τούτο το φθινόπωρο του 1954 χάρισε στο ελληνικό θέατρο μια νέα ηθοποιό με μεγάλο μέλλον: την Τζένη Καρέζη».

Η Ελληνίδα σταρ είχε τη διαύγεια να ακολουθήσει το ένστικτό της. Τόλμησε να μεταπηδήσει από το δράμα στην κωμωδία, κάτι που δεν θα το περίμενε κανείς από μια νεαρή ηθοποιό που είχε τελειώσει τη Δραματική πριν από ένα χρόνο. Ετσι, το καλοκαίρι του ’55 εμφανίζεται ως πρωταγωνίστρια ανάμεσα σε δύο γίγαντες της ελληνικής κωμωδίας: τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Μίμη Φωτόπουλο.

Την ίδια εποχή, ο ελληνικός κινηματογράφος άρχισε να γνωρίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην παρουσία του Φίνου, ο οποίος δεν ήθελε αρχικά να συμμετάσχει σε ταινία του η Τζένη Καρέζη. Το έκανε αφού δέχτηκε μεγάλη πίεση από τον Αλέκο Σακελάριο. Μάλιστα, λέγεται ότι η τελευταία φράση του Φίνου προς τον Σακελάριο ήταν: «Εντάξει, πάρ’ την αλλά την ευθύνη θα την έχεις εσύ».

Ετσι έκανε η Τζένη Καρέζη το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο με το «Λατέρνα, Φτώχεια Και Φιλότιμο». Μ’ αυτήν την ταινία η Καρέζη ξεκινά το χτίσιμο ενός άλλου μύθου που πήγαινε μαζί μ’ αυτόν της μεγάλης ηθοποιού: αυτόν της σταρ της μεγάλης οθόνης.

Ο κινηματογράφος και το θέατρο λειτουργούσαν στην περίπτωσή της σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Το ένα έτρεφε το άλλο. Γι’ αυτό το «Εθνικό» της προτείνει συνεργασία. Με ρόλους που έγραψαν ιστορία και είχαν τέτοια επιτυχία που έκαναν τις προτάσεις να πέφτουν βροχή. Η Τζένη Καρέζη έγινε περιζήτητη μεταξύ των θεατρικών αλλά και των κινηματογραφικών επιχειρηματιών. Μετά τη συνεργασία της με τον Σακελάριο θα συνεργαστεί με τον Γιώργο Ζερβό στη «Λίμνη των Πόθων».

Πρόκειται για ταινία υψηλής αισθητικής που θα προβληθεί σε ξένα φεστιβάλ. Μετά τα «Ναυάγια της Ζωής», όπου έπαιξε με τον Κώστα Κακκαβά και τον Ανδρέα Μπάρκουλη, θα παίξει στο «Τρελοκόριτσο», ταινία που θα την αναδείξει ως νεανικό ίνδαλμα. Ετσι, παράλληλα με την Αλίκη Βουγιουκλάκη το εγχώριο σταρ σύστεμ θα αποκτήσει και το αντίπαλο δέος, την Τζένη Καρέζη, αναβιώνοντας έτσι την καλλιτεχνική αντιπαλότητα της Κυβέλης με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, χωρίς όμως τις πολιτικές προεκτάσεις εκείνης της διαμάχης.

Γυρνώντας τον χρόνο πίσω και ανατρέχοντας στα αρχεία της σχολής του «Εθνικού», διακρίνεις την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και την Τζένη Καρέζη στην ίδια παρέα. Είναι η απτή απόδειξη ότι η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η Τζένη Καρέζη διάγουν «βίους παράλληλους» από τα πρώτα τους χρόνια στην υποκριτική. Εγιναν διάσημες την ίδια χρονιά. Γέννησαν τους γιους τους την ίδια χρονιά. Και πέθαναν τον ίδιο μήνα.

Μπορεί όλη η Ελλάδα να είχε χωριστεί σε δύο «στρατόπεδα» αλλά οι δύο σταρ ήταν πάντα μεταξύ τους φίλες.

Οταν μάλιστα η Βουγιουκλάκη έμαθε, τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο της Καρέζη, τη δική της αρρώστια πήρε τηλέφωνο τη μάνα της Τζένης, για να της πει: «Κυρία Θεώνη, θα πάω να συναντήσω την Τζένη».

Μια διαφορά ίσως ανάμεσα στις δύο σταρ είναι ότι η Καρέζη τόλμησε και σε πιο «δύσκολους» ρόλους. Και δεν ήταν μόνο τα «Κόκκινα Φανάρια» που έκαναν την Ελληνίδα σταρ να περπατήσει πάνω στο κόκκινο χαλί του Φεστιβάλ των Καννών. Ηταν οι ρόλοι που άρχισε να παίζει μετά τη γνωριμία της με τον Κώστα Καζάκο: το μεγάλο κεφάλαιο της ζωής της. «Το 1967 θεωρώ ότι είναι χρονιά-σταθμός στη ζωή μου. Γιατί τότε γνώρισα τον Κώστα. Χρωστάμε και οι δύο αιώνια ευγνωμοσύνη στον Φίνο, γιατί γνωριστήκαμε στην ταινία του "Κοντσέρτο για Πολυβόλα" όπου πρωταγωνιστούσαμε.»

Ο γάμος τους έγινε στις 5 Αυγούστου του 1968 μεταξύ λίγων φίλων και συγγενών. Δεν είχε καμία ομοιότητα με τον προηγούμενο, κοσμοπολίτικο γάμο της Τζένης Καρέζη με τον Ζάχο Χατζηφωτίου. «"Από τη στιγμή που τον γνώρισα κατάλαβα πόσο σημαντική είναι η προσωπική ζωή του ανθρώπου, ο σύντροφός σου στο σπίτι σου, το παιδί σου, η καριέρα σου"», θα πει η Τζένη Καρέζη για τον Κώστα Καζάκο.

Μετά το γάμο της η Τζένη Καρέζη θα κάνει τη στροφή προς τους «μεγάλους» ρόλους διαλέγοντας να ανεβάσει μαζί με τον άντρα της τη «Θεοδώρα». Στον κινηματογράφο, μετά το «Κοντσέρτο για Πολυβόλα» η επόμενη ταινία του ζευγαριού Καρέζη-Καζάκου θα είναι το «Αγάπη κι Αίμα» του Νίκου Φώσκολου. Για τη συνεργασία του με την Ελληνίδα σταρ ο Νίκος Φώσκολος έχει πει: «Δούλευε σαν σκυλί. Για τα γυρίσματα της ταινίας την έπαιρνε στη μία το βράδυ ένα αυτοκίνητο από το «Γκλόρια», που έπαιζε τότε, και την έφερνε στην Κωπαΐδα. Κοιμόταν περίπου τρεις ώρες, έτρωγε μια φέτα καρπούζι, γιατί έκανε εξαντλητική δίαιτα, και στις εφτά το πρωί ερχόταν στον κάμπο για τα γυρίσματα.»

Η δουλειά και τα ρίσκα που έπαιρνε όσον αφορά στους ρόλους που διάλεγε έφεραν τους καρπούς τους. Ενα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα της αδιάκοπης δουλειάς της ήταν η δημιουργία του δικού της θεάτρου, στο «Αθήναιον», που έγινε γνωστό και ως θέατρο «Τζένη Καρέζη». Το εγκαινίασε στις 17 Νοεμβρίου 1978 με το «Πολίτες Β’ Κατηγορίας» που σκηνοθέτησε ο άντρας της. Κι εκεί θα παίξει τους ρόλους που ονειρεύτηκε για τα υπόλοιπα δεκατέσσερα χρόνια της ζωής της: τη Βιρτζίνια Γουλφ, την Εντα Γκάμπλερ αλλά και τη «Μήδεια» στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο -στην τελευταία θα υποδυθεί την «Ηλέκτρα» το 1986-87.

Κι ενώ η Καρέζη είχε ανεβάσει τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ, παράσταση που γνώριζε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, τα πρώτα σημάδια της αρρώστιας της θα την αναγκάσουν να τη διακόψει απότομα. Η Καρέζη όμως δεν το έβαλε κάτω. Ανέβασε το «Διαμάντια και Μπλουζ» στο θέατρο. Έπαιξε στην τηλεοπτική σειρά «Μαύρη Χρυσαλλίδα». Μέχρι που έφυγε από τη ζωή, παρέμεινε αληθινή σταρ.

 Από το περιοδικό «Εικόνες» του Έθνους, 16 Νοεμβρίου 2008



Το διάβασα στο www.tvxs.gr, το βίντεο είναι από το www.youtube.com

"ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΧΑΛΙΜΑ" ΞΕΚΙΝΗΣΕ!

halima_book_digital_gr-3-1024x724

Η μικρή Χαλιμά είναι ένα κορίτσι που φεύγει από την άνυδρη χώρα της για να βρει και να φέρει τη βροχή. Είναι ένα παραμύθι για τα παιδιά πρόσφυγες. Ένα παραμύθι που με άλλα λόγια διηγείται τη δική τους πολύ δύσκολη, πολλές φορές τραγική ιστορία. Είναι όμως κι ένα παραμύθι για όλα τα παιδιά. Για να μάθουν αυτή την ιστορία.

Το εικονογραφημένο παιδικό παραμύθι δημιούργησε ο Νίκος Καλαϊτζίδης με τη βοήθεια της μη κερδοσκοπικής θεατρικής ομάδας «mermiξ» και δεκάδες εθελοντές, οι οποίοι, μάλιστα, το μετέφρασαν στα αραβικά, τα περσικά (φαρσί) και περίπου άλλες 20 γλώσσες!

«Επειδή το τελευταίο πράγμα που θα έπαιρναν μαζί τους τα παιδιά πρόσφυγες είναι ένα βιβλίο, θέλαμε να τους δώσουμε την ευκαιρία να απασχοληθούν δημιουργικά αλλά και να ενημερώσουμε τα υπόλοιπα παιδιά για το δύσκολο ταξίδι των προσφύγων και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Νίκος Καλαϊτζίδης.

Βασίστηκε σε παραδοσιακά συριακά λαϊκά παραμύθια και μιλάει για τη Χαλιμά που θέλει να φτάσει στη γη της βροχής. Για να τα καταφέρει πρέπει να περάσει από πολλές χώρες στις οποίες θα κάνει πολλούς καινούργιους φίλους.

Οι δημιουργοί του εκτός από το να μπορέσουν να διασκεδάσουν τα παιδιά θέλουν να τους προσφέρουν και κάποιες στιγμές δύναμης και ελπίδας.


Γι’ αυτό τον λόγο έχουν βγάλει από το βιβλίο κάθε μορφή βίας που συναντάμε συχνά σε λαϊκά παραμύθια. Δεν υπάρχει «κακός» και όλοι οι άνθρωποι είναι ευγενικοί. Δεν υπάρχουν βασιλιάδες ή πριγκίπισσες και δεν υπάρχουν θρησκευτικές αναφορές.

Ειδική μέριμνα έχει ληφθεί για να δημιουργηθεί μια ιστορία σύγχρονη, πολυπολιτισμική και διαπολιτισμική, υπό την καθοδήγηση ακαδημαϊκών που ειδικεύονται στον τομέα αυτό.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες. Η πρώτη είναι εικονογραφημένη για τους μικρούς αναγνώστες. Οι επόμενες είναι διαδραστικές. Τα παιδιά μπορούν να χρωματίσουν τις εικόνες, να γράψουν τις δικές τους ιστορίες, σκέψεις και ζωγραφιές. Κάθε βιβλίο θα συνοδεύεται από μπογιές και στυλό.


Το βιβλίο διατίθεται δωρεάν, σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή. Η έντυπη έκδοση θα διανεμηθεί στα παιδιά των προσφύγων κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην Ελλάδα. Στόχος είναι να τυπωθούν και να διανεμηθούν 15000 περίπου αντίτυπα.

Η ηλεκτρονική έκδοση του βιβλίου είναι διαθέσιμη εδώ σε διάφορες γλώσσες και είναι δωρεάν για να την κατεβάσετε, να την τυπώσετε και να τη μοιραστείτε.

Για το ηλεκτρονικό στα ελληνικά κάντε κλικ εδώ


Η χρηματοδότηση της εκτύπωσης και της προώθησης του παραμυθιού γίνεται αποκλειστικά από δωρεές ατόμων από όλο τον κόσμο που θέλουν βοηθήσουν τα παιδιά πρόσφυγες και να τους προσφέρουν μέσα από αυτό το παραμύθι περισσότερα χαμόγελα.

Για τους τρόπους που μπορεί ο καθένας να βοηθήσει μπορεί να ενημερωθεί από την σελίδα της ομάδαςwww.thejourneyofhalima.com ή να επικοινωνήσει μαζί τους.

Το διάβασα στο pappanna.wordpress.com

ΒΙΝΤΕΟ: "ΜΙΛΑ"

Αποτέλεσμα εικόνας για μιλα-σεξουαλική κακοποίηση

Μίλα σε κάποιον που εμπιστεύεσαι. Ένα animation video για παιδιά ηλικίας 9 έως 13 χρόνων τους εξηγεί απλά και κατανοητά τρόπο τι είναι η σεξουαλική κακοποίηση 

ΠΕΡΣΑ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ 21.11.2016



Ένα μικρό κορίτσι και ο αδερφός της, γίνονται θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, από οικογενειακό φίλο. Προκείμενου να σηματοδοτήσει την πρώτη έκδοση του Συμβουλίου της Ημέρας της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική εκμετάλλευση και σεξουαλική κακοποίηση, το βίντεο κινουμένων σχεδίων «Μίλα σε κάποιον που εμπιστεύεσαι» κυκλοφόρησε με σκοπό να ενημερώσει παιδιά ηλικίας 9 έως 13 για τη σεξουαλική βία που ασκείται στον κύκλο εμπιστοσύνης τους αλλά και πώς να μιλήσουν γι αυτήν

Η ενημέρωση των παιδιών είναι σημαντική, ώστε να κατανοήσουν από μικρή ηλικία ότι κανείς δεν μπορεί να τα αναγκάσει να κάνουν κάτι που δεν θέλουν με το σώμα τους και δεν είναι ντροπή να μιλήσουν σε κάποιον δικό τους. Το βίντεο έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και κάνει το γύρο του πλανήτη. 

 Πηγή: www.doctv.gr

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ : "ΑΠΟ ΤΙ ΖΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ"

32art_06_03

Μια ιστορία σαν ξυπνητήρι της αθωότητάς μας……

Με τι τρόπο να μιλήσει κανείς και να επικοινωνήσει με τους άλλους σε τέτοιους καιρούς σκοτεινιάς; Σε καιρούς που κανείς δεν μπορεί ούτε θέλει ν’ ακούσει κανέναν. Ίσως μια παραβολή, ένα παραμύθι που ξαναθυμίζει τα αυτονόητα να είναι ο τρόπος.

Το διήγημα του Λ. Τολστόι «Από τι ζουν οι άνθρωποι» είναι ένα παραμύθι για μεγάλους που μιλάει ακριβώς γι’ αυτό το αυτονόητο που όμως όλοι γύρω μοιάζει να έχουν ξεχάσει.. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ζουν επειδή φροντίζουν τους εαυτούς τους, στην πραγματικότητα όμως η αγάπη είναι εκείνη που τους κάνει να ζουν.



Hutte Dans Un Paysage De Montagne, Galipan by Camille Pissarro

ΉΤΑΝΕ μια φορά ένας τσαγκάρης που τον έλεγαν Σίμωνα. Ο άνθρωπος αυτός, που δεν είχε σπίτι δικό του μήτε χωράφι δικό του, ζούσε με τη γυναίκα του και τα παιδιά του σ’ ένα χωριάτικο καλύβι και κέρδιζε το ψωμί του με τη δουλειά του. Η δουλειά του ήταν φτηνή μα το ψωμί ακριβό κι όσα κι αν κέρδιζε, τα ξόδευε για την τροφή τους. Μαζί με τη γυναίκα του μοιραζότανε μόνο μια προβιά για χειμωνιάτικο πανωφόρι αλλ’ ακόμα κι αυτή ήτανε τόσο πολυκαιρισμένη, που ‘χε καταντήσει ξεφτίδια και τούτη δεν ήταν η δεύτερη χρονιά που τον έβρισκε με τη λαχτάρα ν’ αγοράσει μερικές προβιές για καινούριο πανωφόρι. Μέχρι να ‘ρθει ο χειμώνας, ο Σίμωνας είχε εξοικονομήσει λίγα λεφτά: ένα χαρτονόμισμα των τριών ρουβλιών που το ‘χε κρύψει στο κουτί της γυναίκας του κι άλλα πέντε ρούβλια και είκοσι κα-πίκια που του χρώσταγαν πελάτες στο χωριό.

Έτσι, ένα πρωί ετοιμάστηκε να πάει στο χωριό για ν’ αγοράσει τις προβιές. Φόρεσε το πουκάμισό του, την αλατζαδένια καζάκα της γυναίκας του για φόδρα κι από πάνω το δικό του σακάκι. Έβαλε στην τσέπη του τα τρία ρούβλια, έκοψε ένα κλωνάρι για να το χρησιμοποιήσει σαν ραβδί και ξεκίνησε, αφού έφαγε το πρωινό του.

«Θα μαζέψω τα πέντε ρούβλια που μου χρωστάνε», σκεφτόταν, «θα προσθέσω και τα τρία που ‘χω μαζί μου και θα ‘χω όσα μου χρειάζονται ν’ αγοράσω προβιές για το χειμωνιάτικο πανωφόρι».

Σαν έφτασε στο χωριό, πέρασε απ’ το σπιτοκάλυβο κάποιου χωριάτη αλλά εκείνος έλειπε. Η γυναίκα του χωριάτη έδωσε την υπόσχεση πως τα λεφτά θα του τα πλήρωναν την άλλη βδομάδα αλλ’ αυτή δεν μπορούσε να τα πληρώσει μοναχή της. Μετά ο Σίμωνας πέρασε από κάποιον άλλο χωριάτη, μα τούτος δω ορκίστηκε πως δεν είχε λεφτά και θα του πλήρωνε μονάχα είκοσι καπίκια που χρώσταγε για ένα ζευγάρι μπότες που είχε επισκευάσει ο Σίμωνας. Ο Σίμωνας τότε δοκίμασε ν’ αγοράσει βερεσέ τις προβιές αλλά ο έμπορος δεν του ‘χε εμπιστοσύνη.

«Φέρε τα λεφτά σου», είπε, «και μετά μπορείς να πάρεις τις προβιές. Ξέρω τι σημαίνει να μαζεύεις λεφτά που σου χρωστάνε».

Έτσι, το μόνο που κατάφερε ο τσαγκάρης ήταν να πάρει τα είκοσι καπίκια για τις μπότες που είχε επισκευάσει και δυο τσόχινα παπούτσια που του ‘δωσε ένας χωριάτης για να τα σολιάσει.

Ο Σίμωνας ένιωθε αποκαρδιωμένος. Ξόδεψε τα είκοσι καπίκια πίνοντας βότκα και κίνησε για το σπίτι του, δίχως να ‘ χει αγοράσει καμιά προβιά. Το πρωί τον είχε περονιάσει παγωνιά. Τώρα, όμως, αφού ήπιε τη βότκα, ένιωθε ζεστός, ακόμα και χωρίς πανωφόρι από προβιά. Έσερνε τα βήματα του χτυπώντας το μπαστούνι του πάνω στην παγωμένη γη με το ‘να χέρι, κουνώντας με τ’ άλλο τα τσόχινα παπούτσια και μονολογώντας:

«Νιώθω ζεστός, μόλο που δε φοράω προβιά. Ήπια μια γουλιά και ζεστοκοπήθηκα, αυτό είν’ όλο. Δε χρειάζομαι προβιές. Προχωράω το δρόμο μου και δε δίνω δεκάρα για τίποτα. Έτσι είναι εμένα η φτιαξιά μου! Τι με νοιάζει εμένα! Εγώ μπορώ να ζήσω και χωρίς προβιές. Δε μου χρειάζονται. Η γυναίκα μου θα στεναχωρεθεί, βέβαια. Και, για να λέμε την αλήθεια, είναι ντροπή! Να δουλεύεις ολημερίς και στα ύστερα να μην πληρώνεσαι. Για στάσου! Αν δε μου φέρεις πίσω εκείνα τα λεφτά, θα σε γδάρω, έχεις το λόγο μου. Τ’ είναι πάλι αυτό; Να πληρώνει είκοσι καπίκια τη φορά! Τι μπορώ να κάνω με είκοσι καπίκια, μου λες; Να τα πιω! Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω! Πανί με πανί είναι, λέει! Μπορεί — αλλά με μένα τι γίνεται! Εσύ έχεις σπίτι και πρόβατα κι απ’ όλα. Εγώ τι έχω; Εσύ φυτεύεις δικό σου καλαμπόκι, εγώ αναγκάζομαι ν’ αγοράσω και τον παραμικρότερο σπόρο. Πρέπει να ξοδεύω τρία ρούβλια τη βδομάδα μονάχα για ψωμί. Έρχομαι σπίτι μου και δε βρίσκω μήτε ψίχουλο και αναγκάζομαι να πληρώσω άλλο ενάμισι ρούβλι. Γι’ αυτό πλήρωσε ό,τι χρωστάς κι άσε τα πολλά λόγια!»



“Farmyard with a Beggar” by Cornelis Van Dalem

Εκείνη τη στιγμή κοντοζύγωνε στο αλτάρι, εκεί που έστριβε ο δρόμος. Σηκώνοντας τα μάτια του, είδε κάτι ν’ ασπρίζει πίσω από το αλτάρι. Το φως της μέρας χαμήλωνε κι ο τσαγκάρης κοίταζε το άσπρο εκείνο πράγμα, χωρίς να μπορεί να ξεδιακρίνει τι ακριβώς ήταν.

«Δεν υπήρχε μέχρι τώρα άσπρη πέτρα εδώ. Να είναι, τάχα, κάνα βόδι; Δε φαίνεται, πάντως,για βόδι. Έχει κεφάλι σαν άνθρωπος, μόνο που ναι πολύ άσπρο. Και τι μπορεί, τάχα, να κάνει ένας άνθρωπος εδώ πέρα;»

Πλησίασε πιο κοντά, έτσι που μπόρεσε και το ‘δε καθαρά. Κατάπληκτος, αντίκρισε πραγματικά έναν άνθρωπο (ζωντανός; πεθαμένος;) που καθόταν ολόγυμνος, ν’ ακουμπάει ασάλευτος πάνω στο αλτάρι. Τρόμος τόνε κυρίεψε τον τσαγκάρη.



Nikolai GE. “Forgive me, my hosts…”. 1886

«Κάποιος φαίνεται τόνε σκότωσε», σκέφτηκε, «τον έγδυσε τσιτσίδι και τον παράτησε δω πέρα. Αν ανακατευτώ, είναι σίγουρο πως θα βρω κάνα μπελά».

Έτσι, λοιπόν, ο τσαγκάρης συνέχισε το δρόμο του. Πέρασε μπροστά από το αλτάρι για να μη δει τον άνθρωπο. Είχε προχωρήσει κάμποσο όταν γύρισε να κοιτάξει. Είδε τότε πως ο άντρας αυτός δεν ακούμπαγε πια πάνω στο αλτάρι, μα αργοσάλευε, σάμπως και κοίταζε κατά τη μεριά του. Ο τσαγκάρης ένιωσε να τρομάζει ακόμα πιο πολύ από πριν και σκέφτηκε:

«Να ξαναγυρίσω κοντά του ή να συνεχίσω το δρόμο μου; Αν τόνε πλησιάσω, μπορεί κάτι τρομερό να συμβεί. Ποιος ξέρει τι λογής άνθρωπος είναι! Δεν έχει έρθει εδώ πέρα για καλό. Αν πάω κοντά του, μπορεί να τιναχτεί απάνω και να μ’ αρπάξει απ’ το λαιμό και τότε δε θα μπορώ να του ξεφύγω. Αν όχι, θα μου γίνει βάρος. Τι μπορώ, τάχα, να κάνω μ’ έναν άνθρωπο όπως τον γέννησε η μάνα του; Θα μπορούσα να του δώσω τα τελευταία μου ρούχα. Μακάρι να δώσει ο Θεός να ξεφύγω!»

Έτσι, ο τσαγκάρης συνέχισε βιαστικός το δρόμο του, αφήνοντας πίσω του το αλτάρι, όταν άξαφνα η συνείδηση του άρχισε να τον βασανίζει και τον έκανε να σταματήσει καταμεσής στο δρόμο.

«Τι πας να κάνεις, Σίμωνα;» έκανε μέσα του. «Ο άνθρωπος μπορεί και να πεθάνει από ανάγκη κι εσύ γλιστράς μακριά του φοβισμένος. Γίνηκες, τάχα, τόσο πλούσιος που να φοβάσαι τους κλέφτες; Α, Σίμωνα, ντροπή σου!»



A Beggar seated warming his Hands at a Chafing Dish,
by Rembrandt Van Rijn


Έτσι, λοιπόν, γύρισε πίσω μπρος και κατευθύνθηκε προς τον άνθρωπο.

Ο Σίμωνας πλησίασε τον ξένο, τόνε κοίταξε και είδε πως ήταν ένας νέος άντρας, χωρίς μώλωπες στο κορμί του, μα έτρεμε απ’ το κρύο κι ήτανε φοβισμένος. Καθόταν εκεί πέρα ακουμπώντας πίσω, χωρίς να κοιτάξει τον Σίμωνα, ανήμπορος, θαρρείς, να σηκώσει τα μάτια του. Ο Σίμωνας πήγε κοντά του και τότε ο νέος φάνηκε να ξυπνά. Στρέφοντας το κεφάλι του, άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε κατάματα τον Σίμωνα. Εκείνο το μοναδικό βλέμμα ήταν αρκετό για να κάνει τον Σίμωνα να τον συμπαθήσει. Πέταξε καταγής τα τσόχινα παπούτσια, έλυσε τη ζώνη του, την έριξε πάνω στα παπούτσια κι έβγαλε το πανωφόρι του.

«Δεν είν’ ώρα για κουβέντες», είπε. «Έλα, φόρεσε αμέσως αυτό το πανωφόρι!»

Κι ο Σίμωνας έπιασε το νέο απ’ τους αγκώνες και τον βοήθησε να σηκωθεί. Καθώς στεκόταν όρθιος εκεί πέρα, ο Σίμωνας είδε πως το κορμί του ήταν καθαρό και άσπιλο, τα χέρια του και τα πόδια του ομορφοκαμωμένα και το πρόσωπό του καλοκάγαθο κι ευγενικό. Έριξε το πανωφόρι του πάνω απ’ τους ώμους του νέου αλλ’ αυτός δεν μπορούσε να βρει τα μανίκια. Ο Σίμωνας πήρε τα χέρια του και τα οδήγησε κι αφού του φόρεσε καλά το πανωφόρι, το τύλιξε γύρω του σφιχτά δένοντας τη ζώνη γύρω απ’ τη μέση του.

Ο Σίμωνας έβγαλε ακόμα και το σκισμένο σκούφο του για να τόνε φορέσει στο κεφάλι του νέου, μα τότε ένιωσε το δικό του κεφάλι να κρυώνει και συλλογίστηκε: «Εγώ ‘μαι τελείως φαλακρός, ενώ αυτός έχει μακριά σγουρά μαλλιά». Έτσι, ξαναφόρεσε το σκούφο στο κεφάλι του. «Καλύτερα να του δώσω κάτι να φορέσει στα πόδια», σκέφτηκε. Κι αφού έβαλε το νέο να καθίσει, τον βοήθησε να φορέσει τα τσόχινα παπούτσια λέγοντας:

«Εντάξει, φίλε, τώρα κουνήσου να ζεσταθείς. Τα υπόλοιπα θα ταχτοποιηθούν αργότερα. Μπορείς να περπατήσεις;»

Ο νέος σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε ευγενικά τον Σίμωνα, μα δεν μπορούσε να πει ούτε μια λέξη.

«Γιατί δε μιλάς;» ρώτησε ο Σίμωνας. «Κάνει πολύ κρύο για να μείνουμε κι άλλο εδώ πέρα. Πρέπει να πάμε σπίτι. Έλα τώρα, πάρε το μπαστούνι μου κι αν νιώσεις αδυναμία, στηρίξου πάνω του. Περπάτα!»

Ο νέος άρχισε να βαδίζει και κινιόταν εύκολα, δίχως να μένει πίσω. Καθώς πήγαιναν, ο Σίμωνας τον ρώτησε:

«Κι από πούθε είσαι;»

«Δεν είμαι απ’ αυτά τα μέρη».

«Έτσι είπα κι εγώ. Τους ξέρω όλους εδώ τριγύρω. Πώς έγινε, όμως, και βρέθηκες εκεί πλάι στο αλτάρι;»

«Δεν μπορώ να σου πω».

«Μην και σε λήστεψε κανένας;»

«Κανένας δε με λήστεψε. Με τιμώρησε ο Θεός».

«Ο Θεός, βέβαια, όλα τα κανοναρχά. Πρέπει, πάντως, να βρεις κάπου στέγη και τροφή. Πού θα ‘θελες να πας;»

«Όπου και να πάω, το ίδιο θα ‘ναι για μένα».

Ο Σίμωνας παραξενεύτηκε. Ο νέος δεν έδειχνε γι’ αλήτης. Μιλούσε ευγενικά αλλά δεν έκανε καμιά νύξη για τον εαυτό του. Ο Σίμωνας σκεφτόταν διαρκώς: «Ποιος ξέρει τι μπορεί να ‘χει συμβεί;» Και είπε στον ξένο:

«Τότε, λοιπόν, έλα σπίτι μαζί μου, τουλάχιστον να ζεσταθείς λιγάκι».

Έτσι ο Σίμωνας κίνησε για το σπίτι κι ο ξένος τον ακολούθησε βαδίζοντας πλάι του. Είχε σηκωθεί αέρας κι ο Σίμωνας τον ένιωθε κρύο κάτω απ’ το πουκάμισο του. Το μεθύσι τώρα του περνούσε κι άρχισε να νιώθει την παγωνιά. Περπατούσε βαριανασαίνοντας και τυλίγοντας γύρω στο κορμί του το πανωφόρι της γυναίκας του, ενώ συλλογιζόταν:

«Ωραία τα κατάφερα! Βγήκα για ν’ αγοράσω προβιές και γυρίζω στο σπίτι μου δίχως πανωφόρι στη ράχη μου και, το χειρότερο, κουβαλάω μαζί μου κι έναν άνθρωπο γυμνό! Η Ματριόνα θα πετάξει απ’ τη χαρά της».

Και καθώς σκέφτηκε τη γυναίκα του, τον έπιασε θλίψη. Μα σαν είδε τον ξένο και θυμήθηκε με ποιο τρόπο τον είχε κοιτάξει στο αλτάρι, η καρδιά του γέμισε με μια γλυκιά χαρά.

Η γυναίκα του Σίμωνα τα είχε ετοιμάσει όλα εκείνη την ημέρα. Είχε κόψει ξύλα, είχε φέρει νερό, είχε ταΐσει τα παιδιά, είχε φάει κι αυτή το μερτικό της και τώρα καθόταν συλλογισμένη. Αναρωτιόταν πότε έπρεπε να φτιάξει ψωμί: τώρα ή αύριο; Απέμενε ακόμα ένα μεγάλο κομμάτι.

«Αν έχει τσιμπήσει κάτι ο Σίμωνας στην πόλη», σκεφτόταν, «και δε φάει πολύ για δείπνο, το ψωμί θα μας φτάσει γι’ άλλη μια μέρα».

Ζύγιζε το κομμάτι το ψωμί στα χέρια της, πάλι και πάλι, και σκεφτόταν.• «Δε θα φτιάξω άλλο για σήμερα. Έχουμε αλεύρι ίσα ίσα για ένα καρβέλι ακόμα. Μπορούμε, με κάποια οικονομία, να μας φτάσει ως την Παρασκευή».

Έτσι, η Ματριόνα έβαλε κατά μέρος το ψωμί και κάθισε στο τραπέζι για να μπαλώσει το πουκάμισο του άντρα της. Κι ενώ καταγινότανε μ’ αυτή τη δουλειά, σκεφτόταν πώς, τάχα, ο άντρας της ν’ αγόρασε προβιές για χειμωνιάτικο πανωφόρι.

«Φτάνει μονάχα να μην τόνε ξεγέλασε ο έμπορος. Είναι τόσο αγαθός ο αντρούλης μου! Κανένα δεν μπορεί να ξεγελάσει αλλά μπορεί να τον τουμπάρει κι ένα μικρό παιδί. Οχτώ ρούβλια είναι πολλά λεφτά. Πρέπει ν’ αγοράσει καλό πανωφόρι μ’ αυτή την τιμή. Όχι τίποτα παλιοδέρματα, μα ένα πανωφόρι με τα όλα του. Τι τράβηξα τον περασμένο χειμώνα δίχως πανωφόρι ζεστό! Δεν μπορούσα μήτε στο ποτάμι να κατέβω μήτε και να βγω έξω να πάω πουθενά. Κι εκείνος, σαν έβγαινε έξω, φόραγε πάνω του ό,τι είχαμε και δεν είχαμε και δεν έμενε τίποτα για μένα. Σήμερα δεν έφυγε πολύ νωρίς, μα έπρεπε να ‘χει γυρίσει εδώ και ώρα. Μακάρι να μην το ‘χει ρίξει στο γλεντοκόπι!»



Drunkard Being Taken Home From The Tavern By His Wife by Pieter The Younger Brueghel

Δεν πρόκαμε η Ματριόνα να τελειώσει την σκέψη της όταν άκουσε βήματα στο κατώφλι και κάποιον να μπαίνει. Κάρφωσε τη βελόνα της στο ρούχο που μπάλωνε και βγήκε στο διάδρομο. Αντίκρισε δυο άντρες: τον Σίμωνα και, μαζί του, έναν άντρα ξεσκούφωτο που φόραγε τσόχινα παπούτσια.

Η Ματριόνα πρόσεξε αμέσως πως ο άντρας της μύριζε αλκοόλ. «Δεν είμαστε καλά! Τα ‘χει πιει!» συλλογίστηκε.

Κι όταν είδε πως δε φόραγε πανωφόρι, παρά μονάχα την καζάκα της πάνω από τους ώμους, και πως δεν κράταγε κανένα δέμα, στάθηκε εκεί βουβή και κατάπληκτη, με την καρδιά της έτοιμη να σπάσει απ’ την απογοήτευση. «Πήρε τα λεφτά και τα ‘πιε», σκέφτηκε. «Θα το ‘ριξε στο μεθύσι με κάναν ανεπρόκοπο που τον κουβάλησε και στο σπίτι».

Η Ματριόνα τους έκανε τόπο να περάσουν μες στην καλύβα, μπήκε πίσω τους κι αυτή και είδε πως ο ξένος ήταν ένας νέος λεπτός άντρας που φόραγε το πανωφόρι του άντρα της. Δεν είδε να φοράει πουκάμισο κάτω απ’ το πανωφόρι κι ούτε καπέλο στο κεφάλι του. Σαν μπήκε μέσα, στάθηκε ασάλευτος με τα μάτια του χαμηλωμένα: «Πρέπει να ‘ναι κακός άνθρωπος», σκέφτηκε η Ματριόνα. «Φοβάται!»

Η Ματριόνα κατσούφιασε και στάθηκε πλάι στο τζάκι κοιτάζοντας να δει τι θα έκαναν.
Ο Σίμωνας έβγαλε το σκούφο του και κάθισε στον πάγκο, σαν να μην έτρεχε τίποτα.

«Έλα, Ματριόνα. Αν είν’ έτοιμο το φαΐ, φέρε μας να φάμε».

Η Ματριόνα μουρμούρισε κάτι ανάμεσα στο δόντια της και δε σάλεψε, παρά έμεινε εκεί που ήταν, πλάι στο τζάκι.Κοίταξε πρώτα τον ένα κι έπειτα τον άλλο και κούνησε μονάχα το κεφάλι της. Ο Σίμωνας κατάλαβε πως η γυναίκα του είχε ενοχληθεί αλλά προσπάθησε να κάνει τον ανήξερο. Καμώθηκε πως δεν πρόσεξε τίποτα κι έπιασε τον ξένο απ’ το χέρι.

«Κάτσε, φίλε», είπε, «να φάμε κατιτίς». Ο ξένος κάθισε στον πάγκο.

«Δε μας έχεις μαγειρέψει τίποτα;» ρώτησε ο Σίμωνας. Η Ματριόνα έβραζε από θυμό.

«Μαγείρεψα, μα όχι για σας. Μου φαίνεται πως έχεις χάσει το μυαλό σου απ’ το πιοτό. Πήγες ν’ αγοράσεις μια προβιά αλλά γυρίζεις σπίτι χωρίς να φοράς μήτε το πανωφόρι που φόραγες σαν έφυγες και κουβαλάς μαζί σου κι ένα γυμνό θεομπαίχτη κι από πάνω. Δεν έχω φαΐ για μεθύστακες, σαν του λόγου σας».

«Φτάνει, Ματριόνα. Μη βρίζεις χωρίς λόγο! Καλύτερα να ρωτήσεις τι λογής άνθρωπο —»

«Κι εσύ να μου πεις τι τα ‘κανες τα λεφτά». Ο Σίμωνας έψαξε την τσέπη της καζάκας, έβγαλε το χαρτονόμισμα των τριών ρουβλιών και το ξεδίπλωσε.

«Να τα τα λεφτά. Ο Τρίφονοφ δεν πλήρωσε, μα υποσχέθηκε να πληρώσει σύντομα».

Η Ματριόνα θύμωσε ακόμα πιο πολύ. Δε φτάνει που δεν είχε αγοράσει τις προβιές, μα είχε δώσει και το μοναδικό του πανωφόρι να το φορέσει ένας γδυμνός που τον κουβάλησε, μάλιστα, και στο σπίτι τους.
Άρπαξε το χαρτονόμισμα απ’ το τραπέζι, το πήρε για να το σιγουρέψει κάπου και είπε:

«Δεν έχω φαΐ για σας. Θαρρείς ότι μπορώ να ταΐζω όλους τους ξεγυμνωμένους μεθύστακες του κόσμου;»

«Έλα τώρα, Ματριόνα, κράτα κομμάτι τη γλώσσα σου. ‘Ακου πρώτα τι έχει να σου πει ένας άνθρωπος!»

«Ποιος ξέρει τι σοφίες θ’ ακούσω από έναν τρελομεθύστακα! Είχα δίκιο που δεν ήθελα να σε παντρευτώ — ένα μεθύστακα! Τα λινά που μου ‘δωκε η μάνα μου τα ήπιες. Και τώρα βγήκες ν’ αγοράσεις πανωφόρι και το ‘πιες κι αυτό!»

Ο Σίμωνας πάσχιζε να εξηγήσει στη γυναίκα του πως είχε ξοδέψει είκοσι καπίκια μοναχά, πάσχιζε να της πει πως είχε βρει το νέο αυτόν — μα η Ματριόνα δεν τον άφησε να σταυρώσει ούτε λέξη. Μια κουβέντα έλεγε ο άντρας της, πενήντα εκείνη και θυμήθηκε πράγματα που ‘χανε γίνει πριν από δέκα χρόνια.
Η Ματριόνα δεν έλεγε να βάλει γλώσσα μέσα της και στο τέλος όρμησε πάνω στον Σίμωνα και τον άρπαξε από το μανίκι.

«Δώσε μου την καζάκα μου. Είναι το μόνο ρούχο που έχω κι είσ’ εσύ που έρχεσαι και τήνε παίρνεις από μένα για να τη φοράς. Δώσε μού τη, κοπρόσκυλο, που να σε πάρει ο διάολος!»

Ο Σίμωνας άρχισε να βγάζει την καζάκα και γύρισε ένα μανίκι το μέσα έξω. Η Ματριόνα άρπαξε την καζάκα τόσο απότομα, που σκίστηκαν οι ραφές της. Την τράβηξε, την έριξε πάνω απ’ το κεφάλι της και πήγε προς την πόρτα. Είχε σκοπό να βγει έξω, μα στάθηκε αναποφάσιστη — ήθελε να ξεσπάσει την οργή της, μα ήθελε και να μάθει τι σόι άνθρωπος ήταν ο ξένος.

Η Ματριόνα σταμάτησε και είπε:

«Αν ήταν καλός άνθρωπος, δε θα ‘τανε γδυμνός. Κοίτα χάλια! Μήτε πουκάμισο δε φοράει. Αν ήταν εντάξει, θα ‘λεγες πού τον συνάντησες».

«Αυτό ακριβώς πασχίζω κι εγώ να σου πω», είπε ο Σίμωνας. «Έτσι όπως ζύγωνα στο αλτάρι, τον είδα να κάθεται ολοτσίτσιδος και παγωμένος. Κι ο καιρός δε σηκώνει αστεία να κάθεσαι ετσιδά ολοτσίτσιδος! Ευτυχώς που μ’ έστειλε ο Θεός, διαφορετικά θα ‘χε πεθάνει. Τι να ‘κανα; Πώς ξέρουμε τι μπορεί να του ‘χει συμβεί; Τον πήρα, λοιπόν, τον έντυσα και τον κουβάλησα μαζί μου. Μη θυμώνεις τόσο πολύ, Ματριόνα. Είναι αμαρτία. Μην ξεχνάς, θα πεθάνουμε όλοι κάποια μέρα».

Οργισμένες κουβέντες ανέβηκαν ως τα χείλη της Ματριόνας, μα κοίταξε τον ξένο και σώπασε. Ο νέος καθόταν άκρη άκρη στον πάγκο, ασάλευτος, με τα χέρια του διπλωμένα πάνω στα γόνατά του, με το κεφάλι του ριγμένο στο στήθος του, με τα μάτια του κλειστά και με σμιχτά τα φρύδια, σαν να πόναγε πολύ. Η Ματριόνα απόμενε βουβή κι ο Σίμωνας είπε:

«Ματριόνα, δεν έχεις στάλα αγάπη του Θεού;»

Άκουσε τούτα τα λόγια η Ματριόνα και καθώς κοίταζε τον ξένο, η καρδιά της άξαφνα μαλάκωσε. Ξαναγύρισε απ’ την πόρτα και, πηγαίνοντας στο τζάκι, έβγαλε το βραδινό φαγητό. Απίθωσε μια κούπα στο τραπέζι κι έριξε μέσα λίγο κβας . Έφερε μετά το τελευταίο κομμάτι ψωμί κι έβγαλ’ ένα μαχαίρι και κουτάλια.

«Φάε, αν θες», είπε.

Ο Σίμωνας τράβηξε τον ξένο στο τραπέζι. «Πάρε τη θέση σου, νεαρέ», είπε.

Ο Σίμωνας έκοψε το ψωμί, το έτριψε μέσα στον κρεατοζωμό και άρχισαν να τρώνε. Η Ματριόνα κάθισε στη γωνιά του τραπεζιού στηρίζοντας το κεφάλι της πάνω στο χέρι της και κοιτάζοντας τον ξένο.
Και η Ματριόνα λυπήθηκε τον ξένο κι άρχισε να τον συμπαθεί. Κι αμέσως το πρόσωπο του ξένου φωτίστηκε. Τα φρύδια του δεν ήταν πια σμιχτά. Σήκωσε το κεφάλι του και χαμογέλασε στη Ματριόνα.

Όταν απόφαγαν, η γυναίκα σήκωσε τα πράγματα απ’ το τραπέζι κι άρχισε να κάνει στον ξένο ερωτήσεις.


«Από πού είσαι;» του είπε.

«Δεν είμαι απ’ αυτά τα μέρη».

«Πώς έγινε, όμως, και βρέθηκες στο δρόμο;»

«Δεν μπορώ να σας πω».

«Μήπως σε λήστεψε κανείς;»

«Ο Θεός με τιμώρησε».

«Και καθόσουν εκεί πέρα ολοτσίτσιδος;»

«Ναι, γδυμνός και παγωμένος. Ο Σίμων με είδε και με λυπήθηκε. Έβγαλε το πανωφόρι του, μου το φόρεσε και μ’ έφερε εδώ πέρα. Κι εσείς μου δώσατε να φάω, μου δώσατε να πιω και μου δείξατε συμπόνια. Ο Θεός θα σας ανταμείψει!»

Η Ματριόνα σηκώθηκε, πήρε απ’ το παράθυρο το παλιοπουκάμισο του Σίμωνα που μπάλωνε και το έδωσε στον ξένο. Του έφερε κι ένα παντελόνι.

«Πάρ’ το», είπε, «βλέπω πως δε φοράς πουκάμισο. Φόρεσε το και ξάπλωσε όπου σ’ αρέσει, στο παραγώνι ή στο τζάκι» .

Ο ξένος έβγαλε το πανωφόρι, φόρεσε το πουκάμισο και ξάπλωσε στο παραγώνι. Η Ματριόνα έσβησε το κερί, πήρε το πανωφόρι και ανέβηκε στο τζάκι, εκεί που ‘χε πλαγιάσει ο άντρας της.

Η Ματριόνα τράβηξε πάνω της το πανωφόρι και πλάγιασε κι αυτή, μα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Δεν μπορούσε να βγάλει τον ξένο από το νου της.

Σαν θυμήθηκε πως ο ξένος είχε φάει το τελευταίο κομμάτι ψωμί που τους είχε απομείνει και πως δεν υπήρχε μήτε ψίχουλο για αύριο, σαν συλλογίστηκε το πουκάμισο και το παντελόνι που ‘χε χαρίσει, ένιωσε να την κυριεύει η λύπη. Μα σαν έφερε στο νου της τον τρόπο που της χαμογέλασε, η καρδιά της γέμισε χαρά.

Κάμποσο έμεινε ξυπνητή η Ματριόνα και πρόσεξε ότι κι ο Σίμωνας δεν κοιμόταν — τράβαγε το πανωφόρι προς αυτόν.

«Σίμωνα!»

«Τ’ είναι;»

«Φάγατε το τελευταίο κομμάτι ψωμί και δεν ξέρω τι θα κάνουμε αύριο. Μπορεί να δανειστώ λίγο απ’ τη γειτόνισσα, τη Μάρθα».

«Αν ζούμε ως αύριο, κάτι θα βρούμε να φάμε». Η γυναίκα έμεινε έτσι για λίγο και έπειτα είπε: «Φαίνεται καλός άνθρωπος αλλά γιατί δε μας λέει ποιος είναι;»

«Έχει τους λόγους του, φαντάζομαι».

«Σίμων!»

«Έλα».

«Εμείς δίνουμε. Ωραία! Γιατί, όμως, κανένας δε μας δίνει τίποτα εμάς;»

Ο Σίμωνας δεν ήξερε τι ν’ αποκριθεί. Έτσι, το μόνο που είπε ήταν:

«Ας μη μιλάμε άλλο» και γύρισε απ’ τ’ άλλο πλευρό. Σε λίγο είχε αποκοιμηθεί.



A peasant family by a fireplace in a barn, by Adriaen Jansz. Van Ostade

Το πρωί ο Σίμωνας ξύπνησε. Τα παιδιά κοιμόντουσαν ακόμα. Η γυναίκα του είχε πάει στη γειτόνισσα για να δανειστεί λίγο ψωμί. Μονάχα ο ξένος καθότανε στον πάγκο, φορώντας το παλιοπουκάμισο και το παντελόνι και κοιτάζοντας ψηλά. Το πρόσωπο του ήταν ακόμα φωτεινότερο απ’ όσο ήταν την προηγούμενη μέρα. Ο Σίμωνας του είπε:

«Φίλε, η κοιλιά ζητά ψωμί και το γυμνό σώμα ρούχο. Πρέπει να δουλεύει κανείς για να ζει. Εσύ τι δουλειά ξέρεις να κάνεις;»

«Δεν ξέρω καμιά»

Αυτό τον παραξένεψε τον Σίμωνα, μα είπε: «Οι άνθρωποι που θέλουνε να μάθουν μπορούν να μάθουν οτιδήποτε».

«Οι άνθρωποι εργάζονται και θα εργαστώ κι εγώ».

«Πώς σε λένε;»

«Μιχάλη».

«Λοιπόν, Μιχάλη. Αν δε θες να μιλήσεις για την αφεντιά σου, δικιά σου υπόθεση. Μα πρέπει να κάνεις κάτι για να ζήσεις. Αν δουλέψεις όπως σου πω εγώ, θα σου εξασφαλίσω στέγη και τροφή».

«Ο Θεός να σε ανταμείψει! Θα μάθω. Δείξε μου τι να κάνω».

Ο Σίμωνας πήρε λίγο νήμα, το τύλιξε στο δάχτυλο του και άρχισε να το στρίβει. «Είναι πολύ εύκολο. Κοίτα!»

Ο Μιχάλης τον κοίταξε. Τύλιξε κι αυτός λίγο νήμα γύρω από το δάχτυλο του, έπιασε το κόλπο κι έστριψε κι αυτός το νήμα.

Μετά ο Σίμωνας του έδειξε πώς να κερώνει το νήμα. Ο Μιχάλης το έμαθε κι αυτό στο άψε σβήσε. Ύστερα ο Σίμωνας του έδειξε πώς να στρίβει και να περνά τη γουρουνότριχα και πώς να ράβει. Ο Μιχάλης το ‘μαθε κι αυτό στη στιγμή.

Ό,τι κι αν του ‘δειχνε ο Σίμωνας, αυτός το καταλάβαινε αμέσως κι ύστερα από τρεις μέρες δούλευε σάμπως να έραβε μπότες σ’ όλη του τη ζωή. Δούλευε χωρίς σταμάτημα και έτρωγε ελάχιστα. Σαν τέλειωνε η δουλειά, καθόταν σιωπηλός με τα μάτια στραμμένα προς τα πάνω. Σπάνια έβγαινε στο δρόμο, μιλούσε μόνο όταν ήταν ανάγκη και δεν αστειευότανε ποτέ ούτε γελούσε. Ποτέ δεν τον είδαν να γελάει, εκτός από το πρώτο εκείνο βράδυ, τότε που η Ματριόνα του έδωσε να φάει.

Μέρα τη μέρα, βδομάδα τη βδομάδα, κυλούσε ο χρόνος. Ο Μιχάλης ζούσε στο σπίτι του Σίμωνα και δούλευε μαζί του. Η φήμη του απλώθηκε τόσο πολύ, που ο κόσμος έλεγε πως κανείς άλλος δεν έραβε τόσο στέρεα τις μπότες, όσο ο δουλευτής του Σίμωνα, ο Μιχάλης. Απ’ όλη την περιοχή ολόγυρα έρχονταν άνθρωποι στον Σίμωνα φέρνοντας τις μπότες τους κι ο Σίμωνας άρχισε να ζει καλά.



The Village Shoemaker, by David Fulton

Μια χειμωνιάτικη μέρα, καθώς κάθονταν και δουλεύανε ο Σίμωνας κι ο Μιχάλης, ήρθε και σταμάτησε στο καλύβι τους μια άμαξα-έλκηθρο που την έσερναν τρία άλογα με κουδουνάκια. Αυτοί κοίταξαν έξω απ’ το παράθυρο. Η άμαξα είχε σταματήσει στην πόρτα τους. Απ’ το κουβούκλιο κατέβηκε ένας κομψοντυμένος υπηρέτης και άνοιξε την πόρτα. Πρόβαλε ένας κύριος με γούνινο πανωφόρι και προχώρησε προς το καλύβι του Σίμωνα. Η Ματριόνα τινάχτηκε ορθή κι άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Ο κύριος έσκυψε για να μπει στο καλύβι κι όταν σήκωσε πάλι το κορμί του, το κεφάλι του άγγιξε σχεδόν το ταβάνι κι έμοιαζε να γεμίζει ολότελα με τον όγκο του το χώρο.

Ο Σίμωνας σηκώθηκε, υποκλίθηκε και κοίταξε με έκπληξη τον κύριο. Ποτέ του δεν είχε ξαναδεί άλλον σαν αυτόν. Ο ίδιος ο Σίμωνας ήταν ισχνός, λεπτός ο Μιχάλης κι η Ματριόνα στεγνή σαν κόκαλο — αλλά ο άνθρωπος αυτός έμοιαζε φερμένος από άλλο κόσμο: κοκκινομούρης, θεόρατος, μ’ ένα σβέρκο σαν του ταύρου, και φαινόταν χυμένος σε σίδερο, θαρρείς, απ’ την κορφή ως τα νύχια.

Ο κύριος ξεφύσηξε, έβγαλε το γούνινο πανωφόρι του, κάθισε στον πάγκο και είπε:

«Ποιος από σας είναι ο αρχιμάστορας εδώ;»

«Εγώ, εξοχότατε», είπε ο Σίμωνας πλησιάζοντας.

Τότε ο κύριος φώναξε στο βαστάζο του:

«’Ει, Φέντκα, φέρε το πετσί!»

Ο υπηρέτης μπήκε τρέχοντας κουβαλώντας ένα δέμα. Ο κύριος πήρε το δέμα και το απίθωσε πάνω στο τραπέζι. «Λύσε το», είπε. Το παλικάρι το έλυσε.


Ο κύριος έδειξε με το δάχτυλο του το δέρμα.


«Κοίτα εδώ, τσαγκάρη», είπε, «βλέπεις ετούτο το πετσί;»


«Το βλέπω, εντιμότατε».


«Ξέρεις, όμως, τι λογής είναι;»

Ο Σίμωνας άγγιξε το πετσί και είπε:


«Είναι καλό δέρμα».


«Καλό, βέβαια! Αυτό σου ‘λειπε! Να πεις πως δεν είναι καλό. Τέτοιο πετσί, ηλίθιε, δεν ξανάδες στη ζωή σου. Είναι γερμανικό και κοστίζει είκοσι ρούβλια».

Ο Σίμωνας τρομοκρατήθηκε και είπε:


«Πού θα ‘βλεπα ποτέ μου δέρμα σαν αυτό;»


«Έτσι μπράβο! Και τώρα, μπορείς να μου κάνεις μπότες;»


«Μάλιστα, εξοχότατε, μπορώ».

Τότε ο κύριος του φώναξε με δυνατή φωνή:


«Μπορείς! Μπορείς; Πρόσεξε! Μην ξεχνάς για ποιόνε θα φτιάξεις τις μπότες και τι λογής είναι το πετσί. Πρέπει να μου φτιάξεις μπότες που θα τις φορώ για ένα χρόνο, δίχως να ξεχειλώσουνε κι ούτε να ξηλωθούνε. Αν μπορείς να το κάνεις, πάρε το πετσί και κόφ’ το. Αν όμως δεν μπορείς, πες το. Σε προειδοποιώ: αν οι μπότες που θα φτιάξεις ξηλωθούν ή ξεχειλώσουνε μέσα σ’ ένα χρόνο, θα σε κλείσω στη φυλακή. Αν δεν ανοίξουν ούτε ξεχειλώσουν για ένα χρόνο, θα σε πληρώσω δέκα ρούβλια για τον κόπο σου».



The Shoemakers, by Pericles Tsirigotis

Ο Σίμωνας είχε τρομάξει πολύ και δεν ήξερε τι να πει. Κοίταξε τον Μιχάλη και σκουντώντας τον με τον αγκώνα, του ψιθύρισε:

«Να τήνε πάρω τη δουλειά;» Ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι του, σαν να ‘λεγε:

«Ναι, πάρ’ τη».

Ο Σίμωνας έκανε ό,τι τόνε συμβούλεψε ο Μιχάλης κι ανέλαβε να φτιάξει μπότες που δε θα ξεχείλωναν ούτε και θ’ άνοιγαν για έναν ολάκερο χρόνο.

Φωνάζοντας τον υπηρέτη του, ο κύριος του είπε να τραβήξει την μπότα απ’ το αριστερό του πόδι που το τέντωσε.

«Πάρε τα μέτρα μου!» είπε.

Ο Σίμωνας πήρε ένα χαρτί μετρήματος σαράντα πέντε πόντους μάκρος, το ίσιωσε, γονάτισε, σκούπισε καλά τα χέρια του πάνω στην ποδιά του, για να μη λερώσει τις κάλτσες του κυρίου, και άρχισε να μετρά. Μέτρησε τη σόλα, την πατούσα γύρω γύρω κι άρχισε να μετρά τη γάμπα του ποδιού, μα το χαρτί ήταν πολύ κοντό. Η γάμπα του ποδιού ήταν χοντρή, σαν δοκάρι.

«Πρόσεξε μην τυχόν και με σφίγγει πολύ στο πόδι».

Ο Σίμωνας πήρε άλλη μια λουρίδα χαρτί. Ο κύριος στριφογύριζε τα δάχτυλα του μες στην κάλτσα του κοιτάζοντας ολόγυρα όσους ήταν στο καλύβι όταν πήρε το μάτι του τον Μιχάλη.

«Ποιον έχεις εκεί πέρα;» ρώτησε.

«Είναι ο τεχνίτης μου. Αυτός θα ράψει τις μπότες».

«Πρόσεξε καλά», είπε ο κύριος στον Μιχάλη, «μην ξεχάσεις πως πρέπει να τις φτιάξεις έτσι που να μου κρατήσουν ένα χρόνο».

Ο Σίμωνας κοίταξε κι αυτός τον Μιχάλη και είδε πως ο Μιχάλης δεν κοίταζε τον κύριο, μα τη γωνία πίσω απ’ τον κύριο, σάμπως να έβλεπε κάποιον εκεί πέρα. Ο Μιχάλης κοίταζε κι όλο κοίταζε, ώσπου άξαφνα χαμογέλασε και φωτίστηκε το πρόσωπο του.

«Τι χασκογελάς εσύ κει πέρα, ηλίθιε;» άστραψε και βρόντηξε ο κύριος. «Θα ‘κανες καλύτερα να φροντίσεις να ‘ναι έτοιμες στην ώρα τους οι μπότες».

«Θα ετοιμαστούν στην ώρα τους», είπε ο Μιχάλης.

«Πρόσεξε καλά!» είπε ο κύριος και φόρεσε τις μπότες και το γούνινο πανωφόρι του που το τύλιξε γύρω του και τράβηξε κατά την πόρτα. Μα ξέχασε να σκύψει και κουτούλησε την κεφάλα του πάνω στην κάσα της πόρτας. Βλαστήμησε κι έτριψε την κεφάλα του. Μετά πήρε τη θέση του μέσα στην άμαξα και ξεκίνησε.

Αφού πια έφυγε, ο Σίμωνας είπε:

«Φάτσα να σου πετύχει! Ούτε με βαριά δε θα μπορούσες να τον σκοτώσεις. Σχεδόν την ξεμασκάλισε την κάσα, μα δεν έπαθε ούτε γρατσουνιά!»

Κι η Ματριόνα πρόσθεσε:

«Ζώντας όπως ζει, πώς να μη γίνει σαν μουλάρι; Ούτε ο θάνατος ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει τίποτα σε τέτοιο αγκωνάρι!»

Τότε ο Σίμωνας είπε στον Μιχάλη:

«Εντάξει, τήνε πήραμε τη δουλειά, μα πρέπει να κοιτάξουμε μη βρούμε κάνα μπελά. Το δέρμα είν’ ακριβό κι ο κύριος αράθυμος. Πρέπει να μην κάνουμε λάθη. Έλα, εσύ βλέπεις καλύτερα και τα χέρια σου πιάνουν πιο καλά από τα δικά μου. Πάρε, λοιπόν, αυτά τα μέτρα και άρχισε το κόψιμο. Εγώ θα αποτελειώσω το ράψιμο στα ψίδια».

Ο Μιχάλης έκανε ό,τι του ‘πε. Πήρε το δέρμα, το άπλωσε πάνω στο τραπέζι, το δίπλωσε στα δυο, πήρε μια φαλτσέτα κι άρχισε να κόβει.

Η Ματριόνα κοντοζύγωσε και τον παρατηρούσε που έκοβε. Της έκανε μεγάλη εντύπωση ο τρόπος που το ‘κανε. Η Ματριόνα είχε συνηθίσει να βλέπει να φτιάχνουν μπότες και τώρα κοίταζε κι έβλεπε πως ο Μιχάλης δεν έκοβε το δέρμα όπως συνήθως για μπότες αλλά το ‘κοβε στρογγυλά.

Της ήρθε να πει κάτι, μα έκανε μέσα της: «Ίσως να μην καταλαβαίνω πώς πρέπει να φτιάχνονται οι μπότες για κυρίους. Φαντάζομαι πως ο Μιχάλης ξέρει πιο πολλά πάνω σ’ αυτό. Καλύτερα να μην ανακατευτώ».

Ο Μιχάλης, αφού έκοψε το δέρμα, πήρε μια κλωστή και άρχισε να ράβει όχι με δυο άκρες, όπως ράβονται οι μπότες, αλλά με μια μόνο άκρη, όπως ράβονται οι μαλακές παντόφλες.

Και πάλι αναρωτήθηκε η Ματριόνα αλλά και πάλι δεν ανακατεύτηκε. Ο Μιχάλης έραβε σταθερά μέχρι το μεσημέρι. Τότε ο Σίμωνας σηκώθηκε για φαγητό, κοίταξε γύρω του και είδε πως ο Μιχάλης είχε φτιάξει παντόφλες από το δέρμα του κυρίου.

«Ιιιι!» μούγκρισε ο Σίμωνας και σκέφτηκε: «Πώς είναι δυνατόν ο Μιχάλης, που ‘ναι μαζί μου έναν ολάκερο χρόνο και δε λάθεψε ποτέ του ως τα τώρα, να κάνει κάτι τόσο τρομερό; Ο κύριος παράγγειλε μπότες ψηλές, με βάρδουλα, κι ο Μιχάλης έφτιαξε μαλακές παντόφλες μονόσολες και χαράμισε το δέρμα. Τι θα πω τώρα στον κύριο; Δεν μπορώ να βρω πουθενά δέρμα σαν αυτό». Και, γυρίζοντας στον Μιχάλη, είπε:

«Τι κάνεις, φίλε; Με κατέστρεψες! Ξέρεις καλά ότι ο κύριος παράγγειλε μπότες ψηλές και κοίτα εσύ τι έκανες!»

Δεν πρόλαβε ν’ αρχίσει το κατσάδιασμα στον Μιχάλη και «ρατ-τατ» ακούστηκε να χτυπάει το σιδερένιο γλωσσίδι που κρεμότανε στην πόρτα. Κάποιος χτυπούσε. Κοίταξαν έξω απ’ το παράθυρο. Ένας άντρας είχε έρθει καβάλα στ’ άλογο του που τώρα το ‘δενε στον πάσσαλο. Άνοιξαν την πόρτα και μπήκε ο υπηρέτης που ήτανε με τον κύριο.

«Καλημέρα», είπε.

«Καλημέρα», αποκρίθηκε ο Σίμωνας. «Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»

«Μ’ έστειλε η κυρά μου για τις μπότες».

«Για τις μπότες;»

«Ναι, ο κύριος μου δεν τις χρειάζεται. Πέθανε».

«Είναι δυνατό;»

«Δεν πρόκαμε να φτάσει μέχρι το σπίτι, μετά που έφυγε από σας. Πέθανε στην άμαξα. Σαν φτάσαμε στο σπίτι και τρέξανε οι υπηρέτες να τόνε βοηθήσουν να κατέβει, κύλησε κάτω σαν σακί. Ήταν κιόλας πεθαμένος και τόσο ξυλιασμένος, που δεν μπορούσαν να τόνε βγάλουν απ’ την άμαξα. Η κυρά μου μ’ έστειλε εδώ να σας πω ότι ο κύριος που παράγγειλε μπότες για την αφεντιά του κι άφησε ένα κομμάτι δέρμα για να φτιαχτούν, δε χρειάζεται πια τις μπότες κι ότι πρέπει γρήγορα να φτιάξετε μαλακές παντόφλες για το πτώμα. “Περίμενε”, μου είπε, “μέχρι να ετοιμαστούν και φέρτες πίσω μαζί σου”. Να γιατί ήρθα».

Ο Μιχάλης μάζεψε τα υπολείμματα απ’ το δέρμα, τα τύλιξε, πήρε τις μαλακές παντόφλες που ‘χε φτιάξει, τις χτύπησε τη μια με την άλλη, τις σκούπισε με την ποδιά του και τις έδωσε μαζί με το ρολό το δέρμα στον υπηρέτη που τις πήρε και είπε:

«Αντίο, μαστόροι, και καλή σας μέρα».

Πέρασε άλλος ένας χρόνος, κι ακόμα ένας, κι ο Μιχάλης περνούσε τώρα τον έκτο χρόνο του μαζί με τον Σίμωνα. Ζούσε όπως πριν. Δεν πήγαινε πουθενά, μιλούσε μόνο σαν ήταν ανάγκη κι είχε χαμογελάσει μονάχα δυο φορές όλ’ αυτά τα χρόνια — τη μια φορά όταν η Ματριόνα του έδωσε να φάει και μια δεύτερη φορά όταν ήρθε στο καλύβι τους ο κύριος. Ο Σίμωνας ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιημένος με τον παραγιό του. Ποτέ δεν τον ρωτούσε τώρα από πού ήταν και το μόνο που φοβόταν ήταν μήπως φύγει ο Μιχάλης.

Μια μέρα ήταν όλοι στο σπίτι. Η Ματριόνα μαγείρευε στο φούρνο. Τα παιδιά τρέχανε πέρα δώθε πάνω στους πάγκους, κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο. Ο Σίμωνας έραβε στο ένα παράθυρο και ο Μιχάλης στερέωνε ένα τακούνι στο άλλο.Το ένα απ’ τα παιδιά πλησίασε τρέχοντας πάνω στον πάγκο τον Μιχάλη, έσκυψε πάνω στον ώμο του και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο.

«Κοίτα, θείε Μιχάλη! Μια κυρία με τα κοριτσάκια της! Φαίνεται πως έρχεται καταδώ. Και το ένα κορίτσι είναι κουτσό».

Μόλις το παιδί το είπε αυτό, ο Μιχάλης παράτησε τη δουλειά του, γύρισε προς το παράθυρο και κοίταξε έξω στο δρόμο.

Ο Σίμωνας παραξενεύτηκε. Ποτέ δε συνήθιζε ο Μιχάλης να κοιτάζει στο δρόμο, μα τώρα είχε κολλήσει στο τζάμι κοιτάζοντας κάτι. Ο Σίμωνας κοίταξε κι αυτός και είδε να ‘ρχεται πραγματικά προς το καλύβι μια καλοντυμένη γυναίκα κρατώντας από το χέρι δυο κοριτσάκια με γούνινα πανωφόρια και μάλλινα κασκόλ. Τα κοριτσάκια μοιάζανε με δυο σταγόνες νερό, εκτός μονάχα ότι το ένα κούτσαινε στο αριστερό του πόδι και περπατούσε με δυσκολία.

Η γυναίκα ανέβηκε στο πρόστεγο και μπήκε στο διάδρομο. Ψαχουλεύοντας στην είσοδο, βρήκε το μάνταλο, το σήκωσε και άνοιξε την πόρτα. Άφησε πρώτα να περάσουν τα δυο κορίτσια και τ’ ακολούθησε μες στο καλύβι.

«Καλημέρα, καλοί μου άνθρωποι!»

«Παρακαλώ, περάστε», είπε ο Σίμωνας. «Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»

Η γυναίκα κάθισε στο τραπέζι. Τα δυο κοριτσάκια στριμώχνονταν κοντά στα γόνατα της, γιατί φοβόντουσαν αυτούς που ήταν στο καλύβι.

«Θέλω να μου φτιάξετε δερμάτινα παπούτσια γι’ αυτά τα κοριτσάκια, για την άνοιξη».

«Να σας φτιάξουμε, μόλο που δεν έχουμε ξαναφτιάξει τέτοια παπούτσια. Ο παραγιός μου, ο Μιχάλης, είναι μάστορας σ’ αυτό».



Shoemakers, by Jan Jozef, the Younger Horemans


Ο Σίμωνας έριξε στον Μιχάλη μια ματιά και είδε πως είχε παρατήσει τη δουλειά του και καθόταν με τα μάτια του καρφωμένα πάνω στα κοριτσάκια. Ο Σίμωνας παραξενεύτηκε. Είναι αλήθεια πως τα κορίτσια ήταν πολύ όμορφα, με μαύρα μάτια, παχουλά, ροδομάγουλα• φορούσαν όμορφα τσεμπέρια και γούνινα πανωφόρια αλλά ο Σίμωνας εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει γιατί ο Μιχάλης τα κοίταζε με τον τρόπο αυτό — σάμπως να τα γνώριζε από πριν. Ένιωθε αμήχανος αλλά συνέχισε να κουβεντιάζει με τη γυναίκα κανονίζοντας την τιμή. Αφού κανόνισε την τιμή, ετοιμάστηκε να πάρει τα μέτρα. Η γυναίκα σήκωσε το ανάπηρο κορίτσι στα γόνατα της και είπε:

«Πάρε δυο φορές μέτρα απ’ αυτό το κοριτσάκι. Φτιάξε ένα παπούτσι για το κουτσό ποδάρι και τρία για το γερό. Έχουνε και τα δυο το ίδιο νούμερο. Είναι δίδυμα».

Ο Σίμωνας πήρε τα μέτρα και, μιλώντας για το κουτσό κορίτσι, είπε:

«Πώς του συνέβη; Είναι τόσο όμορφο κορίτσι! Έτσι γεννήθηκε;»

«Όχι, η μητέρα του καταπλάκωσε το πόδι του».

Τότε μπήκε στη συζήτηση κι η Ματριόνα. Ποια ήταν, άραγε, αυτή η γυναίκα και τίνος ήταν τα παιδιά; Ρώτησε, λοιπόν:

«Δεν είσαι του λόγου σου, λοιπόν, η μητέρα τους;»

«Όχι, καλή μου γυναίκα. Δεν είμαι ούτε μητέρα τους ούτε καν συγγένισσά τους. Μου ήταν ολότελα ξένα αλλά τα υιοθέτησα».

«Δεν είναι παιδιά σας κι ωστόσο τ’ αγαπάτε τόσο πολύ;»

«Πώς είναι δυνατό να μην τ’ αγαπώ; Τα έθρεψα με το δικό μου γάλα. Είχα κι εγώ ένα παιδί αλλά το πήρε ο Κύριος. Το αγαπούσα τόσο, όσο αγαπώ τώρα αυτά».

«Τότε, ποιανού παιδιά είναι;»

Η γυναίκα, έχοντας αρχίσει να μιλάει, της είπε ολόκληρη την ιστορία.



A mother and her children returning home by Henri Jacques Bource

«Πάνε κάπου έξι χρόνια από τότε που πέθαναν οι γονείς τους, κι οι δυο μέσα σε μια βδομάδα: ο πατέρας τους θάφτηκε την Τρίτη και η μητέρα τους πέθανε την Παρασκευή. Τα ορφανά τούτα γεννήθηκαν τρεις μέρες έπειτα απ’ το θάνατο του πατέρα τους και η μητέρα τους δεν έζησε ούτε μια μέρα παραπάνω. Ο άντρας μου κι εγώ ζούσαμε τότε σαν χωρικοί στο χωριό. Ήμασταν γείτονες τους και ο αυλόγυρός μας ήτανε πλάι στο δικό τους.Ο πατέρας τους ήταν ένας άνθρωπος μοναχικός, ξυλοκόπος στο δάσος. Μια μέρα που κόβανε δέντρα, έπεσε πάνω του ένα απ’ αυτά και τον έκανε λιώμα. Δεν πρόκαμαν να τόνε πάνε σπίτι κι ο δύστυχος παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό. Την ίδια βδομάδα η γυναίκα του γέννησε δίδυμα — τούτα εδώ τα κοριτσάκια. Ήταν φτωχιά και μόνη. Δεν είχε κανένα κοντά της, ούτε νέο ούτε γέρο. Μονάχη της γέννησε και μονάχη της βρήκε το θάνατο.

»Την άλλη μέρα το πρωί πήγα να την ιδώ, μα σαν μπήκα στο καλύβι, η δύστυχη κειτόταν κιόλας ξυλιασμένη. Πεθαίνοντας, γύρισε και καταπλάκωσε με το σώμα της το ποδαράκι του παιδιού. Ήρθανε τότε στο καλύβι οι χωριανοί, πλύνανε το σώμα της, την ετοιμάσανε, φτιάξανε κι ένα φέρετρο και τήνε θάψανε. Ήταν άνθρωποι καλοί. Τα μωρά είχαν απομείνει μοναχά τους. Τι θα γινότανε με τα μωρά; Εγώ ήμουνα η μόνη γυναίκα εκεί πέρα που ‘χε μωρό στην αγκαλιά εκείνο τον καιρό. Φρόντιζα το δικό μου νιογέννητο, ηλικίας οχτώ βδομάδων. Έτσι, τα πήρα κοντά μου για λίγο καιρό. Οι χωρικοί μαζεύονταν κάθε τόσο κι όλο συλλογιζόντουσαν τι θ’ απογίνουν τα παιδιά. Στο τέλος μου είπανε:

“Για την ώρα, Μαρία, καλύτερα να τα κρατήσεις εσύ τα κορίτσια κι αργότερα θα δούμε τι θα τα κάνουμε”.

Έτσι, άρχισα να θηλάζω το γερό, παραμελώντας στην αρχή το σακάτικο. Φανταζόμουνα πως δε θα ζούσε. Μα ύστερα αναλογίστηκα: γιατί, τάχα, να υποφέρει το αθώο πλασματάκι; Το λυπήθηκα κι άρχισα κι αυτό να το ταΐζω. Έτσι, λοιπόν, θήλαζα το δικό μου το αγοράκι κι αυτά τα δυο —και τα τρία τους— από το στήθος μου. Ήμουνα νέα και γερή κι ο Θεός το ‘δωσε να έχω τόσο πολύ γάλα, που καμιά φορά ξεχυνόταν μοναχό του. Τάιζα συνήθως δυο κάθε φορά, ενώ το τρίτο περίμενε. Όποτε χόρταινε καλά το ένα, θήλαζα το τρίτο. Κι ο Θεός το ‘θελε αυτά τα δυο να μεγαλώσουν και το δικό μου να πεθάνει, προτού γίνει δυο χρονών. Και δεν είχα άλλα παιδιά, μόλο που δε μας λείπουν τα λεφτά. Ο άντρας μου δουλεύει αυτή τη στιγμή στο μύλο για τον έμπορο του καλαμποκιού. Πληρώνεται καλά και καλοζούμε. Αλλά δεν έχω δικά μου παιδιά και σκέφτομαι πόσο μόνη θα ‘μουνα, δίχως αυτά τα κοριτσάκια! Πώς μπορώ να μην τ’ αγαπώ! Αυτά είν’ η χαρά της ζωής μου!»



The Invalid and the Birth,by William van Strydonck

Κι έσφιξε πάνω της το κουτσό κοριτσάκι με το ‘να χέρι της, ενώ με τ’ άλλο σκούπιζε τα δάκρυα απ’ τα μάγουλα της.

Η Ματριόνα αναστέναξε και είπε:

«Σωστά το λέει η παροιμία, “μπορεί κανείς να ζήσει δίχως μάνα ή πατέρα, μα δεν μπορεί να ζήσει δίχως το Θεό”».

Με τέτοια λόγια κουβεντιάζανε όταν, άξαφνα, ολάκερο το καλύβι φωτίστηκε, σάμπως να το πλημμύριζε καλοκαιρινό φως απ’ τη γωνιά όπου καθόταν ο Μιχάλης. Όλοι κοιτάζανε προς αυτόν και τον είδανε καθισμένο εκεί πέρα, με τα χέρια του διπλωμένα πάνω στα γόνατα του, να κοιτάζει ψηλά και να χαμογελά.

Κάποια στιγμή έφυγε η γυναίκα μαζί με τα κορίτσια. Ο Μιχάλης σηκώθηκε απ’ τον πάγκο, άφησε κάτω τη δουλειά του και έβγαλε την ποδιά του. Μετά, κάνοντας υπόκλιση στον Σίμωνα και στη γυναίκα του, είπε:

«Σας αποχαιρετώ, αφέντες μου. Ο Θεός με συγχώρεσε. Ζητώ κι από σας να με συγχωρέσετε, αν κάπου έσφαλα».

Κι εκείνοι είδαν πως ο Μιχάλης αχτιδοβόλαγε φως. Ο Σίμωνας σηκώθηκε, υποκλίθηκε μπροστά στον Μιχάλη και είπε:

«Βλέπω, Μιχαήλ, ότι δεν είσαι ένας άνθρωπος κοινός κι εγώ δεν μπορώ μήτε να σε κρατήσω μήτε να σε ρωτήσω το παραμικρό. Πες μου μονάχα αυτό: πώς γίνεται κι όταν σε βρήκα και σ’ έφερα στο σπίτι ήσουνα μελαγχολικός κι όταν σου ‘δωσε η γυναίκα μου να φας, της χαμογέλασες και φωτίστηκες ολάκερος; Μετά, τότε που ‘ρθε ο κύριος να παραγγείλει τις μπότες κι εσύ χαμογέλασες πάλι κι έγινες ακόμα πιο φωτεινός; Και τώρα, όταν ετούτη η γυναίκα έφερε τα κοριτσάκια, εσύ χαμογέλασες για τρίτη φορά και φωτίστηκες σαν ήλιος; Πες μου, Μιχαήλ, γιατί λάμπει τόσο πολύ το πρόσωπο σου και γιατί χαμογέλασες τις τρεις εκείνες φορές;»

Κι ο Μιχαήλ αποκρίθηκε:

«Εκπέμπω φως επειδή τιμωρήθηκα κι επειδή τώρα ο Θεός με συγχώρεσε. Και χαμογέλασα τρεις φορές επειδή ο Θεός με έστειλε να μάθω τρεις αλήθειες κι εγώ τις έμαθα. Τη μια την έμαθα τότε που με λυπήθηκε η γυναίκα σου κι αυτός είν’ ο λόγος που μ’ έκανε να χαμογελάσω την πρώτη φορά. Τη δεύτερη την έμαθα τότε που ο πλούσιος παράγγειλε τις μπότες κι εγώ ξαναχαμογέλασα. Και τώρα, όταν αντίκρισα κείνα τα κοριτσάκια, έμαθα την τρίτη και τελευταία αλήθεια και χαμογέλασα για τρίτη φορά».

Και είπε ο Σίμωνας:

«Πες μου, Μιχαήλ, για ποιο λόγο σε τιμώρησε ο Θεός και ποιες ήταν οι τρεις αλήθειες που μπορώ να τις μάθω κι εγώ;»

Και αποκρίθηκε ο Μιχαήλ:

«Ο Θεός με τιμώρησε, επειδή δεν τον υπάκουσα. Ήμουνα άγγελος στον ουρανό και παράκουσα το Θεό. Μ’ είχε στείλει ο Θεός να πάρω κάποιας γυναίκας την ψυχή. Κι ήρθα πετώντας κάτω στη γη κι αντίκρισα μια άρρωστη γυναίκα να κείτεται μονάχη της, μια γυναίκα που ‘χε μόλις γεννήσει δυο δίδυμα κορίτσια. Σάλευαν ανήμπορα εκείνα στο πλευρό της μητέρας αλλά εκείνη δεν μπορούσε να τα σηκώσει και να τα φέρει ως το στήθος της. Όταν με είδε, κατάλαβε πως ο Θεός με είχε στείλει για να της πάρω την ψυχή και τότε έκλαψε και είπε:

“Άγγελε Κυρίου! Πριν από λίγο θάφτηκε ο άντρας μου που τόνε τσάκισε ένα δέντρο. Δεν έχω ούτε αδελφή ούτε θεία ούτε μητέρα: κανένα να φροντίσει για τα ορφανά μου. Μην πάρεις την ψυχή μου! Άφησε με να θηλάσω τα μωρά μου, να τα θρέψω και να τα στηρίξω στα πόδια τους, προτού πεθάνω. Τα παιδιά δεν μπορούνε να ζήσουνε δίχως μάνα ή πατέρα”.

Κι εγώ την άκουσα. Έβαλα το ‘να παιδί στο στήθος της, τ’ άλλο στην αγκαλιά της και ξαναγύρισα στον Κύριο στον ουρανό. Πέταξα ως Αυτόν και είπα:

“Δεν μπόρεσα να πάρω την ψυχή της μητέρας. Ο άντρας της σκοτώθηκε από ένα δέντρο. Η γυναίκα έχει δυο δίδυμα παιδιά και παρακαλεί να μην της πάρουμε την ψυχή. Λέει η μητέρα: αφήστε με να θηλάσω και να θρέψω τα παιδιά μου, ώσπου να σταθούνε στα πόδια τους. Τα παιδιά δεν μπορούνε να ζήσουνε δίχως μάνα και πατέρα. Δεν της πήρα την ψυχή”.

Και λέει τότε ο Κύριος:

“Ύπαγε — πάρε της μητέρας την ψυχή και μάθε τρεις αλήθειες: μάθε Τι κατοικεί μέσα στον άνθρωπο, Τι δε δίνεται στον άνθρωπο και Τι κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς. Όταν μάθεις αυτά τα πράγματα, θα επιστρέψεις στον ουρανό”.



Έτσι, ξαναπέταξα στη γη και πήρα την ψυχή της μητέρας. Τα βρέφη πέσαν απ’ τα στήθη της. Το σώμα της γύρισε πάνω στην κλίνη και καταπλάκωσε το ένα βρέφος στραγγουλίζοντας το πόδι του. Εγώ ανυψώθηκα πάνω απ’ το χωριό θέλοντας να μεταφέρω την ψυχή της στο Θεό, μα ένας άνεμος άρπαξε, ξερίζωσε τα φτερά μου κι με γκρέμισε κάτω. Η ψυχή της πέταξε μόνη της στο Θεό, ενώ εγώ έπεσα καταγής στην άκρια του δρόμου».

Ο Σίμωνας κι η Ματριόνα κατάλαβαν ποιος ήταν αυτός που ‘χε ζήσει μαζί τους, κατάλαβαν ποιον είχαν ντύσει και ταΐσει. Κι έκλαψαν από δέος και χαρά. Κι ο άγγελος τους είπε:

«Ήμουν μονάχος στα χωράφια, γδυμνός. Δε γνώρισα ποτέ ανθρώπινη ανάγκη τι θα πει, κρύο και πείνα, ωσότου έγινα άνθρωπος. Πεινούσα, κρύωνα και δεν ήξερα τι να κάνω. Σιμά στο χωράφι όπου ‘χα πέσει είδα ένα αλτάρι χτισμένο για τον Κύριο και πήγα προς τα κει με την ελπίδα να βρω καταφύγιο. Μα το αλτάρι ήτανε κλειδωμένο και δεν μπορούσα να μπω. Έτσι, κάθισα καταγής πίσω από το αλτάρι για να προφυλαχτώ, τουλάχιστον, απ’ τον άνεμο. Σουρούπωνε κι εγώ ήμουν πεινασμένος, παγωμένος και πονούσα. Άξαφνα άκουσα κάποιον να περνάει από το δρόμο. Κρατούσε ένα ζευγάρι παλιοπάπουτσα και μιλούσε μοναχός του. Για πρώτη φορά, αφότου γίνηκα άνθρωπος, αντίκριζα το θνητό πρόσωπο ενός ανθρώπου και το πρόσωπο του μου φάνηκε τρομερό και μ’ έκανε ν’ αποστρέψω το δικό μου. Κι άκουσα τον άνθρωπο να παραμιλά και να λέει πώς θα ‘ βρίσκε τρόπο να προφυλάξει το κορμί του από το κρύο το χειμώνα και να θρέψει γυναίκα και παιδιά. Κι εγώ συλλογίστηκα:

“Πεθαίνω απ’ το κρύο και την πείνα και να ένας άνθρωπος που άλλο δε σκέφτεται, παρά μονάχα πώς να ντύσει τον εαυτό του και τη γυναίκα του και πώς να βρει ψωμί για να φάνε. Δεν μπορεί να με βοηθήσει”.

Όταν με αντίκρισε ο άνθρωπος, σκυθρώπιασε και γίνηκε ακόμα τρομερότερος και με προσπέρασε. Απελπίστηκα τότε. Μα ξαφνικά τον άκουσα που ξαναγύριζε. Σήκωσα τα μάτια μου, τον είδα και δεν αναγνώρισα τον ίδιο άνθρωπο: λίγο πριν είχα δει το θάνατο στο πρόσωπο του, μα τώρα είχε ζωντανέψει και αναγνώρισα σ’ αυτόν την παρουσία του Θεού. Ήρθε κοντά μου, μ’ έντυσε, με πήρε μαζί του και μ’ έφερε στο σπίτι του. Εγώ μπήκα στο σπίτι. Μια γυναίκα ήρθε να μας προϋπαντήσει και άρχισε να μιλά. Η γυναίκα ήταν ακόμα πιο τρομερή απ’ όσο υπήρξε ο άντρας. Από το στόμα της έβγαινε το πνεύμα του θανάτου. Δεν μπορούσα ν’ ανασάνω από την μπόχα του θανάτου που σκόρπιζε ολόγυρα της. Ήθελε να με διώξει, να με πετάξει έξω μες στην παγωνιά κι εγώ ήξερα πως αν το έκανε, θα πέθαινα. Άξαφνα ο άντρας της της μίλησε για το Θεό και η γυναίκα άλλαξε μονομιάς. Κι όταν μου έφερε να φάω και με κοίταξε, την κοίταξα κι εγώ και είδα πως ο θάνατος δεν κατοικούσε πια μέσα της. Είχε ζωντανέψει και αναγνώρισα και σ’ αυτή την παρουσία του Θεού.

»Τότε θυμήθηκα το πρώτο μάθημα που μου ‘χε αναθέσει ο Κύριος: “μάθε Τι κατοικεί μέσα στον άνθρωπο”. Και κατάλαβα πως μέσα στον άνθρωπο κατοικεί η αγάπη!

Χαιρόμουνα που ο Θεός είχε κιόλας αρχίσει να μου φανερώνει ό,τι είχε υποσχεθεί και τότε χαμογέλασα για πρώτη φορά. Αλλά δεν τα ‘χα ακόμα μάθει όλα. Δεν ήξερα ακόμα Τι δε δίνεται στον άνθρωπο και Τι κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς.

»Έμεινα μαζί σας και πέρασε ένας χρόνος. Κι ήρθε τότε ένας άνθρωπος που παράγγειλε μπότες που θα τις φορούσε για ένα χρόνο δίχως να ξεχειλώσουν ή να ξηλωθούν. Εγώ τον κοίταξα και, ξαφνικά, πίσω απ’ τον ώμο του, αντίκρισα το σύντροφο μου — τον άγγελο του θανάτου. Κανείς εκτός από μένα δεν έβλεπε κείνο τον άγγελο. Εγώ, όμως, τον ήξερα και ήξερα πως πριν ο ήλιος βασιλέψει, θα έπαιρνε του πλούσιου την ψυχή. Και είπα μέσα μου: “Ο άνθρωπος αυτός κάνει ετοιμασίες για ένα χρόνο μετά και δεν ξέρει πως θα πεθάνει πριν νυχτώσει”. Και θυμήθηκα τη δεύτερη φράση του Κυρίου, “μάθε Τι δε δίνεται στον άνθρωπο”.
» Ο,τι κατοικεί μέσα στον άνθρωπο το ήξερα κιόλας. Τώρα μάθαινα τι δεν του δίνεται. Δε δίνεται στον άνθρωπο το να ξέρει τις ανάγκες του. Και χαμογέλασα για δεύτερη φορά. Χαιρόμουν που είχα αντικρίσει το σύντροφό μου άγγελο, που χαιρόταν κι αυτός για το ότι ο θεός μού είχε αποκαλύψει τη δεύτερη αλήθεια.

«Ωστόσο, δεν τα γνώριζα ακόμα όλα. Δεν ήξερα Τι κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς. Κι εξακολούθησα να ζω περιμένοντας πότε ο Κύριος θα μου αποκαλύψει το τελευταίο τούτο μάθημα. Τον έκτο χρόνο ήρθαν εδώ τα δίδυμα κορίτσια με τη γυναίκα. Κι εγώ αναγνώρισα τα κορίτσια και άκουσα με ποιο τρόπο είχαν κρατηθεί στη ζωή. Ακούγοντας την ιστορία, αναλογίστηκα:

“Η μητέρα τους με ικέτεψε για χάρη των παιδιών κι εγώ την πίστεψα όταν έλεγε πως τα παιδιά δεν μπορούνε να ζήσουν δίχως μάνα ή πατέρα. Όμως, ήρθε μια ξένη και τα θήλασε και τ’ ανάθρεψε”. Κι όταν η γυναίκα έδειξε την αγάπη της για τα παιδιά που δεν ήταν δικά της κι έκλαψε πάνω από το προσκεφάλι τους, είδα σ’ αυτή το ζωντανό Θεό και κατάλαβα Τι κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς. Και ήξερα πως ο Θεός μού είχε αποκαλύψει την τελευταία αλήθεια και είχε συγχωρέσει το αμάρτημα μου. Και τότε χαμογέλασα για τρίτη φορά».



Steven Daluz, Still

Και το κορμί του αγγέλου γυμνώθηκε και ντύθηκε με φως, έτσι που να μην μπορεί να τον κοιτάξει ανθρώπου μάτι. Και η φωνή του γίνηκε πιο δυνατή, σάμπως να έβγαινε όχι απ’ αυτόν αλλά ψηλά απ’ τον ουρανό. Κι ο άγγελος είπε:

«Έμαθα πως όλοι οι άνθρωποι ζουν όχι από έγνοια για τον εαυτό τους αλλ’ από αγάπη.

»Δεν ήτανε δοσμένο στη μητέρα να ξέρει τι χρειάζονταν τα παιδιά της για να ζήσουν. Ούτε και στον πλούσιο ήταν δοσμένο να ξέρει τι χρειαζόταν για τον εαυτό του. Ούτε κι είναι δοσμένο σ’ οποιοδήποτε άνθρωπο να ξέρει αν, μόλις πέσει το βράδυ, θα χρειαστεί μπότες για το σώμα του ή μαλακές παντόφλες για το πτώμα του.

»Έμεινα στη ζωή, σαν ήμουν άνθρωπος, όχι από έγνοια για τον εαυτό μου, μα επειδή ήταν παρούσα η αγάπη σ’ έναν περαστικό κι επειδή αυτός και η γυναίκα του με συμπόνεσαν και μ’ αγάπησαν.

Έμειναν στη ζωή τα ορφανά όχι απ’ την έγνοια της μητέρας τους, μα επειδή υπήρχε αγάπη μες στην καρδιά κάποιας γυναίκας, μιας ξένης γι’ αυτά, που τα συμπόνεσε και τ’ αγάπησε. Κι όλοι οι άνθρωποι μένουν στη ζωή όχι με τη σκέψη ότι ξοδιάζουν για την ευτυχία τους, μα επειδή μέσα στον άνθρωπο υπάρχει αγάπη.

»’Ηξερα ως τώρα πως ο Θεός έδωσε ζωή στους ανθρώπους και τη λαχτάρα να ζήσουν. Τώρα κατάλαβα περισσότερα απ’ αυτό.

»Κατάλαβα πως ο Θεός δεν επιθυμεί να ζούνε ξέχωρα οι άνθρωποι και, λοιπόν, δεν τους αποκαλύπτει τι χρειάζεται ο καθένας για τον εαυτό του. Τους θέλει, όμως, να ζούνε ενωμένοι και, λοιπόν, αποκαλύπτει στον καθένα απ’ αυτούς τι είναι αναγκαίο για όλους.

«Κατάλαβα τώρα πως οι άνθρωποι, μόλο που δείχνουν ότι ζουν από έγνοια για τον εαυτό τους, στην πραγματικότητα ζούνε μονάχα με την αγάπη. Όποιος έχει εντός του την αγάπη, έχει εντός του το Θεό, γιατί ο Θεός είναι αγάπη».

Κι ο άγγελος ανέπεμψε ύμνο στο Θεό και το καλύβι άρχισε να τρέμει απ’ τη δύναμη της φωνής του. Η οροφή άνοιξε και μια κολόνα φωτιάς υψώθηκε από τη γη στα ουράνια. Ο Σίμωνας, η γυναίκα του και τα παιδιά του έπεσαν κάτω. Φτερά παρουσιάστηκαν πάνω στους ώμους του αγγέλου που ανυψώθηκε τώρα στους ουρανούς.



Steven Daluz

Κι όταν ο Σίμωνας συνήλθε, το καλύβι ήταν όπως πριν και δεν υπήρχε κανείς μέσα σ’ αυτό, εκτός απ’ τη φαμίλια του.

Λέων Τολστόι, Ιστορίες . Μετάφραση: Φώντας Κονδύλης – Ανδρέας Αγγελάκης Εικονογράφηση: Στάθης Σταυρόπουλος Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1988

Πηγή: taenoikwkaiendimw

Αντικλείδι , http://antikleidi.com

VIDEO: ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΖΑΧΑΡΗ;

Αποτέλεσμα εικόνας για ζαχαρη

Γιατί η ζάχαρη είναι τόσο ισχυρή «όσο τα ναρκωτικά και το σεξ»;

Από τα TED Ed. Με ελλ. υπότιτλους

 ΠΕΡΣΑ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ 15.09.2016

Όταν τρώμε κάτι ζαχαρένιο, στο σώμα και το μυαλό μας διαχέεται μια αίσθηση ευχαρίστησης. Αυτή οφείλεται στην ενεργοποίηση του συστήματος ανταμοιβής του εγκεφάλου μας και δεν έχει καμία διαφορά με το πώς ο ανθρώπινος οργανισμός επεξεργάζεται τους εθισμούς - βλέπε αλκοόλ, νικοτίνη, ή ακόμα και το σεξ.                                                                                                                                   Είναι πικρή τελικά η ζάχαρη; 
Η Nicole Avena εικονογραφεί τη λειτουργία της στον οργανισμό με έναν έξυπνο και γρήγορο τρόπο. 

Πηγή: www.doctv.gr

"Ο ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΜΕΛΙ ΚΑΙ ΚΑΝΕΛΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΦΑΡΜΑΚΟ"



Έχουν γραφτεί τόσα και τόσα για το μέλι και τις οφέλιμες ιδιότητες του για τον άνθρωπο. Ιδιαίτερα τώρα που έχει χειμωνιάσει για τα καλά παίρνει μεγαλύτερη αξία.

Θα λέγαμε ότι το μέλι είναι πραγματικά θαυματουργό. Άραγε τυχαία η βασίλισσα της Αιγύπτου Κλεοπάτρα έκανε μπάνιο σε γάλα και μέλι;

Αρχικά εδώ να τονίσουμε πως το μέλι δεν έχει ημερομηνία λήξης! Ναι σωστά ακούσατε. ης. Αν και η νομοθεσία θέτει ως όριο για τη λήξη του μελιού τα 3 χρόνια, στην πραγματικότητα αν συντηρηθεί σε κατάλληλες συνθήκες δεν λήγει. Το μέλι δε χαλάει ποτέ.

Λόγω των πολλών οφέλιμων και σε ένα ε μεγάλο βαθμό και θεραπευτικών ιδιοτήτων του μελιού, κυκλοφορούν διάφορες έρευνες αλλά και ειδήσεις hoaxes σχετικά με το τι μπορεί να προκαλέσει το μέλι. Κάποιες ευσταθούν και κάποιες άλλες υπερβάλουν, ιδιαίτερα όταν λένε με μεγάλα γράμματα πως "ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΜΑΘΕΥΤΕΙ ΤΙ ΚΑΝΕΙ ΤΟ ΜΕΛΙ"

Ένα περιοδικό στον Καναδά, έχει δώσει τον ακόλουθο κατάλογο των ασθενειών που μπορεί να θεραπευτούν με μέλι και κανέλα, όπως έχει ερευνηθεί από διάφορους επιστήμονες:

Καρδιοπάθεια

Κάντε μια πάστα από μέλι και κανέλα σε σκόνη, απλώστε την πάνω στο ψωμί, αντί για μαρμελάδα και να την τρώτε τακτικά για το πρόγευμα. Μειώνει τη χοληστερόλη στις αρτηρίες και σώζει από καρδιακή προσβολή. Επίσης όσοι είχαν ήδη μια καρδιακή προσβολή, αν κάνουν αυτή τη διαδικασία καθημερινά, θα τους βοηθήσει να μην ξαναπάθουν. Η τακτική χρήση της πιο πάνω διαδικασίας βοηθά στη σωστή λειτουργία της αναπνοής και δυναμώνει τους παλμούς της καρδιάς. Όσο μεγαλώνουμε, οι αρτηρίες και οι φλέβες χάνουν την ευελιξία τους και φράζουν. Το μέλι και η κανέλα αναζωογονούν τις αρτηρίες και τις φλέβες.



Αρθρίτιδα

Ασθενείς με αρθρίτιδα, μπορούν να λαμβάνουν καθημερινά, πρωί και βράδυ, ένα φλιτζάνι ζεστό νερό με δύο κουταλιές μέλι και ένα μικρό κουταλάκι του γλυκού σκόνη κανέλας. Εάν λαμβάνεται τακτικά, ακόμη και οι χρόνιες αρθρίτιδες μπορεί να θεραπευτούν. Σε μια πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, διαπιστώθηκε ότι όταν οι γιατροί φρόντιζαν τους ασθενείς τους με ένα μείγμα από μια κουταλιά της σούπας μέλι και μισό κουταλάκι του γλυκού κανέλα σε σκόνη πριν από το πρωινό, διαπίστωσαν ότι μέσα σε μια εβδομάδα, από τα 200 άτομα που είχαν υποστεί την φροντίδα, σχεδόν 73 ασθενείς είχαν εντελώς απαλλαγεί από τον πόνο και μέσα σε ένα μήνα, κυρίως όλοι οι ασθενείς που δεν μπορούσαν να περπατήσουν ή να μετακινηθούν, εξαιτίας της αρθρίτιδας, άρχισαν να περπατάνε χωρίς πόνο.

Κυστίτιδα

Πάρτε δύο κουταλιές της σούπας σκόνη κανέλας και ένα κουταλάκι του γλυκού μέλι σε ένα ποτήρι χλιαρό νερό και πιείτε το. Καταστρέφει τα μικρόβια στην ουροδόχο κύστη.



Πονόδοντος

Κάντε μια πάστα από ένα κουταλάκι του γλυκού κανέλα σε σκόνη και πέντε κουταλάκια του γλυκού μέλι και απλώστε την στο δόντι που σας πονάει. Μπορείτε να το απλώνετε τρεις φορές την ημέρα μέχρι το δόντι να σταματήσει να σας πονά.

Χοληστερόλη

Δύο κουταλιές της σούπας μέλι και τρία κουταλάκια του γλυκού κανέλα σε σκόνη, αναμιγμένα σε 456 γραμμάρια νερού τσαγιού, που χορηγείται σε έναν ασθενή χοληστερόλης, έδειξε ότι μειώνει το επίπεδο της χοληστερόλης στο αίμα κατά 10% μέσα σε δύο ώρες. Όπως αναφέρεται και στους ασθενείς αρθρίτιδας, εάν λαμβάνεται τρεις φορές την ημέρα, κάθε χρόνια χοληστερόλη θεραπεύεται. Σύμφωνα με τις πληροφορίες στο εν λόγω περιοδικό, το αγνό μέλι όταν λαμβάνεται με φαγητό ανακουφίζει από την χοληστερόλη.

Κρυολόγημα

Αυτοί που πάσχουν από κοινά ή σοβαρά κρυολογήματα πρέπει να λαμβάνουν μια κουταλιά της σούπας χλιαρό μέλι με 1/4 κουτάλι κανέλα σε σκόνη καθημερινά, για τρεις ημέρες. Η διαδικασία αυτή θα θεραπεύσει περισσότερο τον χρόνιο βήχα, το κρυολόγημα και θα καθαρίσει τα ιγμόρεια.

Διαταραχές στομάχου

Όταν το μέλι λαμβάνεται με σκόνη κανέλας θεραπεύει τον πόνο στο στομάχι και επίσης καθαρίζει τα έλκη του στομάχου από τη ρίζα.

Αέρια στομάχου (φουσκώματα)

Σύμφωνα με τις μελέτες που έγιναν στην Ινδία και την Ιαπωνία, έδειξαν ότι αν το μέλι λαμβάνεται με κανέλα σε σκόνη το στομάχι απαλλάσσεται
από τα αέρια.

Ανοσοποιητικό σύστημα


Καθημερινή χρήση του μελιού και σκόνης κανέλας δυναμώνει το ανοσοποιητικό σύστημα και προστατεύει τον οργανισμό από βακτήρια και ιούς. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι το μέλι έχει διάφορες βιταμίνες και σίδηρο σε μεγάλες ποσότητες. Η συνεχής χρήση του μελιού δυναμώνει τα λευκά αιμοσφαίρια του αίματος για την καταπολέμηση των βακτηριδίων και των ιών.

Δυσπεψία

Κανέλα σε σκόνη αναμειγμένη με δύο κουταλιές της σούπας μέλι όταν ληφθεί πριν το φαγητό ανακουφίζει και χωνεύεται το βαρύ γεύμα.

Γρίπη

Ένας επιστήμονας στην Ισπανία απόδειξε ότι το μέλι περιέχει ένα φυσικό συστατικό το οποίο σκοτώνει τα μικρόβια γρίπης και σώζει τον ασθενή από γρίπη.

Μακροβιότητα

Τσάι από μέλι και λίγη κανέλα σε σκόνη, όταν λαμβάνεται τακτικά, προλαμβάνει τη φθορά του γήρατος. Πάρτε τέσσερις κουταλιές μέλι, ένα κουτάλι σκόνη κανέλας και τρία φλιτζάνια χλιαρό νερό. Πίνετε 1/4 φλιτζανιού, τρεις με τέσσερις φορές την ημέρα..

Ακμή

Τρεις κουταλιές της σούπας μέλι και ένα κουταλάκι του γλυκού κανέλα σε σκόνη πάστα. Εφαρμόστε αυτήν την πάστα για τα σπυράκια πριν από τον ύπνο και ξεπλύνετε το επόμενο πρωί με χλιαρό νερό. Εάν γίνεται καθημερινά για δύο εβδομάδες, αφαιρεί τα σπυράκια από τη ρίζα.

Παθήσεις του δέρματος

Εφαρμόστε μέλι και κανέλα σε σκόνη σε ίσα μέρη στις περιοχές που χρήζουν θεραπείας. Έκζεμα, λειχήνες και σε όλους τους τύπους των λοιμώξεων του δέρματος.

Αδυνάτισμα

Καθημερινά το πρωί, μισή ώρα πριν από το πρωινό με άδειο στομάχι και το βράδυ, πριν τον ύπνο, πιείτε μέλι και κανέλα σε σκόνη βρασμένα σε ένα φλιτζάνι νερό. Εάν λαμβάνεται τακτικά, μειώνει το βάρος ακόμη και στο πιο παχύσαρκο άτομο. Επίσης, πίνοντας αυτό το μίγμα τακτικά, δεν επιτρέπει στο λίπος να συσσωρευτεί στο σώμα, ακόμη και αν κάποιος ακολουθεί διατροφή πλούσια σε θερμίδες.

Καρκίνος

Πρόσφατη έρευνα στην Ιαπωνία και την Αυστραλία έδειξε ότι προχωρημένες μορφές καρκίνου του στομάχου και των οστών έχουν θεραπευτεί επιτυχώς. Οι ασθενείς που πάσχουν από αυτά τα είδη καρκίνου θα πρέπει να λαμβάνουν καθημερινά μια κουταλιά της σούπας μέλι με ένα κουταλάκι του γλυκού κανέλα σε σκόνη για ένα μήνα τρεις φορές την ημέρα.

Κούραση

Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι η περιεκτικότητα σε σάκχαρα του μελιού είναι πιο χρήσιμα παρά επιβλαβή στην αντοχή του σώματος. Ηλικιωμένοι που παίρνουν μέλι και κανέλα σε σκόνη σε ίσα μέρη, έχουν μεγαλύτερη εγρήγορση και ευελιξία. Ο Δρ Milton, ο οποίος έχει κάνει την έρευνα, λέει ότι η μισή κουταλιά της σούπας μέλι που λαμβάνεται σε ένα ποτήρι νερό και πασπαλισμένα με λίγη κανέλα σε σκόνη, που λαμβάνονται καθημερινά μετά το βούρτσισμα των δοντιών και το απόγευμα, περίπου στις 15:00 μ.μ.όταν η ζωτικότητα του σώματος αρχίζει να μειώνεται, αυξάνει τη ζωτικότητα του σώματος μέσα σε μια εβδομάδα.

Άσχημη αναπνοή

Οι άνθρωποι της Νότιας Αμερικής, το πρώτο πράγμα που κάνουν το πρωί, είναι γαργάρες με ένα κουταλάκι του γλυκού μέλι και κανέλα σε σκόνη αναμεμιγμένα με ζεστό νερό. Έτσι διατηρούν την αναπνοή τους φρέσκια όλη την ημέρα. Πηγή: Weekly World News

Προσοχή: Φροντίστε να αγοράσετε πραγματική κανέλα (πιο ανοιχτόχρωμη) από ένα κατάστημα με βιολογικά είδη γιατί στο εμπόριο και στα σούπερ μάρκετ κυκλοφορούν σκόνες με τεχνητά χρώματα.

Η πραγματική κανέλα Κεϋλάνης ή Ινδονησίας, βιολογική, δείχνει ξεθωριασμένη, αυτή πρέπει να αγοράζετε:

Φροντίστε επίσης να αγοράσετε πραγματικό και ποιοτικό μέλι και μην εμπιστεύεστε τα προϊόντα του εμπορίου τα οποία πιθανότατα περιέχουν επιπλέον τεχνητή ζάχαρη και χρώμα. Θα τα βρείτε σε καταστήματα με βιολογικά προϊόντα. Είναι λίγο ακριβότερα αλλά αξίζει τον κόπο για αυτή τη θαυματουργή διαδικασία.

Το διάβασα στο www.alfavita.gr