Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΗΣ UNICEF ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΠΑΤΑΛΗ ΝΕΡΟΥ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΝΕΡΟ


Κάθε φορά που ανοίγουμε την βρύση το νερό ρέει άφθονο και μάλιστα χωρίς να του δίνουμε σημασία. Το θεωρούμε κάτι περισσότερο από δεδομένο. Πολλές φορές το αφήνουμε να τρέξει λίγο για να «κρυώσει» ή για να «ζεσταθεί». Ο κυριότερος λόγος βέβαια για να πιούμε νερό είναι για να ξεδιψάσουμε. Κι όμως σε πολλά μέρη του κόσμου, οι άνθρωποι δεν έχουν αυτήν την πολυτέλεια.

Είναι τα μέρη του κόσμου που και λίγα κέρματα να έχεις, που είναι σπάνια, δεν μπορείς να έχεις πρόσβαση σε νερό. Η UNICEF έκανε ένα συγκλονιστικό πείραμα για αυτήν ακριβώς την σπατάλη, προσφέροντας νερό σε μπουκάλια που όμως δεν μπορεί να αποκτηθεί με χρήματα. Αλλά με ιδρώτα.

Έστησε λοιπόν έναν πάγκο γεμάτο από μπουκαλάκια νερό και δίπλα του έναν διάδρομο γυμναστικής. Τα μπουκαλάκια δεν είχαν πάνω χρηματική αξία, αλλά αξία σε χιλιόμετρα. Είναι οι ενδεικτικές αποστάσεις που κάνουν οι άνθρωποι σε φτωχότερες χώρες σχεδόν καθημερινά, για να αποκτήσουν πρόσβαση σε νερό.

Όταν μια γυναίκα πλησίασε και ζήτησε νερό, ο άντρας πίσω από τον πάγκο της είπε ότι αξίζει 10 χιλιόμετρα και της έδειξε τον διάδρομο γυμναστικής. Για να το πάρει, θα έπρεπε να περπατήσει ή να τρέξει 10 χιλιόμετρα. Υπήρχαν μπουκάλια του 1 χιλιομέτρου ακόμα και των 50 χιλιομέτρων. Οι περισσότεροι δεν τα ήθελαν. Γιατί δεν χρειάζεται να το κάνουν. Δεν είναι αναγκαίο. Κάποιοι, ύστερα από εξηγήσεις, αποφάσισαν να διανύσουν μια απόσταση.




Όταν λοιπόν έφτασε η ώρα να το πιούν, ο άντρας τους είπε να κοιτάξουν τα συστατικά. Χολέρα, ηπατίτιδα Α, πολιομυελίτιδα και άλλες ασθένειες. Οι περισσότεροι φοβήθηκαν. Αλλά δεν ξέρουν ότι οι ανάγκη για νερό δεν σταματάει εκατομμύρια κόσμο από το να κάνει τεράστιες διαδρομές καθημερινά, όχι για να φτάσει σε καθαρό νερό, αλλά σε ένα νερό γεμάτο ασθένειες. Το συγκλονιστικό πείραμα της UNICEF, δεν πρέπει μόνο να μας ευαισθητοποιήσει αλλά και να μας κινητοποιήσει.

Γιατί η μικρή Aysha, περπατάει 8 ώρες την ημέρα, για να μπορέσει να φέρει νερό σε όλη της την οικογένεια…



Το είδα στο antikleidi.gr



ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ:"ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΣΤΟ ΧΕΡΙ"



Το θυμότανε. Πάντα. Δυνατά. Τις μέρες και τις νύχτες. Σαν «όνειρο», σα μοσκοβολιά, κι έλεγε…—το ’λεγε όλες τις στιγμές, και το παράγγελνε με πάθος στον εαυτό του— αν γλύτωνε, αν ξανανέβαινε στο φως, να ψάξει, να. κοσκινίσει όλον τον κόσμο, ώσπου να την βρει— όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την έλεγαν…—και να σκάψει να της φιλήσει τα χέρια, να την γεμίσει με δακρυσμένα «ευχαριστώ».

Εκεί μέσα που τον έθαψαν, που τον είχαν σα λείψανο ριγμένο, λαχτάρισε και δίψασε. Δίψασε για ένα σημαδάκι χλόη, για μια σταλίτσα του απάνω κόσμου. Ένα γέλιο μικρού παιδιού ή ένα τζιτζίκι… Κάτι που να μη θυμίζει αυτόν τον μουχλιασμένο και πνιγερό τάφο.

Εκεί κάτου τα ’χε ξεχάσει όλα. Το χρώμα του κόσμου, τη μέρα. Τί χρώμα είχε, αλήθεια, η μέρα; Ήταν γαλάζια; ή άσπρη;… Γιατί εδώ τα μάτια του ήταν άχρηστα, περιττά .Εδώ ζούσε μόνο με τ’ αφτιά και τα δάχτυλα. Την πρώτη μέρα που τον κατέβασαν είχε μαζί του και τη μύτη του μα ύστερα την έχασε. Τον έπιασε καταρροή κι ανόστησαν όλα. Πρόφτασε μονάχα να μυριστεί ότι βρωμούσε βαριά κι ανυπόφορα εκεί μέσα… Κάτι σαν υπόνομος σαν λάκκος ψοφιμιών. Ότι βούιζε σα βαθύ πιθάρι. Ύστερα όλα μπερδεύτηκαν. Το σκοτάδι τα κατάπιε και τ’ αφάνισε όλα. Κάπως έτσι θα ’πρεπε να ’ναι στον άδη. Έτσι άχαρα, έτσι στυφά. Μόνο πού τώρα πρέπει να του πάρουν αυτό τ’ όνομα, και να τον λένε «Απομόνωση». Θα του ταιριάζει περισσότερο.

Είχε μια πίκρα, που την έφερε μαζί του απ’ έξω. Ότι δεν πρόφτασε να δει το φεγγάρι. Το σπίτι πού κρυβότανε ήταν παράμερο, σε μια γούβα, με τα παράθυρα πάντα κλειστά, πάντα, μέρα και νύχτα.

Ά… το φεγγάρι… Έπρεπε να είχε προφτάσει να το δει. Όμορφα είναι και με τον ήλιο,

—ά ναι….

—και μ’ αυτόν, είναι πολύ όμορφα. Μα με το φεγγάρι… Μ’ αυτό είναι αλλιώτικα. Ο κόσμος γίνεται μαγευτικός, σαν παραμυθένιος. Σκέτου… Αυτός κι εκ ε ί ν η —το Ολγάκι-—με το φεγγάρι. Βράδυ αττικό. Και το φλύαρο ζεστό χεράκι της χωμένο στο δικό του. Το Ολγάκι… Ακουμπισμένο απάνω του σφιχτά στο ξύλινο καναπεδάκι. Κι από πάνω η ακακία με το φεγγάρι μπλεγμένο στα κλαριά της. «Ολγάκι… κόψε μου κείνο το χρυσό μήλο» —«Κλείσε τα μάτια να στο κόψω…». Το μάγουλό της, τρυφερό, μεταξένιο, τριβότανε μ’ ένα μικρό θρόισμα απάνω του. «’Ώ, τι γλυκό και μοσχοβολημένο φεγγάρι…».



Τώρα που να είναι, τι να κάνει; Το Ολγάκι…

Ήταν τρυφερό, το μόνο τρυφερό συναπάντημα της ζωής του. Μικρό… ολομόναχο. Ανίδεο απ’ τη ζωή και τις παγίδες της. Γελούσε σα φρεσκοκομμένο ρόδι και δεν έβλεπε τους λύκους πού ακόνιζαν γύρω της τα δόντια τους. Το είχε ανταμώσει λίγο πριν απ’ το γκρεμό και τ’ άρπαξε και το ‘σφιξε πάνω στο τίμιο στήθος του. Και το καλόπιασε. Κείνη ακούμπησε στο μπράτσο του και πάτησε θαρρετά.

Μα αν γλύτωσε το Ολγάκι απ’ το γκρεμό κι απ’ τα δόντια των λύκων, άλλος γκρεμός, ένας αληθινός τάφος, ανοίχτηκε για τον ίδιο. Άλλοι λύκοι άρχισαν να μυρίζουν τα δικά του τα βήματα. Το κατάλαβε στην ώρα. Και της το ’πε —κείνη έτρεμε…

—Ξέρεις, Ολγάκι. Το καταλαβαίνω, πως η ανάσα μου εδώ πάνου θα είναι λίγη. Μια μέρα θα με σύρουν σα φονιά, ναι, εμένα. Θα μου ζητήσουν να πατήσω το ψωμί μου. Να παραδώσω τούς συντρόφους μου. Να βρίσω το δίκιο του νηστικού. Να πω ήμαρτον για όλα πού αγάπησα. Κι εγώ θα πω «όχι». Και τότε, Ολγάκι ,—δεν έχουμε καιρό να στο εξηγήσω γ ι α τ ί —τότε μπορεί και να με κρεμάσουν ανάποδα, ή να με θλίψουν ζωντανό. Και να με κρατούν, κρεμασμένο ή θαμμένο, ώσπου να πίσω και ν’ απαρνηθώ. Τότε, Ολγάκι, θα μείνεις ολομόναχο. Και πρέπει να σφίξεις τα δόντια σου. Παντού παραμονεύουνε λύκοι δαμασμένοι για πλάσματα σαν και σένα. Πρέπει να σφάζεις τα δόντια και να περιμένεις ώσπου να με ξεθάψουν —γιατί κάποτε θα με ξεθάψουνε. Θα κουραστούνε και θα με ξεθάψουνε. Τότε θα μου ξαναδώσεις πάλι να σφίξω το χεράκι σου… και δεν θα τ’ αφήσω πια ποτέ.

Που να είναι άραγε τώρα το μικρό του, το ολόμικρό του Ολγάκι;…

Εδώ κάτου όλα ήταν μαύρα σαν κατράμι. Όλα σκεπασμένα με νύχτα πηχτή. Μπερδεμένα τα μερόνυχτα. Σμιγμένη η νύχτα με τη μέρα σε μια μόνη νύχτα χωρίς σύνορα. Είχε πάψει πια να μετράει, γιατί από πού ν’ αρχίσει; Με τί να μετρήσει; Εδώ ήταν όλα ένα μονοκόμματο σκοτάδι. Οι ώρες, τα λεπτά, οι μήνες και τα χρόνια. Τα ρολόγια και τα καλαντάρια, ήταν γι’ αυτούς πού ζουν στο ξέφωτο του κόσμου, πού έχουν τα μάτια, και πού τους χρειάζονται τα μάτια. Εδώ «ζω» θα πει ψ η λ α φ ώ.

Έτσι σερνόταν αυτή η άσωτη μαυρίλα, έτσι λίμναζε αυτή η ασήκωτη πίσσα πού απάνω τη λένε χ ρ ό ν ο. Κι έτσι θα σερνόταν, κι έτσι θα λίμναζε… αν…

Αν δεν γινότανε αυτό το θαμπωτικό και πρωτάκουστο, αν κάποτε, ξάφνου δεν γινόταν φ ώ ς. Τί ήταν; Από πού ξεκίνησε; Τί ζητούσε;… Δεν ήξερε. Η αλήθεια είναι ότι έγινε, ότι κάποτε —μέσα στα βαθιά έγκατα —έπεσε φως. Μόλις το είδε, έτριψε καλά τα μάτια του, κούνησε το μυαλό του, μην ήταν ψέμα, μην τον περιπαίζανε τα όνειρα. Όχι. Ήταν αλήθεια! Σύρτηκε με τα τέσσερα και κόλλησε τα μάτια του στην τρυπούλα του κελιού.



Ήταν φώς! Ή ζωή ήταν ακόμη στη θέση της! Μα δεν πρόφτασε να χαρεί. Χοντρά βήματα ακούστηκαν ξοπίσω της. Και μ’ όλο του το σάστισμα μπόρεσε να ξεχωρίσει τη βαριά σιλουέτα του Σβάρτς, του βασανιστή και του σκυλάνθρωπου, που δέκα ολάκερα μερόνυχτα τον παίδευε, πριν τον θάψει εδώ μέσα. Ναι, ήταν αυτός. Μα που την πήγαινε την άγνωστη με το φεγγάρι; Δεν πρόφτασε να την μελετήσει καλά, είχε μόνο ξεχωρίσει τα μαλλιά της —χρυσά πίσω απ’ το φως, και το μπόι της, αρκετά ψηλό. Τίποτε’ άλλο. Τα βήματα πέρασαν κι έσβησαν.

Κάθισε να τρίβει τα μάτια του. Ήταν φως; Ήταν αλήθεια; Ό κόσμος πέρασε από δίπλα του γρήγορος σαν αστραπή, και χάθηκε πίσω απ’ το διάδρομο. Έχωσε τό κεφάλι του μες’ στα μπράτσα κι απόμεινε κει. Πέρασαν ώρες, δε θυμόταν πόσες. Σίγουρα. Δεν ήταν αληθινό ότι έτρεξε. Του φάνηκε.

‘Όλα τα ’φερε ό πυρετός. Ό πυρετός απ’ τις κακοφορμισμένες πληγές του.

Έτσι θα ήταν. Κρίμα…

Κοιμόταν. Τον είχε κλεφτοπάρει έτσι κουλουριασμένος, όπως έμενε. Μπορεί να ονειρεύτηκε κιόλα. Ένα όνειρο γεμάτο φεγγάρια, φεγγάρια και κορίτσια. Ένα παγκάκι μια ακακία… Μα τί ’ταν αυτό; Σήκωσε το κεφάλι του.

Το φεγγάρι. Το κορίτσι με το φεγγάρι ξαναπερνούσε. Όχι, δεν ήταν όνειρο. . · Δεν ήταν ψέμα · . Αχ. . · εξαίσιο πέρασμα. . . χαμόγελο της ζωής. Υπάρχεις λοιπόν; Κι εσύ γυναίκα, όποια κι αν είσαι, να ’σαι ευλογημένη. Αφού υπάρχει το φως όλα υπάρχουν. Τώρα μπορεί να κυλήσει όσο μαύρος χείμαρρος θέλει. Ή ζωή υπήρχε! Και τον περίμενε.

Τότε ορκίστηκε. Αν ζούσε, αν ανέβαινε στο ως, να ψάξει, να την βρει, και να την βρει, και να την προσκυνήσει, όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την έλεγαν. Γιατί τον δυνάμωνε, γιατί κατέβηκε στα τάρταρα, για να του φέρει το φώς, και την εγκαρτέρηση.

Έτσι το θυμόταν: Δυνατά, επίμονα, με πάθος… Όλον τον κατοπινό καιρό, όσος ήταν. Τον όρκο του τον είχε βάψει στις πληγές του. Το θυμόταν κι όταν σύρθηκαν οι βαρείες άλυσσίδες —γιατί κάποτε οι αλυσίδες σύρτηκαν —και τον πέταξαν ξανά στο φώς. Θυμόταν και τα λόγια που αλλάξανε ξοπίσω του οι φύλακες. «Μπορείς απ’ την πέτρα την ξερή να βγάλεις νερό, απ’ αυτόν δεν βγάζεις λέξη».

Δίπλα στο Ιεροξεταστήριο ήταν ένα καφενεδάκι. Κάθισε στην πρώτη καρέκλα πού σκόνταψε. Κάθισε, γιατί δεν μπορούσε ούτε να δει, ούτε να σκεφτεί, ούτε να περπατήσει. Ακόμα ψηλαφούσε… Ήρθε ένας μεσόκοπος άντρας και στάθηκε από πάνω του.

— Από κάτω έρχεσαι;… του λέει με πονετική φωνή. Φαίνεσαι. Είσαι σα χάσες. Να σου φέρω ένα καφεδάκι, παιδί μου, να στυλωθείς;

— Πόσον καιρό έχω; τον ρωτά.

— Πού να ξέρω… Πότε σε πιάσανε; πι μου και θα το βρούμε.

— Αρχές ’Απρίλη.

— Χμ… Σήμερα έχουμε τέλη του Νοέμβρη.

— Τέλη του Νοέμβρη;…

Εφτά μήνες. . . Εφτά ολοστρόγγυλους μήνες. . . Μόνο με ψωμί. . . Νερό και ψωμί, πού του το πετούσαν αμίλητοι απ’ την τρυπίτσα. Αμίλητοι, για να μην ακονίσει ανθρώπινη μιλιά, κι αναθαρρήσει…

Ο καφετζής ξαναγύρισε με το δίσκο.

— Πάρε, παιδί μου. Κι απόθεσε τον καφέ.

Δεν τον πρόσεξε. ’Έπεσε πάνω στο νερό με χαχανητό.

—Μπάρμπα… του λέει. Και γαντζώνει πάνω στο ρούχο του. Μπάρμπα, οποίος κι αν είσαι. Έκανα έναν όρκο εκεί κάτω. Και θέλω τώρα πού βγήκα να τον ξεπληρώσω…

— Ποιόν παιδί μου; Λέγε…

— Κάποτε… δεν ξέρω πότε. Μα μια μέρα…—ή μια νύχτα…, δεν θυμάμαι —εκεί κάτω έγινε φώς. Ένα κορίτσι…

— Άσε, ξέρω.

— Ξέρεις;

—- Ναι, άσε, ξέρω… Να, εκειδά στο στενάκι κάθεται. Τη βλέπεις κείνη την πόρτα την κανελιά με το χερούλι; Έ, κει κάθεται.

— Ποιος; Το κορίτσι;

— Το κορίτσι. Δώσε στην πόρτα χτυπησιές και θα σ’ ανοίξουνε. Το ξέρω το κορίτσι. Είναι το τελευταίο κελεπούρι του Σβάρτς. Έχει καναδυό μήνες πού το σπίτωσε.

— Του Σάρτς;… Κάνει σαστισμένος. Και καλά, γιατί ο κύριος δεν πηγαίνει εκεί; Γιατί την κατεβάζει στο μαύρο κόσμο, κάτου στα έγκατα της Γής;

— Άπιαστος κόσμος, παιδί μου, χαλασμένος, πώς το λένε… Άσε, είναι ιδιότροπος, διαστρεμμένος, βίδα… πώς το λένε;

— Άσε, μπάρμπα, κατάλαβα. Στην κανελιά πόρτα είπες; ’Άσε, κατάλαβα. Γεια σου…

Έχωσε τη σκούφια του βαθιά κι έφυγε. Παραπατούσε σα μεθυσμένος. Σερνόταν τοίχο-τοίχο, ώσπου έφτασε στο χερούλι της καφετιάς πόρτας και κρεμάστηκε απάνω του. Ένα ξεπλυμένο μούτρο χάραξε την πόρτα και τον κοίταξε στυφά-στυφά.

— Πάαινε παρακάτω, χριστιανέ μου… Δεν έχει…

— Τί;

— Δεν έχουμε λιανά.

Έπιασε με δύναμη την πόρτα και την έσπρωξε μέσα.

— Λιανά;… Λιανά είπες; Για ποιόν λοιπόν με πέρασες;

Η γριά τον μέτρησε φοβισμένη.

— Καλά… Κόπιασε. Μα τι ορίζεις;

— Θέλω… (Σταμάτησε. Τι ήθελε;… Σκούπισε τον Ιδρώτα του). Θέλω τη… (Μα πώς την έλεγαν;). Θέλω.. Θέλω τη… την «άπαυτή»… τη λεγάμενη του Σβάρτς.

— ..Χμ… Xμ… κάνει η γριά και ξερογλείφεται. Δεν είναι για τα δοντάκια σου, καψερέ μου. Πάαινε.

— Όχι. γιαγιά. Όχι, να μη χαρώ τα μάτια μου. Δεν…

— Πάαινε… πάαινε… Δεν είναι για κανέναν. Μη βλέπεις με. κείνον. Έχει το λόγο της. Ποιόν λόγο;… Κείνη ξέρει. Κάτι, λέει, της έταξε… Δεν είναι της «δουλειάς» το κορίτσι, μάτια μου. Τράβα.

— Γιαγιά… κάνει και της σταυρώνει τα χέρια. Δεν με κατάλαβες. Δεν με νοιάζει ποιανού είναι και τί κάνει. Εγώ θέλω μόνο να τη δα. Τίποτα άλλο. Μόνο να τη δα.

— Να τη δεις; Άλλο και τούτο! Και γιατί;

Κείνη την ώρα ακούστηκαν ξοπίσω βήματα.

— Να… πες τα στην ίδια… λέει η γριά. Άκου, Όλγα, κορίτσι μου.

Στράφηκε. Κοντά του ήταν ένα τραπέζι…

— Τί είναι, γιαγιά; ρώτησε το κορίτσι.

Τότε έγινε κάτι σα σεισμός. Μα αυτός ωστόσο δεν έπεσε. Στάθηκε αντίκρυ της σαν κέρινη σκιά… (Το μικρό του πάναγνο Ολγάκι…).

Κείνη έπαιξε με δύναμη τα μάτια. Ύστερα τα ’κλείσε και περίμενε τα νύχια του. Δεν έγινε… Ό άνθρωπος πού στεκότανε αντίκρυ της έβγαλε αργά-αργά το σκούφο του και γονάτισε. Κείνη έπεσε στα χέρια της γριάς. Κάτι ζεστό άγγιξε το μέτωπό της… Ένα ζεστό στόμα πέρασε σιγά, λεπτά, με ευλάβεια απ’ τα μαλλιά της… Κι ύστερα ξεμάκρυνε…

Άνοιξε τα μάτια της. Ο άνθρωπος με το φιλί έφευγε. Κι ή τραγιάσκα του… ήταν ακόμη κρεμασμένη απ’ το χέρι… Της ήρθε να φωνάξει. Να τρέξει ξοπίσω του, να τον προφτάσει…, μα τα πόδια της ήταν κολλημένα. Ήθελε να τού φωνάξει. Να περιμένει. Να δεις πώς θα πέφτει, και πώς θα φιλεί ένα-ένα τα βήματά του… μα κείνος είχε ξεμακρύνει. ’Ακούστηκε να κλείνει ξοπίσω του η πόρτα.

Και τότε… Τότε κατάλαβε…—κι έμπηξε φωνή —κατάλαβε… πώς στον τάφο πού κατέβηκε για να τον βγάλει, έμεινε για πάντα θαμμένη η ίδια…

Μενέλαος Λουντέμης – Από τη συλλογή διηγημάτων: «Αυτοί που φέρανε την καταχνιά»
Αντικλείδι , http://antikleidi.com

"ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΦΥΛΑΚΗ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ, ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ,ΤΗΣ ΜΟΡΦΩΣΗΣ Ή ΠΗΓΗ ΌΠΟΥ ΡΕΕΙ ΑΚΑΤΑΠΑΥΣΤΑ Η ΦΙΛΟΚΑΘΕΙΑ ΚΑΙ Η ΜΑΘΗΣΗ;



Ο Bernie Trilling τονίζει την αναγκαιότητα δημιουργίας Σχολείων του Μέλλοντος, καθώς οι μαθητές που ξεκινούν το σχολείο σήμερα, θα πρέπει να προετοιμαστούν για έναν πολύ διαφορετικό κόσμο είκοσι χρόνια μετά.

Μέσα από τη νέα εξίσωση της μάθησης παρουσιάζει τις κύριες μαθησιακές δεξιότητες που απαιτούνται στην Κοινωνία της Γνώσης: «3Rs X 7Cs = 21stCentury Learning».

Η εξίσωση, όπως διατυπώθηκε από τον Trilling, αναφέρεται στις τρεις βασικές ικανότητες: της ανάγνωσης, της γραφής και της αρίθμησης (3Rs) και
στις απαραίτητες δεξιότητες του 21ου αιώνα, που είναι:
Κριτική Σκέψη και Δράση
Δημιουργικότητα
Συνεργασία
Διαπολιτισμική Κατανόηση
Επικοινωνία
Γνώση Η/Υ
Επαγγελματική & Μαθησιακή Αυτοδυναμία

Το σχολείο του παρόντος δεν προηγείται της εποχής του, ούτε συμβαδίζει με αυτή. Έμεινε πίσω. Έτσι, οι μαθητές, μέσα από το σχολείο μαθαίνουν να λειτουργούν με δεδομένες στρατηγικές, με δογματικά μοντέλα ή με προτάσεις που βασίζονται στην απομνημόνευση κυρίως και ελάχιστα στην επεξεργασία. Είναι σε θέση να μπορούν να ανακαλούν κανόνες και να χρησιμοποιούν την κοινή επιστημονική γνώση για να συνάγουν ή να αξιολογήσουν συμπεράσματα, να λύνουν προβλήματα με μικρό αριθμό βημάτων επεξεργασίας, αλλά μέχρι εκεί.

Ακόμη και σήμερα το σχολείο με τις συντηρητικές μεθόδους, τα σφιχτά προγράμματα, τις εξετάσεις, τις συσσωρευμένες γνώσεις μέσα από κλειστά και δογματικά σχολικά εγχειρίδια και τέλος τη διδασκαλία-διαδικασία της «μεταφύτευσης» μοιάζει περισσότερο με φυλακή της σκέψης, της γνώσης, της μόρφωσης παρά με πηγή όπου ρέει ακατάπαυστα η φιλομάθεια και η μάθηση.

Ένα σχολείο που παρέχει εξειδικευμένη εκπαίδευση, ικανή να ανταπεξέλθει στις τεχνικές και οικονομικές απαιτήσεις των καιρών, ένα σχολείο «εργαλειακής» γνώσης, δεν παρέχει παιδεία που είναι κάτι παραπάνω από την αφυδατωμένη εκπαίδευση, γιατί η παιδεία έχει επιπλέον το άρωμα της ψυχικής και πνευματικής ανάτασης. Εκπαίδευση επιδέχεται και ένας σκύλος, παιδεία όμως όχι. Το χαρακτηριστικό είναι η εγκατάλειψη της γενικής παιδείας και η επαγγελματοποίηση της εκπαίδευσης. Στον βωμό της παγκοσμιοποίησης πολιτιστικές αξίες ισοπεδώνονται, μακραίωνες παραδόσεις καταπατούνται, η γλώσσα και η παιδεία θεωρούνται όργανα ή μέσα που θα βοηθήσουν στην ομοιογένεια. Επικρατεί η τυποποίηση των πάντων.

Η μόδα που αντικαθιστά την κουλτούρα, η διαφήμιση και τα Μ.Μ.Ε. αντικαθιστώντας εν μέρει το σχολείο, μαθαίνουν από νωρίς τον πολίτη- καταναλωτή-ψηφοφόρο τον ρόλο που θα παίζει σε όλη του τη ζωή. Άνθρωπος «ελεύθερος», χωρίς πνευματική ελευθερία, άνθρωπος του «πλανητικού χωριού».

Η θεσμοθετημένη σχολική εκπαίδευση οδηγεί στην αδράνεια της σκέψης, αντί στην ενεργοποίησή της. Το σχολείο ως εκπαιδευτικός µηχανισµός επιζητούσε πάντα τη συµµόρφωση, την υποταγή, την πειθαρχία. Σύμφωνα με αυτό, οι μαθητές πρέπει πρώτα να προσαρμοστούν, ν’ αποδεχτούν τους κανόνες του οριοθετημένου πεδίου, να δράσουν και να δημιουργήσουν στα κοινωνικά προδιεγραµµένα πλαίσια, έτσι ώστε να εξασφαλίσουν την παραμονή τους στο σύστημα. Κανένα σύστημα δε θέλει να διαλυθεί και όποιος είναι αντίθετος με αυτό, έστω και αιτιολογημένα, απορρίπτεται.

Και ο νέος αντιδρά γιατί, σήμερα, ενώ οραματίζεται έναν κόσμο γεμάτο ισότητα και δικαιοσύνη, αντικρίζει έναν κόσμο κοινωνικών ανισοτήτων, διακρίσεων, αναξιοκρατικό, με έντονη τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ φτωχών και πλουσίων, ευδαιμονισμού και λατρείας του χρήματος και δε μπορεί να αποδεχθεί τελικά την πολυπλοκότητα της σημερινής κοινωνίας, δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι έχει μείνει χωρίς όραμα, χωρίς ιδανικά.

Η κυριαρχία της εκπαίδευσης σε βάρος της παιδείας είναι που γέννησε όλα αυτά.

Το αποτέλεσμα είναι, ο νέος να οδηγείται στην απομόνωση, να είναι ευάλωτος και χωρίς καμιά αντίσταση στο σχολείο του σήμερα, το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο από την κακή εξαλλαγή του παραδοσιακού. Δηλαδή σχολείο, «παραγωγής» μονομερών ανθρώπων, οι οποίοι καταλήγουν στην απόλυτη εξειδίκευση, με την υψηλή τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση. Είναι όμως άνθρωποι με περιορισμένη φαντασία και με προδιαγεγραμμένα πνευματικά και ψυχικά όρια.

Στόχος του σχολείου αντιθέτως, θα έπρεπε να είναι η ποιότητα της γνώσης και η κριτική σκέψη, έτσι ώστε το άτομο να μπορεί να καλλιεργεί και να αναπτύσσει τις πνευματικές και ψυχικές του δυνάμεις, από την ημέρα που γεννιέται ως το τέλος του βίου του. Στόχος θα έπρεπε να είναι να μη χαθεί η άμιλλα, που εμπεριέχει την έννοια του ήθους, ούτε αυτή να αντικατασταθεί από τη σκληρή ανταγωνιστικότητα, η οποία έχει κανόνες αλλά δεν έχει ήθος.

Κάθε νεαρό άτομο χρειάζεται τις βασικές γνώσεις. Χρειάζεται όμως, ακόμα περισσότερα: δεξιότητες και κίνητρα τα οποία έχουν κρίσιμη σημασία.
«Οι νέοι που είναι εσωτερικά κινητοποιημένοι, (περίεργοι, επίμονοι, πρόθυμοι να ρισκάρουν) θα μαθαίνουν νέες γνώσεις και δεξιότητες συνεχώς. Θα μπορούν να βρίσκουν νέες ευκαιρίες ή να δημιουργούν δικές τους -κάτι όλο και πιο σημαντικό- καθώς οι παραδοσιακές σταδιοδρομίες θα εξαφανίζονται» (Τόνι Γουάγκνερ, 2012).

Οι αληθινά δημιουργικοί άνθρωποι, οι πρωτοπόροι επιστήμονες, οι καλλιτέχνες, ακόμη και οι επιχειρηματίες, κατάφεραν ό,τι κατάφεραν γιατί διατήρησαν εφʼ όρου ζωής μία παιγνιώδη διάθεση που είναι η μητέρα του ενθουσιασμού, της περιέργειας, της αναζήτησης, της ανεξαρτησίας και της δημιουργικότητας.

Ο Ken Robibson επιμένει ότι το σημερινό σχολείο το συνέλαβαν, το σχεδίασαν και το οικοδόμησαν για μια διαφορετική εποχή και μέσα στις ανάγκες της βιομηχανικής επανάστασης. Ο ίδιος εισηγείται ότι για να συμμετάσχουν τα παιδιά στη διδασκαλία και να επιτύχει το μάθημα, θα πρέπει η εκπαίδευση να αναπτυχθεί σε τρία μέτωπα:
να ενθαρρύνει την εξατομικευμένη μαθησιακή διαδικασία.
να προωθεί την περιέργεια του μαθητή μέσω της δημιουργικής διδασκαλίας.
να επικεντρωθεί στην αφύπνιση της δημιουργικότητας μέσω εναλλακτικών διδακτικών διαδικασιών που έχουν λιγότερη έμφαση στην τυποποίηση των εξετάσεων.

Με άλλα λόγια, ένα σχολείο κοντά στα παιδιά, ένα σχολείο που το παιδί προβληματίζεται, σκέφτεται, δημιουργεί. Ένα δημιουργικό σχολείο.

Στο δημιουργικό συνεργατικό σχολείο συνυπάρχει η μάθηση με το παιχνίδι. Η ζωή στην τάξη εξισορροπεί μέχρι ένα βαθμό την έλλειψη παιχνιδιού έξω από αυτήν. Η συμμετοχική διδασκαλία προκαλεί στο παιδί την ίδια ευχαρίστηση που προκαλεί το παιχνίδι. Λειτουργούν οι ίδιοι νευροχημικοί μηχανισμοί.

Το παιδί έχει μεγάλη φαντασία και ακόμη μεγαλύτερη εφευρετικότητα. Μάλιστα το τελευταίο είναι κάτι στο οποίο αρέσκεται ιδιαίτερα. Ας το ωθήσουμε και ας το βοηθήσουμε ν’ ανακαλύψει τις γνώσεις. Να χρησιμοποιήσει τη φαντασία του, να γίνει καθημερινός εξερευνητής. Ν’ αποκομίζει από τη διαδικασία της μάθησης την ίδια χαρά και ικανοποίηση που αποκομίζει από το παιχνίδι.

Το συνεργατικό δημιουργικό σχολείο είναι το σχολείο που αναδεικνύει τα ταλέντα και τις ικανότητες όλων των παιδιών, τόσο των ικανών, όσο και των αδύνατων μαθητών. Αναδεικνύει παιδιά που γράφουν και μιλούν ορθά, αλλά και αυτά που εκφράζονται αμήχανα, αυτά που είναι οργανωμένα αλλά και τα αφηρημένα, τα ονειροπόλα, τα κοινωνικά αλλά και τα στοχαστικά, τα επιδέξια αλλά και τα αδέξια.

Η επαγωγική-διερευνητική διδασκαλία, η δραστηριοποίηση του συναισθήματος και των γνωστικών λειτουργιών, η άνεση χρόνου, η αποδοχή της διαφορετικότητας, η προώθηση της παρατήρησης είναι μερικά μόνο από αυτά που χαρακτηρίζουν ένα μαθησιακό περιβάλλον που προωθεί τη δημιουργική σκέψη. Πόσο σημαντικό αλήθεια είναι το σχολείο μας σήμερα να επιτρέπει τα «λάθη» και να δουλεύει σε αυτά, να χρησιμοποιεί προβλήματα από την πραγματική ζωή, να δίνει έμφαση στη διαδικασία, παρά στο αποτέλεσμα.

Το «Αειφόρο Σχολείο», στην έννοια του οποίου ανήκει το δημιουργικό-συνεργατικό σχολείο, έχει ενσωματώσει την ιδέα και τις αξίες της αειφορίας σε κάθε πλευρά της ζωής του, δηλαδή στη διοίκηση, στη μαθησιακή διαδικασία, στη διαχείριση των κτηρίων, στις μετακινήσεις από και προς το σχολείο, στις σχέσεις του σχολείου με την ευρύτερη τοπική κοινότητα. Ένας χώρος «ανοιχτός» και «ποιοτικός», ένα πλαίσιο επικοινωνίας και ζωής από το οποίο θα απορρέει μια διάσταση ενεργούς μάθησης, μια πρακτική αξιοποίηση του πλήθους των πληροφοριών και των γνώσεων που κατακλύζουν.

Σε επέκταση του δημιουργικού συνεργατικού σχολείου, τα κοινοτικά σχολεία που μεταμορφώνονται σε χώρους όπου μαθητές, εκπαιδευτικοί, γονείς και κοινωνικοί φορείς δημιουργούν σχέσεις αλληλεπιδρώντας. Σχέσεις που αναπτύσσονται στα πλαίσια αμοιβαιότητας, συλλογικότητας και αλληλεγγύης. Μέσω των ποικίλων συμπεριληπτικών εκπαιδευτικών και κοινωνικών τους δράσεων και παρεμβάσεων συμβάλλουν σημαντικά στην ψυχική υγεία και ευεξία των μαθητών, των οικογενειών τους και των μελών της ευρύτερης τοπικής κοινότητας. Τα παιδιά έτσι αποκτούν εμπειρίες, γνώσεις και δεξιότητες και έξω από τον χώρο της σχολείου.

Ας δώσουμε σε κάθε παιδί, μέσα από ένα σχολείο για όλα τα παιδιά, την ευκαιρία να γυρέψει ένα καινούριο «εμείς». Την ευκαιρία να γίνουν όλοι μαζί ο άνεμος και το καράβι, οι ναύτες και οι καπεταναίοι του εαυτού τους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Παππά, Ά. (2005). Μαθαίνοντας πώς να μαθαίνω- από την ευέλικτη ώρα στο ευέλικτο σχολείο. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Φυλάτος.
Παππά, Ά. (2016). Ο αληθινός δάσκαλος. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Φυλάτος.
Σιδηρόπουλος, Δ. (2016). Κοινοτικά σχολεία στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και στην Αυστραλία: συμβολή στην ψυχική υγεία και ευεξία των μαθητών, των οικογενειών τους και των μελών της τοπικής κοινότητας. ΕΡΚΥΝΑ Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών- Επιστημονικών Θεμάτων. 11:187-201.
Trilling, B. & Fadel, C. (2009). 21st Century Skills: Learning for Life in Our Times. San Francisco: Jossey-Bass.
Wagner, T. (2012). Creating Innovators: The Making of Young People Who Will Change the World. New York: Scribner.
Το διάβασα στο pappanna.wordpress.com