Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

"ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ"

"ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ ..."



Τα «Κάλαντα» της Πρωτοχρονιάς έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Λίγοι ίσως γνωρίζουν όλο το περιεχόμενό τους και ακόμα λιγότεροι την προέλευσή τους. Είναι βέβαιο ότι στο Άσμα που ακούγεται σήμερα στις γειτονιές είναι ενσωματωμένα τουλάχιστον τέσσερα «Άσματα Αγερμού» που μάλλον ανάγονται στη Βυζαντινή εποχή.
 
Η πρώτη ενότητα είναι μια τυπική ευχή να είναι καλή η Πρωτομηνιά και η είσοδος του Νέου Έτους:
Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά
κι αρχή - Καλός μας χρόνος


Η επόμενη ενότητα όπως φαίνεται προέρχεται από την «Λόγια» Παράδοση. Κάποιος Διδάσκαλος (ή ιερέας) δίδαξε στους μαθητές του την μεγάλη «Δεσποτική Εορτή» της «Περιτομής του Χριστού» : Ο Χριστός με το Αιγυπτιακό - Σημιτικό Έθιμο της Περιτομής οκτώ ημέρες μετά την γέννησή του «βγαίνει να γνωρίσει τον κόσμο και γίνεται αποδεκτός από τους συμπατριώτες του» :

Αρχή που βγήκεν ο Χριστός
Άγιος και Πνευματικός
στην γήν να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει

Από την Λόγια Παράδοση φαίνεται να προέρχεται και η τρίτη ενότητα που αναφέρεται στην μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου. Είναι πιθανό μάλιστα να σχετίζεται με τον Αρέθα Επίσκοπο Καισαρείας και με την προσπάθεια να μορφωθούν οι πληθυσμοί της Μ. Ασίας τον 10ο αι. μΧ.
(Προβάλλεται ο Μέγας Βασίλειος ως φορέας της παιδείας - που προτρέπει τους γονείς να μορφώνουν τα παιδιά τους. Προβάλλεται επίσης η ιερή τέχνη του καλλιγράφου που πάντα στην Βυζαντινή εικονογραφία κρατά ειλητάριο («χαρτί»), Κάλαμο («πέννα») και «Καλαμάριον» (μελανοδοχείο) :

Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία.
Βαστάει πέννα και χαρτί
χαρτί και καλαμάρι
[με] Το καλαμάρι έγραφε
και [με] το χαρτί ομίλει.

.........
Και στο ραβδί του ακούμπησε να πει το Αλφαβητάρι...

Όμως στους στίχους του πρωτοχρονιάτικου άσματος παρεμβάλλονται άλλοι στίχοι που φαινομενικά δεν «δένουν». Για παράδειγμα τι θα πει «Αρχιμηνιά - κι αρχιχρονιά - ψηλή μου δενδρολιβανιά»!! Ή τί θα πει «χαρτί και καλαμάρι - δες κι εμέ το παληκάρι»!!! Αν και είναι παράξενες για εμάς οι φράσεις αυτές, είναι πολύ απλή η προέλευσή τους. Ιδού η παράξενη και χαριτωμένη ιστορία αυτών των στίχων που παρεμβάλλονται:
Για την τελική διαμόρφωση του άσματος που γνωρίζουμε σήμερα, έπαιξαν ρόλο «Καλανδιστές» που αυτοσχεδίαζαν. Μάλιστα από τον 13ο αι - όταν οι «Καντάδες» ήταν της μόδας (και ήταν δύσκολο στους νέους χαμηλών τάξεων να πλησιάζουν και να συζητούν με «αρχοντοπούλες») κάποιος τολμηρός νέος ενώ έψαλλε τα Κάλαντα στο πρόπυλο ενός αρχοντικού,, σκέφτηκε να στείλει «μήνυμα» στην νέα που κρυμμένη τον άκουγε απ' «τα ψηλά τα παραθύρια» και φαινομενικά έκανε πως δεν τον καταδέχεται.
Ο νέος χρησιμοποιεί ωραίες εκφράσεις και έξυπνα κοσμητικά επίθετα για να κολακεύσει την νέα. Τόσο η τόλμη όσο και η τέχνη του νέου να συνδυάζει στίχους, μας επιτρέπει να υποθέσουμε με επιφύλαξη ότι πρόκειται για μορφωμένο νέο (ίσως Επτανήσιο) της εποχής της Φραγκοκρατίας.
Ας προσέξουμε την αυτοσχέδια προσθήκη : Προσφωνεί την νέα στο μπαλκόνι

«Ψηλή μου δεντρολιβανιά»
«[μοιάζεις με] εκκλησιά μετ' Άγιο θόλος»

Και συνεχίζει ανακατεύοντας τις παρακάτω φράσεις στο Άσμα της Πρωτοχρονιάς :

«Για δεν μας καταδέχεσαι;;»
«Συ είσαι Αρχόντισσα Κυρία».
«Ζαχαρο - καρδιο - ζύμωτη, Δες και εμέ το παληκάρι!!»
«Βασιλικέ μου κατιφέ»
«Άσπρε μου, χρυσέ μου ήλιε!!!»


Σήμερα πολλοί είναι εκείνοι που μη γνωρίζοντας ψάλλουν λάθος τα Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα σε σημείο να μην βγαίνει νόημα : Ο Μέγας Βασίλειος εμφανίζεται να «μην μας καταδέχεται!!!!» ενώ η Καισάρεια «είναι αρχόντισσα Κυρία»(;;;;;).

Γιώργος Ιωαννίδης

Πηγή:http://users.sch.gr/geioanni/sel-eortes=1/sel-eortes=2=EKKLHS_EORTOLOGIO/sel-xristougenna/6.htm

"ΤΟ ΧΙΟΝΙ" ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΡΓΑ ΤΕΧΝΗΣ

Καθώς οι κάτασπρες νυφάδες χορεύοντας ομορφαίνουν τις μέρες μας ...


SNOW - Kizoa Online Movie Maker

"ΟΝΟΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΟΥΣΟΥΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΩΝ"



Οι καλικάντζαροι είναι μια παλιά παράδοση στην πατρίδα μας. Και σε κάθε τόπο και πιο πολύ στα χωριά, υπάρχουν χίλιοι θρύλοι και έθιμα γύρω από αυτούς. Εμφανίζονται κάθε Χριστούγεννα.

Μερικοί λένε ότι είναι πνεύματα, άλλα καλά και άλλα κακά. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι είναι παράξενα όντα, μαλλιαρά και ότι τρυπώνουν στα σπίτια από τις καμινάδες. Τις νύκτες πηγαίνουν και κλέβουν τα φαγητά που βρίσκουν και… πιο πολύ τα σύκα γιατί τους αρέσουν πολύ.
Έρχονται την παραμονή των Χριστουγέννων και… ζουν ανάμεσά μας 12 ημέρες: την 25,26,27, 28,29,30 και 31 Δεκεμβρίου, την 1,2, 3,4, 5 Ιανουαρίου και φεύγουν των Φώτων.
Αρχηγός τους είναι ο Μαντρακούκος, που είναι κουτσός κι άγριος και ο πιο επικίνδυνος απ' όλη την ομάδα. Ακολουθεί ο Μαγάρας, με την τεράστια κοιλιά του, ο οποίος μαγαρίζει όλα τα φαγητά και τα γλυκά. Επίσης έρχεται ο Κωλοβελόνης, που είναι αδύνατος και σουβλερός σα μακαρόνι και περνά από κλειδαρότρυπες και χαραμάδες. Άλλος είναι ο Κοψαχείλης με τεράστια κοφτερά δόντια, που κρέμονται από το στόμα του. Κανένας δεν μοιάζει με τον άλλο και έχει ο καθένας το κουσούρι του.

Οι καλικάντζαροι έχουν ονόματα σύμφωνα με τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους.

Πιο συγκεκριμένα:

1) ΜΑΛΑΓΑΝΑΣ
Ο Μαλαγάνας θέλει πολύ προσοχή γιατί ξεγελάει τα παιδιά με γλυκόλογα και έτσι καταφέρνει να τους παίρνει τα γλυκά
2) ΤΡΙΚΛΟΠΟΔΗΣ
Ο Τρικλοπόδης έχει χταποδίσιο χέρι που το χώνει παντού και σκουντουφλάνε πάνω του οι άνθρωποι. Του αρέσει πολύ να μπερδεύει τις κλωστές από το πλεχτό της γιαγιάς.
3) ΠΛΑΝΗΤΑΡΟΣ
Ο Πλανήταρος πλανεύει τους ανθρώπους γιατί μπορεί να μεταμορφώνεται σε ζώο ή σε κουβάρι.
4) ΜΑΛΑΠΕΡΔΑΣ
Του Μαλαπέρδα του αρέσει να κατουράει και στα φαγητά την ώρα που μαγειρεύονται. Γι’ αυτό όσες νοικοκυρές τον ξέρουν φροντίζουν να κλείνουν καλά το καπάκι της κατσαρόλας τους.
5) ΜΑΓΑΡΑΣ
Ο Μαγάρας έχει μια κοιλιά σαν τούμπανο και αφήνει βρομερά αέρια πάνω στα φαγητά των ανθρώπων.
6) ΜΑΝΤΡΑΚΟΥΚΟΣ
Αυτός ο αρχικαλικάντζαρος την ημέρα κρύβεται στις μάντρες και τη νύχτα βγαίνει και πειράζει τις γυναίκες που περπατούν στο δρόμο. Είναι κοντόχοντρος, τραγοπόδαρος, καραφλός, ασχημομούρης, πιο πολύ απ’ τους άλλους και πολύ επικίνδυνος.
7) ΚΑΤΑΧΑΝΑΣ
Ο Καταχανάς τρώει διαρκώς και τα πάντα. Ρεύεται και βρωμάει απαίσια.
8) ΠΕΡΙΔΡΟΜΟΣ
Ο Περίδρομος είναι ο άλλος φαταούλας της παρέας.
9) ΚΟΥΛΟΧΕΡΗΣ
Ο Κουλοχέρης είναι σαραβαλιασμένος, μ’ ένα χέρι κοντό κι ένα μακρύ κι όλο μπερδεύεται και πέφτει κάτω.
10) ΠΑΡΩΡΙΤΗΣ
Ο Παρωρίτης έχει μύτη σαν προβοσκίδα και πολύ μαλακή. Εμφανίζεται λίγη ώρα πριν λαλήσει ο πετεινός, αξημέρωτα κι έχει μανία να παίρνει τις φωνές των ανθρώπων.
11) ΓΟΥΡΛΟΣ
Ο Γουρλός έχει τα μάτια του τεράστια σαν αυγά και πεταμένα έξω. Φυσικά δεν του ξεφεύγει τίποτα.
12) ΚΟΨΟΜΕΣΙΤΗΣ
Ο Κοψομεσίτης είναι κουτσός και καμπούρης και πιο πολύ απ’ όλους τους άλλους καλικάντζαρους του αρέσουν οι τηγανίτες με το μέλι.
13) ΣΤΡΑΒΟΛΑΙΜΗΣ
Το χαρακτηριστικό του Στραβολαίμη είναι ότι στριφογυρνάει διαρκώς σα σβούρα το κεφάλι του.
14) ΚΟΨΑΧΕΙΛΗΣ
Του Κοψαχείλη τα δόντια είναι τεράστια και κρέμονται έξω από τα χείλη του. Του αρέσει να κοροϊδεύει τους παπάδες και γι αυτό φορά συνήθως ένα ψεύτικο καλυμμαύκι.
15) ΚΩΛΟΒΕΛΟΝΗΣ
Ο Κωλοβελόνης είναι μακρύς σαν μακαρόνι κι έτσι μπορεί εύκολα να περνάει από τις κλειδαρότρυπες κι από τις τρύπες του κόσκινου. Είναι ιδιαίτερα σβέλτος και γρήγορος στις κινήσεις του. Λένε πως ίσως ο Κωλοβελόνης να έχει ουρά που καταλήγει σε βέλος.
16) ΒΑΤΡΑΚΟΥΚΟΣ
Ο Βατρακούκος είναι θεόρατος και ολόιδιος βάτραχος.
17) ΚΑΤΣΙΚΟΠΟΔΑΡΟΣ
Η μεγαλειότητά του είναι φαλακρός και κασιδιάρης κι έχει ένα κατσικίσιο ποδάρι. Είναι κακορίζικος, ελεεινός και γρουσούζης. Όπου βάλει το κατσικίσιο του ποδάρι φέρνει καταστροφή.
18) ΠΑΓΑΝΟΣ
Η αφεντιά του είναι κουτσός. Λένε μάλιστα πως τον κούτσανε μια κλωτσιά από το γαϊδούρι της Μάρως, μιας χωριατοπούλας που την κυνηγούσε κάποτε ο Παγανός για να την κάνει γυναίκα του, αλλά αυτή κρύφτηκε στα σακιά με το αλεύρι που είχε φορτωμένα στο γαϊδούρι της και κατάφερε να του ξεφύγει. Ο Παγανός έτρεξε μανιασμένος κοντά στο γαϊδούρι και την έψαχνε. Το ζωντανό τότε τρόμαξε τόσο πολύ που άρχισε να κλωτσάει. Μια δυνατή φαίνεται πως έφαγε ο Παγανός και σακατεύτηκε. Ο Παγανός λατρεύει τη στάχτη και γι’ αυτό τρυπώνει από τις καμινάδες. Φοβάται όμως πιο πολύ απ’ όλους τους Καλικάντζαρους τη φωτιά και γι’ αυτό οι νοικοκύρηδες φροντίζουν να μη σβήσει κατά τη διάρκεια του δωδεκαήμερου. Ρίχνουν μάλιστα και αλάτι που κάνει θόρυβο όταν πέσει στη φωτιά, για να τον τρομάξουν ακόμα περισσότερο, όπως αναφέρει το strange.

Τα… τρολ
Μορφές σαν αυτές των καλικαντζάρων υπάρχουν σε όλους σχεδόν τους λαούς του κόσμου. Πιο γνωστά είναι τα Νορβηγικά τρολ. Τρολ ονομάζονται τρομακτικά όντα της Νορβηγικής μυθολογίας που πολλές φορές χαρακτηρίζονται και ως ανθρωποφάγα. Τα τελευταία χρόνια ο όρος τρολ χρησιμοποιείται για τους χρήστες του διαδικτύου, που όπως οι καλικάντζαροι, μπαίνουν σε ένα θέμα, μια συζήτηση, μια άποψη για να την καταστρέψουν προσβάλλοντας με κάθε τρόπο τον συντάκτης της.

Ακολουθεί "Η ΑΓΕΛΑΣΤΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ" με τους υπέροχους Χάρι και Πάνο Κατσιμίχα.
Ας την απολαύσουμε !!!
































ΠΗΓΕΣ: www.pronews.gr , www.hamomilaki.gr, www.youtube.com , www.google.gr

"ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ" - ΤΑ "ΔΩΡΑ" ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ...-




Η ημέρα της Πρωτοχρονιάς πλησιάζει και οι περισσότεροι έχουμε αρχίσει να ψάχνουμε δώρα για τους αγαπημένους μας. Τα παιδιά περιμένουν αυτήν τη μέρα με μεγάλη ανυπομονησία και ενθουσιασμό. Ψάχνουν το δώρο που θα ζητήσουν, κοιτούν τις βιτρίνες, συζητούν με φίλους και συγγενείς, γράφουν γράμματα στον Άγιο Βασίλη....

Παραδοσιακά, τις μέρες των γιορτών, σε πολλές χώρες του κόσμου γίνεται ανταλλαγή δώρων. Στη χώρα μας έχει επικρατήσει τα δώρα να τα φέρνει ο Άγιος Βασίλης την Πρωτοχρονιά, σε άλλες χώρες τόσο ο δωρητής όσο και η μέρα μπορεί να διαφέρουν, π.χ. στην Ουγγαρία στις 6 Δεκεμβρίου ο Άγιος Νικόλας βάζει καραμέλες στις μπότες των παιδιών, στην Ιταλία στις 6 Ιανουαρίου η «Μπεφάνα», μια γριά μάγισσα, βάζει γλυκά μέσα σε κάλτσες που έχουν ετοιμάσει τα ίδια τα παιδιά ειδικά για εκείνη, στις Σκανδιναβικές χώρες στις 21 Δεκεμβρίου, ο Νίσε, ένα μικροκαμωμένο ξωτικό με πολύχρωμα ρούχα και μακριά γενειάδα φέρνει δώρα και προστατεύει τα παιδιά, στην Ισλανδία έχουν 13 Άγιους Βασίληδες!

Στη χριστιανική παράδοση οι τρεις μάγοι έφεραν δώρα στον Ιησού, χρυσό, σμύρνα και λιβάνι. Τα δώρα αυτά θεωρούνται συμβολικά, ο χρυσός ως δώρο αξίας, το λιβάνι ως δώρο για την προστασία του πνεύματος και η σμύρνα ως δώρο για την προστασία του σώματος.

Ο συμβολισμός των δώρων που κάνουμε στα παιδιά φαίνεται να έχει χαθεί στις μέρες μας. Πολλές φορές τα παιδιά απογοητεύονται και παραπονιούνται, παρά την προσπάθεια του γονιού να βρει το καταλληλότερο δώρο. Συχνά εστιάζουν στην ποσότητα και στο κόστος του δώρου και όχι στη χειρονομία και τη διάθεση για προσφορά.

Όταν θα αποφασίσουμε να κάνουμε ένα δώρο σε κάποιο παιδί θα πρέπει να αναρωτηθούμε εάν το κριτήριό μας είναι να δώσουμε χαρά στο παιδί ή αν απλώς προσπαθούμε να καλύψουμε συναισθηματικά κενά μέσω της απόκτησης υλικών αγαθών, πχ. «Θέλω να καταλάβει πόσο το αγαπάω», «Θέλω να μη νιώθει μειονεκτικά σε σχέση με τα άλλα παιδιά», «Θέλω να είναι χαρούμενο». Αγοράζοντας κάτι πολύ ακριβό ή μεγάλες ποσότητες αντικειμένων, πολλοί πιστεύουν ότι με αυτό τον τρόπο ευχαριστούν περισσότερο το παιδί. Στην πραγματικότητα, όμως, δίνοντας πολλά δώρα στα παιδιά, δημιουργούμε πολλά προβλήματα. Ένα από αυτά είναι η έλλειψη ευγνωμοσύνης. Το παιδί μαθαίνει να αναμένει δώρα συγκεκριμένης ποσότητας ή κόστους με αποτέλεσμα να γίνεται απαιτητικό και να μην εκτιμά αυτά που λαμβάνει. Άλλο ένα πρόβλημα που μπορεί να προκύψει είναι η ανταγωνιστικότητα. Προσπαθώντας να δώσουμε σε ένα παιδί το μεγαλύτερο ή το πιο ακριβό δώρο, στέλνουμε ένα επικίνδυνο μήνυμα, ότι η αγάπη μετριέται με το μέγεθος ή τη γενναιοδωρία του δώρου που δίνουμε. Ακόμη ένα πρόβλημα όταν δίνουμε πολλά δώρα είναι η υπερδιέγερση. Οι έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά μαθαίνουν καλύτερα όταν μπορούν να απασχοληθούν με ένα αντικείμενο τη φορά. Τα πολλά παιχνίδια δεν επιτρέπουν στα παιδιά να αφοσιωθούν, να εστιάσουν και να εμπεδώσουν τα ερεθίσματα που δέχονται.

Πολλές οικογένειες αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα στις μέρες μας. Η οικονομική κρίση προκαλεί αρνητικά συναισθήματα στο γονιό λόγω της αδυναμίας του να προσφέρει στα παιδιά του τα υλικά αγαθά που επιθυμούν. Είναι σημαντικό να απενοχοποιηθούν οι γονείς και να καταλάβουν ότι αυτό που χρειάζονται τα παιδιά είναι αγάπη και όχι αντικείμενα. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να περάσουν και στα παιδιά τους το σημαντικότερο μήνυμα των γιορτών, τη συντροφικότητα, την προσφορά και την καλοσύνη.

Ας αναλογιστούμε λοιπόν τι έχει σημασία για εμάς, τι βρίσκεται κάτω από το έλατο ή ποιοι θα βρίσκονται γύρω από αυτό;
 Από την επιστημονική ομάδα του Χαμόγελου του Παιδιού

Πηγή: www.antikleidi.com

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

"ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ"

Στα πλαίσια του μαθήματος της Οικιακής Οικονομίας Α και Β Γυμνασίου δημιουργήσαμε ένα ηλεκτρονικό βιβλίο με θέμα "Χριστουγεννιάτικα Έθιμα από όλη την Ελλάδα και την Κύπρο".
Κάντε κλικ πάνω στην εικόνα για να το δείτε.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΥ

"ΟΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ"



Οι εορταστικές εκδηλώσεις στο κέντρο και τις γειτονιές της Αθήνας που διοργανώνει ο Δ. Αθηναίων σε συνεργασία με τον ΟΠΑΝΔΑ συνεχίζονται. Η αλλαγή του έτους θα γίνει και φέτος στο Θησείο, με φόντο την Ακρόπολη.

To πρόγραμμα των εκδηλώσεων αναλυτικά:

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου
Πεζόδρομος Βουκουρεστίου
10.00-15.00 Φιλανθρωπικό event για τη συγκέντρωση παιχνιδιών για τα παιδιά των προσφύγων με τη θεατρική παράσταση «Σπαταλοτερατάκι».
(έμπροσθεν του θεάτρου Παλλάς)
17.30 «Θέατρο και Μουσική σε μια μέρα γιορτινή»
Παιδικές παραστάσεις των Αθηναϊκών Θεάτρων με θεατρικά σκετς και χορό Συμμετέχει η Big Band του Δήμου Αθηναίων. Μουσική διεύθυνση: Μάνος Θεοδοσάκης
Συνδιοργάνωση με τα Αθηναϊκά Θέατρα
Πολιτιστικό Κέντρο Γκράβας
12.00 «Τα Χριστούγεννα του Τρού»
Θεατροπαιδαγωγικό πρόγραμμα από την ομάδα “paperdollwise”
Κρατήσεις θέσεων στο τηλ. 210 2011151
Σταθμός Μετρό «Κεραμεικός»
12.00 «Μουσικές διαδρομές στις γειτονιές της Αθήνας»
Μουσικός περίπατος της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Δήμου Αθηναίων
Θέατρο «Θυμέλη» Έλλης Βοζικιάδου
18.00 «Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα» του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
Θεατρική παράσταση για τα παιδιά της 5ης Δημοτικής Κοινότητας
Κρατήσεις θέσεων στο τηλ. 210 5284863
Αμφιθέατρο 50ου Γυμνασίου-Λυκείου Αθήνας
18.00 «6 χορδές και μία φωνή»
Συναυλία με το Δημήτρη Ζαφειρέλη

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου
Πλατεία Συντάγματος
12.00 Χριστουγεννιάτικες μελωδίες από τις Αμερικάνικες χορωδίες “Southern Connecticut State University Choir” και“University ofAlberta Choir” υπό τη μουσική διεύθυνση του μαέστρου Simon Carrington
Υπό την αιγίδα του Υπουργείου Τουρισμού
Συνδιοργάνωση με Expedition and Travel
Πλατεία Αμερικής
12.00 Συναυλία με τον Γιώργο Ζαχαρόπουλο & το συγκρότημά του
Θησείο - Πεζόδρομος Ηρακλειδών & Αποστόλου Παύλου
Εορτασµός παραµονής πρωτοχρονιάς
Μικρή Σκηνή 22.30-23.15 Η Sugahspank!, οι Swing Shoes, Athens Swing Cats και Athens Leading Hope παρασύρουν το κοινό με swing ρυθμούς
23.15-23.45 Συναυλία με τον Πάνο Μουζουράκη
Μεγάλη Σκηνή 23.45-00.45 Η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Τσελίκα συμπράττει με το Φίλιππο Πλιάτσικα
23.55-00.05 Υποδοχή του νέου έτους

Σάββατο 2 Ιανουαρίου
Πλατεία Συντάγματος
12.00 Εκδήλωση «Λαϊκά δρώμενα του Δωδεκαήμερου»
Ομάδες με παραδοσιακές ενδυμασίες (από τον Πόντο, την Κοζάνη, τη Μυτιλήνη και την ελληνική κοινότητα Ρουμανίας) με αφετηρία την Πλ. Συντάγματος διασχίζουν τον πεζόδρομο Ερμού και αναπαράγουν τοπικά έθιμα μεταφέροντας στο κέντρο της πόλης νότες χαράς με τραγούδια, χορούς και αστεϊσμούς
Συνδιοργάνωση με το τμήμα Αθηνών Διεθνούς Συμβουλίου Χορού, Athens Section CID-UNESCO
Πληροφορίες: www.athenssection-cid.gr
Πολιτιστικό Κέντρο Ευελπίδων
12.00 «Ρούντολφ, το ελαφάκι»
Παιδική θεατρική παράσταση από το θέατρο ΑΕΡΟΠΛΟΙΟ
Κρατήσεις θέσεων στο τηλ. 210 8040520
Πάρκο Φιξ, Πατησίων & Καυτατζόγλου
18.00 “The blade of the past”
Οι Κώστας Μάτσικας, Μπάμπης Παναγιωτακόπουλος, Ειρήνη Μουσάδη, Στέφανος Γεωργιτσόπουλος, Κατερίνα Παπαγιανοπούλου και Μαρίζα Βούλγαρη σε μία συναυλία με ελληνικά και ξένα τραγούδια της δεκαετίας ’80 και ’90

Κυριακή 3 Ιανουαρίου

Προαύλιο Ι.Ν. Αναλήψεως του Σωτήρος
10.30 Παραδοσιακοί χοροί με το Μουσικοχορευτικό Όμιλο «Αρίων»
Πλατεία Πλάτωνος (Πλάτωνος και Τηλεφάνους)
12.00 Συναυλία με τον Κωστή Χρήστου, τη Μαρίνα Βλαχάκη τη Νανά Δόμβρου και την Γκέλυ. Το πρώτο μέρος της εκδήλωσης είναι αφιερωμένο στα παιδιά
Κέντρο Τεχνών Δήμου Αθηναίων
11.00 «Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα» του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
Παιδική θεατρική παράσταση από το θέατρο «Θυμέλη» Έλλης Βοζικιάδου
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης & Παράδοσης «Αγγ. Χατζημιχάλη»
12.00 «Σ’αυτό το σπίτι που‘ρθαμε»
Η Νίκη Κάπαρη αφηγείται παραμύθια και μύθους για «παγανά» και καλικάντζαρους. Την αφήγηση επενδύει μουσικά ο Γιάννης Ψειμαδάς
13.00 Παραδοσιακά κάλαντα και χοροί από το παιδικό τμήμα του Πολιτιστικού Συλλόγου Αργυρούπολης «Η ΧΟΡΟΕΚΦΡΑΣΗ»
Πλατεία Κεραμεικού (έξοδος μετρό Κεραμεικός)
13.00 «Ζητείται μαέστρος» από το φωνητικό σύνολο“8tetto”
7ο Γυμνάσιο Παγκρατίου (Άλσος Παγκρατίου)
19.30 «Γιορτινές μελωδίες απ΄ όλο τον κόσμο»
Συναυλία με τη σοπράνο Δέσποινα Τσολάκη

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου

Ιωάννειος Βιβλιοθήκη
17.00 «Τα Χριστούγεννα του Τρού»
Θεατροπαιδαγωγικό πρόγραμμα από την ομάδα“paperdollwise”
Κρατήσεις θέσεων στο τηλ. 210 6983905
Παιδικό Μουσείο της Αθήνας
17.30-20.30 «Εορταστικά απογεύματα στο Παιδικό Μουσείο της Αθήνας»
Το Παιδικό Μουσείο υποδέχεται τους μικρούς μας φίλους για να δημιουργήσουν τα δικά τους χριστουγεννιάτικα μπισκότα, χριστουγεννιάτικες κατασκευές με αφορμή Συλλογές του Μουσείου και να παίξουν στα εκθέματά του
Συνδιοργάνωση με το Ελληνικό Παιδικό Μουσείο
Θέατρο «Θυμέλη» Έλλης Βοζικιάδου
18.00 «Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα» του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
Θεατρική παράσταση για τα παιδιά της 6ης Δημοτικής Κοινότητας
Κρατήσεις θέσεων στο τηλ. 210 5284863
Πολυχώρος «Άννα & Μαρία Καλουτά»
20.00 «Πρόγραμμα παρακαλώ…». Μία αναδρομή στα τραγούδια που σημάδεψαν το ελληνικό θέατρο από τις αρχές του 20ου αι. έως τις μέρες μας
Επιμέλεια: Γεράσιμος Ευαγγελάτος

Τρίτη 5 Ιανουαρίου
Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, Αμφιθέατρο «Α. Τρίτσης»

17.00 «Προσοχή! Χαθήκαμε στα χρώματα»
Παιδική θεατρική παράσταση από το θέατρο ΑΕΡΟΠΛΟΙΟ
52ο Γυμνάσιο Αθηνών
20.00 Συναυλία με την Ελένη Τσαλιγοπούλου και το μουσικό σχήμα «Αψιλίες»
Χριστουγεννιάτικες δράσεις στην πόλη
«Το ελιξίριο των Χριστουγέννων»

29 Νοεμβρίου - 10 Ιανουαρίου

Βιωματικό παιχνίδι γνώσεων-συναισθημάτων-πολιτισμού. Πρόκειται για ένα διδακτικό και συναρπαστικό παραμύθι για παιδιά, το οποίο θα παρουσιαστεί σε Δημοτικά σχολεία των Αθηνών
Συνδιοργάνωση με το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων

«Βιτρίνες στην Αθήνα»
Ο Δήμος Αθηναίων και η Εταιρεία Ανάπτυξης και Τουριστικής Προβολής Αθηνών σε συνεργασία με τον Εμπορικό Σύλλογο Αθηνών στηρίζουν τα καταστήματα του ιστορικού κέντρου της Αθήνας για να δημιουργήσουν βιτρίνες γεμάτες έμπνευση και φαντασία. Αναζητήστε τις 20 εορταστικές βιτρίνες με το αστέρι «Βιτρίνες για την Αθήνα» στην περιοχή του ιστορικού κέντρου και αναδείξτε με την ψήφο σας την βιτρίνα με την καλύτερη ιδέα. Η ψηφοφορία θα διεξαχθεί από 10 Δεκεμβρίου 2015 έως και 6 Ιανουαρίου 2016 μέσω του περιοδικού «Αθηνόραμα» και της ιστοσελίδας www.athinorama.gr

«Χριστούγεννα στο σπίτι της Αγγελικής Χατζημιχάλη»
Κέντρο Λαϊκής Τέχνης& Παράδοσης «Αγγ. Χατζημιχάλη» (12 Δεκεμβρίου - 5 Ιανουαρίου)
Με επίκεντρο το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο δέντρο και το στολισμένο χριστουγεννιάτικο τραπέζι να δεσπόζει στην τραπεζαρία του αρχοντικού, οι επισκέπτες θα αισθανθούν την παραδοσιακά φιλόξενη ατμόσφαιρα της χριστουγεννιάτικης Αθήνας ακούγοντας παραδοσιακά κάλαντα από όλα τα μέρη της Ελλάδας, ομιλίες και εθιμικά δρώμενα του δωδεκαήμερου και πραγματοποιώντας ξεναγήσεις στους χώρους του σπιτιού. Η έκθεση θα πλαισιωθεί από κείμενα και φωτογραφικό υλικό με χριστουγεννιάτικες εικόνες της παλιάς Αθήνας
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη-Παρασκευή 09.00-19.00, Σάββατο-Κυριακή 09.00-14.00

«Αναγνώσεις στο Αμφιθέατρο Α. Τρίτσης» (Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων)
Κυριακή 13 Δεκεμβρίου, 11.00
Κυριακή 27 Δεκεμβρίου, 11.00
Σάββατο 2 Ιανουαρίου, 17.00
Κυριακή 3 Ιανουαρίου, 11.00
Ομάδες σπουδαστών της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης παρουσιάζουν ένα παραμυθένιο ταξίδι, αφηγούνται χριστουγεννιάτικες ιστορίες, καθώς και παραδοσιακά και άλλα γνωστά παραμύθια με στοιχεία σωματικού αυτοσχεδιασμού και μουσικής. Σε συνεργασία με το Θέατρο Τέχνης.

Η είσοδος σε όλες τις εκδηλώσεις είναι ελεύθερη
.
* Το πρόγραμμα ενδέχεται να τροποποιηθεί
Περισσότερες πληροφορίες στο τηλ. 210 5284800 καιwww.cityofathens.gr – www.opanda.gr

Πηγή:www.tvxs.gr

"ΟΜΑΔΑ ΑΙΓΑΙΟΥ" ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΜΕ ΤΑ ΦΟΥΣΚΩΤΑ ...


ΟΜΑΔΑ ΑΙΓΑΙΟΥ. ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΜΕ ΤΑ ΦΟΥΣΚΩΤΑ
που προσφέρουν ιατρική βοήθεια στους ακρίτες, χτίζουν παιδικές χαρές, εξοπλίζουν σχολεία...




Η αγάπη για τη θάλασσα και το κοινό ενδιαφέρον για τα φουσκωτά, έδωσε την ευκαιρία σε μια συντροφιά φίλων και συνταξιδιωτών να περιπλεύσουν το μεγαλύτερο μήκος της Ελληνικής ακτογραμμής και να επισκεφθούν τα περισσότερα νησιά, να γνωρίσουν από κοντά τα πολλά προβλήματα των ακριτικών Νησιών και του Αιγαίου γενικότερα.
Έτσι, κάπως ήρθε και η απόφαση να προσφέρουν τη βοήθειά τους όσο συχνότερα και όσο περισσότερο μπορούν.



«Η δράση της ομάδας Αιγαίου έχει ως επίκεντρο τον άνθρωπο, τον συνάνθρωπό μας, τον «αποκλεισμένο» ακρίτα νησιώτη, που στις μέρες μας έχει ανάγκη από τη στήριξή μας και εμείς έχουμε ανάγκη από την ύπαρξη και ευημερία του εκεί που ζει και αναπτύσσεται: Στα ''ξεχασμένα'' νησιά του Αιγαίου Αρχιπελάγους, τα οποία συνειδητά επέλεξε η Ομάδα Αιγαίου να στηρίζει ''κόντρα στον καιρό''.
Εκείνα τα νησιά που ενώ αντιμετωπίζουν μόνιμες φυσικές αντιξοότητες λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, αλλά και περιορισμούς-δυσκολίες εξαιτίας της προβληματικής συνοριακότητάς τους με τη γείτονα χώρα, επιμένουν να «κρατάνε Θερμοπύλες», παρά το ότι η μέριμνα της πολιτείας δεν επαρκεί.

Και επειδή τα νησιά αυτά δεν είναι μόνο οι επιβλητικοί βράχοι, τα μαργαριταρένια ακρογιάλια, η πανέμορφη φύση τους, ο πλούσιος βυθός τους, αλλά πρωτίστως οι κάτοικοί τους, οι συμπατριώτες και συνάνθρωποί μας, η Ομάδα Αιγαίου επιδιώκει και αγωνίζεται να αποκαταστήσει και ισχυροποιήσει την ένωση μαζί τους προσφέροντάς τους όσα μέσα μπορεί για σύγχρονη διαβίωση, ιατρική περίθαλψη, εκπαίδευση και πρόοδο, συμβάλλοντας έτσι στην ισότιμη μεταχείρισή τους και προάγοντας την ιδιαίτερη σπουδαιότητα που έχουν για την πατρίδα μας», γράφουν οι ίδιοι για το έργο τους στην ιστοσελίδα τους.

Ακολουθεί το τραγούδι του Θανάση Ζώη (Ομάδα Αιγαίου) με τίτλο"Άγρια Νερά". Ερμηνεύει ο Μανώλης Μητσιάς.


“ΑΓΡΙΑ ΝΕΡΑ”

Στα νερά που ταξιδεύεις, στη γαλάζια χώρα σου πάρε με μαζί
να δω τα όνειρα που γεννούν τα απόνερα
μια ευχή να βγαίνει αληθινή
σαν σε κοιτάζουν

Μάτια παιδικά που περιμένουν να φανείς
άγρια νερά που δεν αγάπησε κανείς
πίσω απ τα βράχια, τα λιμάνια της σιωπής
αλλιώτικη η Ελλάδα, στη πιο σκληρή λιακάδα

Όσα μίλια κι αν μετρήσω, τ’ άσπρα τα σπίτια τους για να δω ξανά
εκεί να στέκονται, να αντιστέκονται
βουβά στ’ ανέμου τη μεριά
να μην τρομάζουν

Μάτια παιδικά...

                                                         Θανάσης Ζώης

Πηγές: www.hamomilaki.gr , www.youtube.com

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

"Η ΜΟΝΑΞΙΑ, ΟΙ ΑΠΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ"



Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι είναι στρωμένο γιορτινά, στην ταινία μικρού μήκους με τίτλο «Επισκέπτες» του Θοδωρή Παπαδουλάκη. Μπροστά στις πιατέλες και τα εδέσματα δύο άνθρωποι προσπαθούν να μοιραστούν τις στιγμές με τους αγαπημένους τους που είναι μακριά.
Αλλά είναι και οι «Επισκέπτες» που θα τους γεμίσουν την καρδιά ζεστασιά και μια πόρτα που θα ανοίξει θα κάνει το σπίτι να γεμίσει χαρές και θα φέρει χαμόγελα σε όλους.

Πηγές:www.hamomilaki.gr , www.youtube.com

"ΚΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ" -ΑΡΣΙΝΟΗ ΒΗΤΑ-

Ο Μικρός Σαλπιγκτής, Γεώργιος Ιακωβίδης

Ο Μικρός Σαλπιγκτής, Γεώργιος Ιακωβίδης

Η σιωπηλή νυχτιά απόψε ντύθηκε αιωνιότητα.
Της αγάπης, της ελπίδας, της ειρήνης.

Κοιμούνται οι άνθρωποι. Η αυγή αργεί. Στο σκοτεινό ουρανό αχνοφαίνεται ένα άστρο. Kι ευθύς μια άρπα, ένα βιολί σε χέρια αγγελικά.

Και πιο κει ο μικρός σαλπιγκτής ξεπροβάλλει. Βλέπει το αόρατο στο μαγικό καθρέφτη του ορατού. To Tώρα, το Πάντα.

Στην απόλυτη γαλήνη, στην αμόλυντη ανυπόκριτη ψυχή, ουρανοδρομεί η χαρά. Όχι στη φάτνη που στήσαμε, στα τεράστια χριστουγεννιάτικα δέντρα, στα πολύχρωμα φώτα που σε σχήματα εντυπωσιακά αναβοσβήνουν.

Η χαρά ηχεί μέσα μας, το βλέμμα της αγάπης έχει, κι ευωδιάζει σαν τα θαλασσινά κρίνα στην άνυδρη άμμο αυτού του κόσμου. Είναι αγώνας εσωτερικός, είναι η καλωσύνη. Προσφορά ψυχής, μυστική, ταπεινή, προσωπική. Δε βρίσκεται στα εκμαυλιστικά φώτα οποιασδήποτε υποκριτικής φιλανθρωπίας.

Ω,Χαρά σε αντικρύζουν οι άνθρωποι σε μια γέννηση! Στην αναγέννηση του καινούριου, του αληθινού. Σφουγγίζεις τα λυπηρά δάκρυα της πτώσης, της πνευματικής στειρότητας, της ελεεινής πραγματικότητας, της αδιαφορίας που είναι το νεκρό βάρος της ιστορίας.

Απόψε στο γλυκύτατο κόρφο της Μάνας το Βρέφος ανασαίνει κι η ανάσα του ενώνεται με τις ανάσες όλων των παιδιών της γης. Στα πέρατα του κόσμου ο ύμνος του Ανθρώπου, δοξαστικός, ιλαρός: ''Κι επί γης ειρήνη!''

Η σιωπηλή νυχτιά απόψε ντύθηκε Aγάπη, Χαρά, Ελπίδα.

Γράφει η Αρσινόη Βήτα

Πηγή: www.thessalonikiartandculture.gr

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

"White Christmas" 1954 Bing Crosby & Danny Kaye



Κάθε φορά που πλησιάζει η ημέρα των Χριστουγέννων και κάθε γωνιά του κόσμου πλημμυρίζει με χιλιάδες τραγούδια που υμνούν την πιο χαρούμενη γιορτή του χρόνου, ένα είναι αυτό που ξεχωρίζει. Δεν είναι ρυθμικό, δεν διαθέτει φανταχτερούς χαρακτήρες και ούτε έχει θρησκευτική χροιά. Δεν είναι άλλο από το διαχρονικό «White Christmas» του Bing Crosby.

Αποτελεί έκπληξη ακόμη και σήμερα, 73 χρόνια μετά, ότι ο ύμνος του συνθέτη Irving Berlin κατάφερε όχι μόνο να γίνει τεράστια επιτυχία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και το δεύτερο σε πωλήσεις τραγούδι όλων των εποχών, μετά το «Candle in the Wind» του Elton John (που γράφτηκε για τον θάνατο της πριγκίπισσας Νταϊάνα).

Το «White Christmas» ακούστηκε για πρώτη φορά από τον Bing Crosby τα Χριστούγεννα του 1941 στη ραδιοφωνική εκπομπή Kraft Music Hall. Οι ακροατές της εκπομπής ήταν κυρίως νέοι, κι έτσι ήταν πιθανό να ήταν οι πρώτοι που θα αγκάλιαζαν το τραγούδι. Όμως τη συγκεκριμένη νύχτα των Χριστουγέννων, το «White Christmas» απέκτησε βαθύτερο νόημα, καθώς οι οικογένειες συντονίστηκαν στην εν λόγω εκπομπή, σκεπτόμενες το τραγικό γεγονός που είχε συμβεί 18 ημέρες νωρίτερα: την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ.

Τον χειμώνα που ακολούθησε, οι νεαροί Αμερικανοί στρατιώτες που υπηρετούσαν στην Ευρώπη αγάπησαν το τραγούδι και γοητεύτηκαν από τη νοσταλγία που τους δημιουργούσε. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί των Ενόπλων Δυνάμεων το έπαιζαν ασταμάτητα καθ’ όλη την εορταστική περίοδο για να τους θυμίζει το σπίτι και την οικογένεια που είχαν αφήσει πίσω.


Αμερικανοί στρατιώτες την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τραγουδούν γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Οταν ο Crosby ταξίδεψε στην Ευρώπη για να τραγουδήσει και να εμψυχώσει τα στρατεύματα, το τραγούδι αυτό ήταν το πιο περιζήτητο. Ο ίδιος δήλωσε σε μία συνέντευξή του: «Δίσταζα να το ερμηνεύω γιατί κάθε φορά προκαλούσε στους άντρες μία νοσταλγική λαχτάρα. Δεν είχα κάνει τόσο δρόμο για να τους στεναχωρήσω. Πολλές φορές προσπάθησα να αποφύγω να το τραγουδήσω, αλλά αυτά τα παιδιά το επιζητούσαν διακαώς. Όταν το τραγουδούσα, όλοι έκλαιγαν». Στα χρόνια του πολέμου, το «White Christmas» μεταμορφώθηκε από τραγούδι των Χριστουγέννων σε ύμνο της ειρήνης. Κανένα άλλο τραγούδι δεν συνδέθηκε τόσο πολύ με τη νοσταλγία και την επιθυμία για ευτυχισμένες ημέρες κοντά σε αγαπημένα πρόσωπα.

Μέχρι το τέλος του πολέμου, το «White Christmas» είχε αναδειχθεί στο εμπορικότερο τραγούδι όλων των εποχών, έναν τίτλο που διατήρησε για 55 ολόκληρα χρόνια. Με 54 στίχους, 67 νότες και μία ανορθόδοξη, μελαγχολική μελωδία κατάφερε να γίνει το πιο κλασικό τραγούδι των Χριστουγέννων. Πριν από την τεράστια επιτυχία του τραγουδιού, τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα ήταν αυτά που κυριαρχούσαν κατά τη γιορτινή περίοδο. Αυτό άλλαξε, πολλοί συνθέτες άρχισαν να δημιουργούν τραγούδια έχοντας ως πρότυπο τη σύνθεση του Irving Berlin, όπως τα «I’ll be Home for Christmas» και «Have Yourself a Merry Little Christmas».

Όσο επιτυχημένο είναι το «White Christmas», τόσο λίγα γνωρίζουμε για τη γέννησή του από τον Irving Berlin. Ο ίδιος γεννήθηκε στη Ρωσία, ήταν γιος ψάλτη εβραϊκής καταγωγής και, όπως ήταν φυσικό, δεν συνήθιζε να γιορτάζει τα Χριστούγεννα. Μέχρι σήμερα, το πού και το πότε έγραψε το τραγούδι παραμένει μυστήριο. Κάποιοι αναφέρουν πως το συνέθεσε το 1937 στο Μπέβερλι Χιλς, όταν αναγκάστηκε να αποχωριστεί την οικογένειά του για τα γυρίσματα της ταινίας «Alexander’s Ragtime Band».

Μία άλλη εκδοχή αναφέρει πως ο Berlin έγραψε το τραγούδι το 1940 στην ηλιόλουστη La Quinta της Καλιφόρνια, κατά τη διάρκεια της διαμονής του στο La Quinta Hotel. Καθώς συνήθιζε να ξενυχτάει δουλεύοντας, ένα βράδυ έμπνευσης φώναξε στη γραμματέα του: «Πιάσε το στυλό σου και κατάγραψε αυτό το κομμάτι. Μόλις έγραψα το καλύτερο μου τραγούδι. Διάολε, μόλις έγραψα το καλύτερο τραγούδι που έχει γραφτεί ποτέ!». Το μόνο σίγουρο είναι πως αφορμή για τη δημιουργία του τραγουδιού ήταν η παραγγελία μιας πένθιμης σατιρικής μελωδίας για τις ανάγκες μιας θεατρικής επιθεώρησης του Broadway που ποτέ δεν ανέβηκε. Οι παραγωγοί της Paramount Pictures μετέφεραν αυτή την ιδέα στη μεγάλη οθόνη με την ταινία «Holiday Inn», στην οποία πρωταγωνιστούσαν ο Bing Crosby και ο Fred Astaire και η οποία πήρε Οσκαρ τραγουδιού το 1942.

Τέλος, παρ’ όλη την επιτυχία του «White Christmas», με τα 50 εκατομμύρια πωλήσεων παγκοσμίως και τις πάνω από 500 διασκευές από σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως ο Sinatra, ο Presley (με το «Blue Christmas», το οποίο προκάλεσε την οργή του Berlin) ο Como και οι Drifters, τα Χριστούγεννα για τον δημιουργό του τραγουδιού παρέμεναν μία ημέρα θλίψης και μελαγχολίας. Καθώς οι περισσότερες οικογένειες συγκεντρώνονταν γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο υπό τους ήχους του «White Christmas», ο Berlin είχε τη δική του παράδοση. Κάθε χρόνο επισκεπτόταν τον τάφο του γιου του που πέθανε σε ηλικία μόλις τριών εβδομάδων την ημέρα των Χριστουγέννων του 1928.

Πηγές: www.antikleidi.gr , www.youtube.com , www.kathimerini.gr

Born into danger | UNICEF



Για άλλη μια φορά, η Unicef καταφέρνει να περάσει ένα δυνατό μήνυμα με το νέο της βίντεο. Πρωταγωνιστές είναι ένα ζευγάρι που μοιάζει να κάνει μια ζωή άνετη σε κάποια Δυτική, «ευτυχισμένη» χώρα, φεύγει τρέχοντας από το σπίτι του, που βρίσκεται σε περιοχή εμπόλεμης ζώνης, για να φτάσει σε ένα ασφαλές μέρος, Και αυτό, για μπορέσει να φέρει στον κόσμο το παιδί τους η έγκυος γυναίκα. Τελικά, καταφέρνουν να φτάσουν σε μία κορυφή, όπου θεωρούν ότι πλέον είναι σχετικά ασφαλείς.

Η Unicef, μέσω του βίντεο θέλει να δείξει ότι σε κανένα παιδί δεν αξίζει να έρχεται στον κόσμο σε συνθήκες πολέμου. Τα παιδιά, με το που ανοίγουν τα μάτια τους, πρέπει να βρίσκονται σε έναν κόσμο ασφαλή και ειρηνικό. Η πραγματικότητα, όμως, δείχνει το αντίθετο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 2015 δεκαέξι εκατομμύρια παιδιά γεννήθηκαν σε συνθήκες πολέμου.

Πηγές:www.antikleidi.gr , www.youtube.com

"ΜΕΣΟΛΛΟΓΓΙΤΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ"

Άλλο ένα ταξίδι με το καράβι των Χριστουγέννων ...



ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ του Ομέρ Βρυώνη, οι πασάδες όλοι μαζεμένοι συζητούσαν. Ήταν ν' αποφασιστεί, πριν ξημερώσει, αν εσήμανε ή όχι η ώρα να πάρουν το Μεσολόγγι. Η νύχτα ήταν σκοτεινή, το κρύο δυνατό, η ώρα περασμένη. Μα ειδήσεις είχαν φθάσει και ο Ομέρ είχε συγκαλέσει τους αρχηγούς, ανυπόμονος να τους ανακοινώσει τα μαντάτα και να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση τους.

Ένδεκα χιλιάδες στρατός περιέζωνε για δύο ολόκληρους μήνες το χωριό, που ήταν τότε το ερημωμένο Μεσολόγγι, και δυο δοξασμένοι στρατηγοί, ο Κιουταχής και ο Ομέρ Βρυώνης, αμιλλούνταν ποιος να το πρωτοπάρει. Τα οχυρώματα ήταν χωματένια, μισογκρεμισμένα κι ελεεινά. Μέσα - που να το ήξεραν τότε οι Τούρκοι! - τριακόσια εξήντα παλικάρια όλα-όλα, διαφέντευαν την ημέρα και ξανάχτιζαν τη νύχτα τις χαλάστρες που άνοιγαν στον τοίχο τα τούρκικα κανόνια.

Από καιρό επέμεινε ο Κιουταχής πως μόνο με το σπαθί και τη φωτιά θα βάλουν γνώση στους Γκιαούρηδες και θα φέρουν σε λογαριασμό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Μάρκο Μπότσαρη, που πεισμάτωναν στην τρέλα τους ή να ελευθερώσουν τη χώρα ή να ταφούν μες στα ερείπια στης. Μα ο Ομέρ Βρυώνης, που μελετούσε την κατάκτηση του Μωριά και που ήθελε το Μεσολόγγι στρατιωτική του βάση, επέμενε να το πάρει με το καλό.

Και λόγια βαριά ανταλλάχθηκαν μεταξύ στους δυο στρατηγούς. Γιατί τους είχαν παίξει οι Γκιαούρηδες, και πολύτιμος καιρός πήγε χαμένος σε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις· ώσπου, ένα πρωί, ξαφνισμένοι είδαν οι πασάδες τον υπερήφανο στόλο του Ισούφη να σκορπά και να χάνεται μπρος σε επτά Υδρέικα καραβάκια, που με απλωμένα τα πανιά μπήκαν στη λιμνοθάλασσα και προκλητικά άραξαν στο Μεσολόγγι.

Και όταν συνήλθαν από τη σάστισή τους οι πασάδες, και παραπονέθηκαν και αγρίεψαν και πρόσταξαν την πόλη να παραδοθεί, τους αποκρίθηκε αυθάδικα ο Μάρκος Μπότσαρης: - Αν θέλετε τον τόπο μας, ελάτε να τον πάρετε. Άφριζε ο Κιουταχής, γιατί είχε μπει πια μέσα ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με επτακόσιους Μανιάτες, μαζί και ο Ζαΐμης, μαζί και ο Δεληγιάννης. Έβριζε και φώναζε ο οργισμένος πασάς, πως ξεφόρτωσαν πια τα Υδρέικα καράβια όπλα και πολεμοφόδια, και πως ποτέ πια δε θα παραδοθεί το Μεσολόγγι, αν δε χαθούν πρώτα πολλοί πιστοί και αν δεν πνιγούν οι Γκιαούρηδες στο αίμα.

Λόγια πικρά είχε ξεστομίσει ο Κιουταχής, και βαριά το έφερε ο Ομέρ Βρυώνης, τάχα πως αυτός είχε ταπεινώσει το γένος των πιστών, από πονοψυχιά για μια φούχτα σκύλους άπιστους. Και το έφερε βαριά, γιατί, μες στα τραχιά λόγια του Κιουταχή, διέβλεπε την άλλη κατηγορία, που δόλια την κρυφομετάλεγαν φθονεροί αντίζηλοι του, τάχα πως γκιαούρικο αίμα έτρεχε και στις δικές του φλέβες, και γι' αυτό λιποψυχούσε κάθε φορά που είχε να το χύσει σφάζοντας Χριστιανούς.



Είχε περάσει νύχτες άυπνες, ξαπλωμένος στη σκηνή του ο αγέρωχος Αρβανίτης, γιατί το έβλεπε και αυτός πως η κατάσταση άρχιζε να γίνεται κρίσιμη στο τούρκικο στρατόπεδο. Μετά την καταστροφή της Πέτας, σαν του έστειλαν οι Ρωμιοί τον Βαρνακιώτη για συνεννόηση, το νόμισε μεγάλο θρίαμβο που τον κατάφερε να προσκυνήσει και να προδώσει εκείνους που τον έστειλαν· και όμως, από τότε, πολλοί οπλαρχηγοί ξανάπιασαν τα βουνά κι έκοβαν τις συγκοινωνίες και όπλιζαν τους πληθυσμούς κι έφερναν χίλιες δυσκολίες στους πιστούς· και το κρύο είχε πιάσει, οι βροχές είχαν πλημμυρίσει το στρατόπεδο, το ψωμί σπάνιζε και οι στρατιώτες άρχισαν να γρινιάζουν.

Και ύστερα από δύο ολόκληρους μήνες, ούτε κατά μια σπιθαμή δεν είχε προχωρήσει η επιχείρηση του υπερήφανου πασά. Μα επιτέλους, τώρα είχαν φθάσει οι ειδήσεις που με τόση αγωνία τις περίμενε! Η τύχη είχε γυρίσει, ο Αλλάχ ήταν μαζί του. Τώρα ήλθε η ώρα να διαψεύσει το θρύλο της χριστιανικής του καταγωγής. Αύριο θα πνίξει το Μεσολόγγι στο αίμα.

Ξημέρωνε παραμονή των Χριστουγέννων.Πλάγι στη σκηνή, σπαρμένη πλούσια μαξιλάρια και χαλιά, όπου ο Ομέρ Βρυώνης είχε συγκαλέσει τους πασάδες, σ' ένα χωριστό διαμέρισμα, ανάμεσα στις αποσκευές του στρατηγού, ένας δούλος έψηνε καφέδες.

Οι ταπεινώσεις είχαν γύρει τις λιγνές του πλάτες, και βαθιά χαράκια είχαν σκάψει οι συλλογές ανάμεσα στα φρύδια και γύρω στο κλειστό του στόμα. Σκυμμένος πάνω σ' ένα μαγκάλι, φαίνουνταν παραδομένος στη δουλειά του, τα μάτια καρφωμένα στο μπακιρένιο μπρικάκι.

Ο Ομέρ χτύπησε τα χέρια του.

-Γιάννη, φώναξε, φέρε καφέδες.

Και στο γραμματικό, που παράμερα στέκουνταν και περίμενε, έδειξε το τραπέζι και πρόσταξε: - Εσύ, κάθισε αυτού και γράφε. Ο Γιάννης έχυσε με προσοχή τον καφέ σε τέσσερα-πέντε ζάρφια, και τα έφερε με το δίσκο μέσα στη σκηνή. Ο Ομέρ Βρυώνης, περπατώντας απάνω-κάτω, υπαγόρευε ένα γράμμα προς τον Βαρνακιώτη:

«Μάθε», έλεγε, «πως αύριο θα γευματίσω στο Μεσολόγγι».
- Αύριο, είπε μέσα του ο Γιάννης, δε θα γευματίσεις στο Μεσολόγγι - πρώτα ο Θεός...

Μα το πρόσωπο του δεν άλλαξε, ούτε φαίνουνταν να προσέχει εκείνα που έλεγαν γύρω του. Ένα-ένα, με αργές κινήσεις, ακούμπησε τα ζάρφια με τον καυτό καφέ εμπρός σε κάθε πασά, προσέχοντας μη χυθεί ούτε κόμπος από το μυρωδάτο ποτό.

-Φέρε και άλλους, πρόσταξε ο Βρυώνης, δείχνοντας μ' ένα νόημα των μαύρων φρυδιών του πως τα ζάρφια ήταν λιγότερα από τους πασάδες.

Και χωρίς να σταθεί, με τα χέρια πίσω στη ράχη και τα μάτια χάμω, εξακολούθησε να υπαγορεύει τις τελευταίες του διαταγές στον Βαρνακιώτη:

«Κοίταξε να μάθεις πού πάγει ο στρατός που φεύγει για την Ακαρνανία, και βάσταξε τους αρματωλούς που έχουν προσκυνήσει, ώσπου να μάθεις πως πήρα το Μεσολόγγι. Είσαι υπεύθυνος για το Βραχώρι».

Απότομα στάθηκε εμπρός στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, που, αργοκουνώντας το κεφάλι, κάτι σιγομουρμούριζε του Ισμαήλ Πλιάσα.

- Φοβάσαι; τον ρώτησε περιφρονητικά. Οι δυο πασάδες σώπασαν.

Έριξε ο Αλβανός μια πλαγινή ματιά του Κιουταχή, που σιωπηλά και ακατάδεχτα παρακολουθούσε τα κρυφομιλήματα των δυο Ισμαήλιδων, και με οργή, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι, φώναξε:

- Ή αύριο ή ποτέ.
Και γυρνώντας στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, χαμογέλασε και είπε:
- Μη φοβάσαι, πασά μου, τώρα πια ο Αλλάχ είναι μαζί μας, όλα μας έρχονται δεξιά!

Με το κεφάλι, χαμογελώντας, τον εγκαρδίωνε ο Άγος Βαστάρας.
-Πε τους, πε τους, πασά μου, τα μαντάτα.

Και τους τα είπε ο Ομέρ Βρυώνης.

Έφευγε, λέει, στρατός από μέσα από το Μεσολόγγι για τα δυτικά παράλια της Ακαρνανίας, όπου σκοπό είχε να σφάξει τους πληθυσμούς, ίσως και να αρπάξει το Βραχώρι που το φύλαγε ο Βαρνακιώτης, και να συλλάβουν τον Βαρνακιώτη ή να τον πείσουν να γυρίσει μαζί τους.

Κρυμμένος μες στα βούρλα είχε δει κάποιος άνθρωπος του τις ετοιμασίες στα Ελληνικά καράβια· 500 άντρες της φρουράς ετοιμάζουνταν να φύγουν με τρεις από τους αρχηγούς. Θα έφευγαν αύριο βράδυ, παραμονή των Χριστουγέννων. Τα ξημερώματα της μεγάλης τους εορτής, οι Γκιαούρηδες θα μαζεύουνταν όλοι στις εκκλησίες τους, για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία· αυτή ήταν η κατάλληλη ώρα...

Ο Κιουταχής τον διέκοψε μ' ένα νόημα κατά τον Γιάννη, που στο πλαγινό διαμέρισμα, ανακούρκουδα εμπρός στο μαγκάλι, ανακάτωνε τον καφέ στο μπρίκι.

-Αυτός; έκανε ο Βρυώνης χωρίς να χαμηλώσει τη φωνή.

Και μ' ένα αρνητικό σήκωμα του κεφαλιού πρόσθεσε:
-Μπα, δε μιλάει αυτός!
-Μα είναι Γκιαούρης! ψιθύρισε ο άλλος.

Ο Ομέρ χαμογέλασε.

-Δε μιλάει αυτός, είναι άνθρωπος μου, είπε με τρόπο που ν' ακούσει ο Γιάννης. Έπειτα, έχω τη γυναίκα του και τα παιδιά του στα χέρια μου. Το ξέρει πως αν ακουστεί τίποτα απ' όσα λέμε... - με το χέρι έκοψε τον αέρα: Έννοια σου!... Δε μιλάει αυτός.

Κάθισε στο ντιβάνι, αντίκρυ στο δούλο του, κι εξακολούθησε τις εξηγήσεις του.

Το ανατολικό μέρος της χώρας είναι το πιο αδύνατο· από κει θα γίνει το γιουρούσι, όταν σημάνει το σήμαντρο που θα καλεί τους Χριστιανούς στις εκκλησίες. Συνάμα όμως θα γίνει μια ψευτοπροσβολή από άλλο μέρος του οχυρώματος, έτσι που κι αν μείνουν μερικοί φρουροί στους τοίχους, θα τρέξουν εκεί και θ' αφήσουν αφύλαχτο το ανατολικό μέρος...

Ο Γιάννης με τα μάτια καρφωμένα στο μπρικάκι του, άκουε κάθε λέξη· φαίνουνταν παραδομένος στον καφέ που φούσκωνε, κανένα νεύρο του προσώπου του δεν κούνησε. Και όμως στην καρδιά του ήταν χαλασμός.

Τη γυναίκα του, τα παιδιά του τα είχε ξεχάσει· του τα θύμισε τώρα ο πασάς. Ναι, ήταν στην Άρτα, αιχμαλωτισμένοι σαν κι αυτόν, όμηροι στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη. Και του ήταν γραφτό ν' ακούσει όλες τις ετοιμασίες και ν' αφήσει την καταστροφή να συντελεστεί, αλλιώς η γυναίκα του και τα παιδιά του...

Σιγανά έχυσε τον καφέ στα ζάρφια, προσέχοντας μη σκορπιστεί το καϊμάκι' την αγαπούσε πολύ την όμορφη γυναίκα του, τα τρελαίνουνταν τα παιδιά του. Για να μη κακοπάθουν αυτά δούλευε τόσον καιρό τον Τούρκο, και τον δούλευε πιστά. Το ήξερε πως θα πλήρωναν με το κεφάλι τους κάθε του πληροφορία· ώστε έπρεπε να καθίσει ήσυχος, να βουλώσει το στόμα του, ν' αφήσει το μοιραίο να συντελεστεί.

Μοίρασε πάλι τους καφέδες και πήρε τ' αδειανά ζάρφια. Μα και οι πασάδες τώρα σηκώνουνταν, η συνεδρίαση είχε τελειώσει. Όλοι ήταν πια σύμφωνοι, η επίθεση θα γίνουνταν τα Χριστούγεννα, την ώρα της λειτουργίας των Γκιαούρηδων.

Ένας-ένας χαιρέτησαν το στρατηγό και αποτραβήχθηκαν να ξαναπάν να κοιμηθούν, ώσπου να έλθει η ώρα της ετοιμασίας.

Ο Ομέρ Βρυώνης τυλίχθηκε στη σαμουρένια κάπα του και ξαπλώθηκε στο σοφά.

- Όχι, είπε του Γιάννη, που ρωτούσε αν θα γδυθεί. Δεν έχω καιρό σήμερα για πούπουλα· κλείσε τον μπερντέ και πήγαινε· δε σε θέλω πια. Έσβησε τα κεριά ο Γιάννης, κατέβασε το κρεμαστό χαλί που χώριζε τη σκηνή του αφέντη από το διαμέρισμα με τις αποσκευές, και ξαπλώθηκε κοντά στο μαγκάλι να ζεσταθεί.

Έτρεμε πολύ, τώρα που δεν τον έβλεπαν πια, και τα δόντια του χτυπούσαν από σύγκρυο. Έτσι λοιπόν είχαν αποφασίσει οι πασάδες· αύριο χριστουγεννιάτικα θα παίρνανε το Μεσολόγγι. Μα αυτός αποφάσιζε πως δε θα το πάρουν... Ναι, αυτός, ο δούλος του Ομέρ Βρυώνη, ο φτωχός Γιάννης Γούναρης από τα Γιάννινα, έτσι το ήθελε, να σωθεί το Μεσολόγγι.

Μα θα μπορέσει να το σώσει;



Το ήξερε αυτός πως βίγλες είχε παντού στους τοίχους απάνω. Τις έβλεπε, σαν έβγαινε να κυνηγήσει πουλιά για το τραπέζι του αφέντη του, που φύλαγαν μέρα και νύχτα άγρυπνα. Ούτε σκιά δεν άφηναν να σιμώσει. Θα του έριχναν ευθύς, αν έκανε να πλησιάσει. Και ούτε και σημείο δεν μπορούσε να κάνει, γιατί θα τον ένιωθαν οι Τούρκοι φρουροί.

Δεν τον πείραζε που θα τον σκότωναν, μια φορά πεθαίνει ο άνθρωπος και γλιτώνει από την τούρκικη σκλαβιά. Μα που δε θα μάθαιναν οι πολιορκημένοι το καταχθόνιο σχέδιο των πασάδων ...

Σηκώθηκε στον άγκωνά του, τα μάτια καρφωμένα στη φωτιά. Τα κάρβουνα είχαν χωνέψει, σκιές κοκκινόμαυρες κυμάτιζαν στη θρακιά με κάθε πνοή που περνούσε.

Μα ο Γιάννης δεν τα έβλεπε· έβλεπε τη γυναίκα του, νέα και όμορφη, χλωμούλα η καημένη, γιατί ήλιος δεν τη θωρούσε έτσι που ζούσε, μόνη, κρυμμένη πίσω από τα κλειστά παντζούρια της ... Έβλεπε τα παιδάκια του, τα δυο του αγοράκια, όλο ζωή και σκανταλιά- γελούσαν συχνά, τα καημένα, γιατί ήταν μικρά και δεν είχαν καταλάβει ακόμα, στην αγκαλιά της μάνας, το βάρος της σκλαβιάς. Και τώρα έπρεπε να τα θυσιάσει ...

Η καρδιά του ράγιζε. Ήταν άραγε ανάγκη; Μπορούσε και να μην είχε ακούσει τα λόγια των πασάδων ... Έσπρωξε την κουβέρτα του και σηκώθηκε αργά, ξεκρέμασε το τουφέκι του, που κρέμουνταν σ' ένα καρφί και βγήκε έξω.

Γλυκοχάραζε η παραμονή των Χριστουγέννων, μα καμιά χαρά δεν ήταν στη φύση· όλη την εβδομάδα είχε ρίξει βροχή, το στρατόπεδο, μουσκεμένο, ήταν λίμνη απέραντη από λάσπη. Και το Μεσολόγγι θα γίνουνταν αύριο λίμνη απέραντη από αίμα χριστιανικό ... γιατί έτσι το αποφάσισαν οι πασάδες ...

- Ε, μπάρμπα-Γιάννη, για πού;

Ο Γιάννης σήκωσε τα μάτια και γνώρισε το σταβλίτη του Ομέρ, που ετοιμάζουνταν για την πρωινή του προσευχή.

Τον χαιρέτησε με το χέρι χωρίς να σταματήσει.

- Πάω να σκοτώσω θαλασσοπούλια, του αποκρίθηκε, για το μεζέ του αφέντη.
Του φώναξε ο Τούρκος:
- Μη σε δουν με το τουφέκι οι Γκιαούρηδες, και σε πάρουν για πολεμιστή!

Και χαχανίζοντας γονάτισε στην ψάθα του, γυρισμένος κατά την ανατολή.

Ο Γιάννης δεν αποκρίθηκε· με ήσυχο, τακτικό βήμα τράβηξε για τη λιμνοθάλασσα.

Το βράδυ εκείνο της παραμονής των Χριστουγέννων, ο γραμματικός του Μακρή, ο Θανάσης, γύριζε, μονάχος μες στο μονόξυλό του, από το Ανατολικό, το ηρωικό νησάκι στην είσοδο του κόλπου, που μόνο πια έμενε ελεύθερο σ' όλη την περιφέρεια, μαζί με το Μεσολόγγι. Η ξηρά ήταν όλη στα χέρια των Τούρκων, μόνη συγκοινωνία έμενε πια από τη θάλασσα.

Βιάζουνταν να φθάσει στο Μεσολόγγι για να κάνει Χριστούγεννα με τους δικούς του και για ν' αποχαιρετήσει τους αρχηγούς Τσόγκα, Γρίβα και Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που έφευγαν με τα καράβια το ίδιο εκείνο βράδυ. Πεντακόσιοι άντρες διαλεγμένοι έφευγαν μαζί τους για επιχείρηση μυστική.

Από τότε που είχαν ξεφορτώσει τα Υδραίικα καράβια άντρες, τουφέκια και τροφές, οι Τούρκοι είχαν σταματήσει τις επιχειρήσεις τους τοκαταλάβαιναν πως από χορτασμένους δεν το παίρνουν το Μεσολόγγι, και τους άφηναν ήσυχους ώσπου να πεινάσουν πάλι.

Χαμογέλασε ο Θανάσης. Πείνα το Μεσολόγγι δε φοβούνταν πια όσο βαστούσαν τη θάλασσα τα Υδραίικα καράβια ...

Μ' αφού τους άφηναν οι Τούρκοι ελεύθερα τα χέρια, καλό ήταν να δουν αν δε γίνεται τίποτα από το Βραχώρι ...

Έξαφνα, στην ακρογιαλιά είδε ο Θανάσης έναν άνθρωπο που με το μαντήλι του έγνεφε να πλησιάσει.

Γύρισε τη βάρκα του κατά την ξηρά.

- Ποιος είσαι; φώναξε, και τι θέλεις;
- Έλα, μη φοβάσαι ... είμαι φίλος, του αποκρίθηκε ο άλλος.

Ο Θανάσης σίμωσε και ξεχώρισε καλά τον άνθρωπο. Είχε σκυφτούς τους ώμους και φαίνουνταν κατάκοπος τα ρούχα του ήταν πιτσιλισμένα λάσπες, σαν να είχε κάνει μακριά πορεία, και στο χέρι βαστούσε τουφέκι κυνηγού.

Ο Θανάσης έσπρωξε το μονόξυλό του στην αμμουδιά, κοντά του.

- Τι θέλεις; τον ρώτησε από μέσα από τη βάρκα. Ο άλλος έριξε πίσω του μια ματιά, βεβαιώθηκε πως είναι μόνος, και σκύβοντας είπε γρήγορα:

- Τρέξε στο Μεσολόγγι, πες τους πως τα χαράματα θα γίνει γιουρούσι· ξέρουν πως φεύγουν οι αρχηγοί, πως παίρνουν πεντακόσιους άντρες, και την ώρα της λειτουργίας θα σας ριχθούν οι Τούρκοι.

Ο Θανάσης πήδηξε στην ξηρά.

- Ποιος είσαι; ρώτησε τον άγνωστο, και ποιος σου τα 'πε όλα αυτά;
- Είμαι ο κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη, και είμαι από τα Γιάννινα, Χριστιανός. Ο Θανάσης τον έσπρωξε με αηδία, κι έκανε να ξαναμπεί στη βάρκα· μα ο άλλος τον βάσταξε από το μανίκι.
- Μη με υποψιάζεσαι και μη με αποδιώχνεις, είπε βραχνά. Τρέξε να τους τα πεις, αλλιώς πάει το Μεσολόγγι.

Η φωνή του μαρτυρούσε τέτοια αγωνία, που ο Θανάσης ταράχθηκε

- Πώς τα 'μαθες αυτά που λες; ρώτησε.
- Τα λέγανε οι πασάδες αναμεταξύ τους, ήμουν εκεί και άκουσα. - Ποιοι ήταν οι πασάδες;

Ο άγνωστος τους ονόμασε και του εξήγησε με δυο λόγια σε ποιο μέρος θα χτυπήσουν οι Τούρκοι, γιατί ήξεραν πως ήταν το πιο αδύνατο.

- Θα κάνουν ψεύτικο γιουρούσι από αλλού, μην τους πιστέψετε.

Ο Θανάσης τον άκουε, αλλά δίσταζε ακόμα.

- Αν είσαι Χριστιανός, γιατί δεν πολεμάς μαζί μας, παρά δουλεύεις τον Τούρκο; ρώτησε.

Εκείνος έκανε να απαντήσει, το στόμα του τεντώθηκε νευρικά, μα καμιά φωνή δε βγήκε, κι έσμιξε τα χέρια.

Ο Θανάσης τον λυπήθηκε.

- Έλα μαζί μου, του είπε, τι ανάγκη τους έχεις; Έπειτα αν γυρίσεις τώρα θα σε σκοτώσουν.

Ο ξένος σήκωσε το πρόσωπό του, η όψη του ήταν αναλυμένη…

- Το τι θα γίνω εγώ, δεν πειράζει, μα έχει στα χέρια του τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου ...

Τα μάτια του ξαφνικά γέμισαν δάκρυα· πέταξε πάνω τα χέρια του και γύρισε και χάθηκε στο σουρούπωμα.

Ο Θανάσης δε δίστασε πια. Πήδηξε στο μονόξυλό του, και βιαστικά έκανε για το Μεσολόγγι.

Ήταν νύχτα βαθιά σαν έφθασε. Τρεχάτος πήγε στου Μακρή και του είπε όσα άκουσε, κι ευθύς φώναξε κείνος τους άλλους αρχηγούς, που αμέσως σταμάτησαν τα καράβια, έτοιμα για να σαλπάρουν. Κατά διαταγή του Μαυροκορδάτου, ο Γρίβας αποβίβασε βιαστικά εκατό του άντρες, και με τον Τσαλαφατίνο και τον Κουμουντουράκη έτρεξαν κι έπιασαν τα οχυρώματα. Την ίδια ώρα ο αρχιεπίσκοπος μάζεψε τους παπάδες και διέταξε να κλείσουν όλες οι εκκλησίες, και να ειδοποιηθούν τα ποίμνια πως λειτουργία χριστουγεννιάτικη δε θα γίνει, παρά θ' αγρυπνήσουν οι Χριστιανοί όλοι στους τοίχους απάνω.

Ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Λόντος, με τετρακόσια τους παλικάρια, είχαν πιάσει το κέντρο όπου ήταν η πύλη του οχυρώματος ο Ζαΐμης με άλλους εξακόσιους πήραν τη δυτική μεριά, και μεγάλη δύναμη από χίλιους διακόσιους άντρες, με τον Γρίβα, τον Μακρή, τον Ραζικότσικα και τον Δελιγιάννη, σκορπίστηκαν στο ανατολικό μέρος όπου ήταν ναγίνει το γιουρούσι, ενώ άλλοι έπιαναν τα χαμηλά σπίτια εμπρός, κατά τον κάμπο, και άλλοι, κρυμμένοι στη σκιά, στα πόδια του τοίχου, περίμεναν σιωπηλά.

Σύννεφα πυκνά σκέπαζαν τον ουρανό. Παντού σκοτάδι.

Από την άλλη μεριά του τοίχου οκτακόσιοι Τούρκοι τοιχοπηδηχτάδες, όλοι άντρες διαλεγμένοι και γεροί, με σχοινιά, μπήκαν σιωπηλά στο χαντάκι που περιτριγύριζε το οχύρωμα και κρύφθηκαν μες στα βούρλα, στο ανατολικό μέρος, όπου τα φρούρια ήταν πιο ευκολοπήδηχτα. Δύο χιλιάδες πεζικό, περπατώντας στα νύχια, σίμωσαν κρυφά, έτοιμοι να τους υποστηρίξουν. Πίσω τους, άλλες οχτώ χιλιάδες περίμεναν τη χαραυγή για να ορμήσουν στα οχυρώματα με το πρώτο σύνθημα.

Όλη νύχτα, από τα δυο μέρη του τοίχου, Έλληνες και Τούρκοι παραμόνευαν κρυμμένοι, χωρίς να υποψιάζονται ούτε τούτοι ούτ' εκείνοι, πόσο κοντά αγρυπνούσε ο εχθρός. Οι εκκλησιές ήταν κλειστές, τα κεράκια σβηστά.

Απάνω στα οχυρώματα, οι παπάδες ψιθυριστά εγκαρδίωναν κι ευλογούσαν τους άντρες. Και σιωπηλά τους έδιναν την ευχή τους.

Έξαφνα, στη νυχτερινή σιωπή, όλα μαζί τα σήμαντρα σήμαναν τη λειτουργία.

Και τότε άρχισε το πανηγύρι.

Από τη μιαν άκρη στην άλλη του τοίχου, και αλαλαγμοί σχίζουν τον αέρα, με τα σπαθιά στα δόντια ορμούν του Ομέρ Βρυώνη οι τοιχοπηδηχτάδες, ρίχνουν τις σκάλες, σκαρφαλώνουν στις επάλξεις, μπήγουν δυο σημαίες.

Μα τα παλικάρια αγρυπνούσαν.

Σαν τοίχο ζωντανό προβάλλουν τα στήθη τους στο ανθρώπινο κύμα που ανεβαίνει με λύσσα, σιωπηλά, αρπάζουν τους ξαφνιασμένους Τούρκους, τους σηκώνουν από το χώμα, τους γκρεμίζουν στο χαντάκι, τρίζοντας τα δόντια τσακίζουν τις σημαίες, ρίχνονται στους καινούριους που σκαρφαλώνουν, τους γκρεμίζουν και αυτούς τα σπαθιά σφυρίζουν θερίζοντας κεφάλια, βροντούν τα τουφέκια σκορπώντας όλεθρο και τρόμο, τα πόδια γλιστρούν στο γλιτσιασμένο από το αίμα χώμα.

Τρεις ώρες βαστά το πανδαιμόνιο. Κουρασμένοι, πατώντας στα πτώματα, αποτραβιούνται οι Τούρκοι. Δεκατισμένοι, νικημένοι, αποθαρρυμένοι, υποχωρούν και φεύγουν. Πηδούν από τους τοίχους οι δικοί μας, τους παίρνουν κατά πόδι και τους σκορπούν αλαλιασμένους στον κάμπο. Δώδεκα σημαίες κείτονται στη λάσπη, πεντακόσιοι πεθαμένοι φράζουν το χαντάκι.

Μετριούνται οι δικοί μας, λείπουν έξι παλικάρια.

Η λειτουργία είχε γίνει, αλλά με μπαρούτι και με αίμα. Τ’ ακούν οι οπλαρχηγοί απάνω στα βουνά και κλείνουν το Μακρυνόρος.

Τ' ακούν και οι Τούρκοι, πως Μαυρομιχάλης και Τσόγκας έπεσανστην Κατοχή και χάλασαν τους δικούς τους, και τρόμος τους πιάνει. Σαν από μαύρο σύννεφο βροντοκυλά το άκουσμα πως Καραϊσκάκης και Οδυσσέας τραβούν για το Μεσολόγγι, και πανικός τους ταράζει.

Παραμονή Aη-Βασίλη, νύχτα, σηκώνουν οι πασάδες το στρατό, και με τέτοια βία φεύγουν που όλα τους τα κανόνια, πολεμοφόδια, τροφές, και έπιπλα ακόμη των πασάδων, μένουν στα χέρια των Ελλήνων, που το άλλο πρωί, ξαφνικά, βλέπουν τον κάμπο έρημο από εχθρούς.

Έτσι γιόρτασε το Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα του 1822.



Κάπου στην Κλεισούρα μέσα, όπου περνά ο δρόμος που από το Μεσολόγγι πηγαίνει στο Βραχώρι, άσπριζε ένα ερημοκλήσι, η Παναγία η Ελεούσα. Ο διαβάτης, που κουρασμένος στέκουνταν να ανασάνει ή έμπαινε στο εκκλησάκι ν' ανάψει ένα κεράκι, ήξερε πως θα βρει ένα ποτήρι κρύο νερό να σβήσει τη δίψα του, ή μια φωτιά να στεγνώσει τα ρούχα του, αν τον είχε πιάσει μπόρα στο δρόμο.

Φτωχό ήταν το ερημοκλήσι, φτωχό και το κελί του μοναχού που το φύλαγε, γιατί φτωχοί ήταν και οι Χριστιανοί που του είχαν δώσει από το στέρημά τους για να τα χτίσει.

Μα φεύγοντας, ο διαβάτης μελετούσε τη φιλοξενία του ερημίτη, και απορούσε με τη θλιμμένη του ηρεμία και τη σαν απόμακρη φωνή του.

Χρόνια πολλά κάθουνταν εκεί μέσα ο μοναχός, μα κανένας δεν τον γνώριζε, γιατί δεν ήταν από τον τόπο. Ούτε τον άκουσε ποτέ κανείς να πει από πού ήταν και ποιες φουρτούνες τον είχαν ρίξει εκεί. Λόγια πολλά δεν ήξερε ο ερημίτης τα είχε ξεμάθει στη μοναξιά του. Σκυφτός πάντα και σιωπηλός, κάθουνταν ώρες στην πόρτα του κελιού του, αφηρημένος σε βαθιά θλιμμένη συλλογή, ή βυθισμένος στην ατέλειωτη προσευχή του.

Μόνος και αποτραβηγμένος ζούσε εκεί μέσα, απείραχτος και άγνωστος, μνημονεύοντας την πεθαμένη του αγάπη και τα σφαγμένα του αγγελούδια. Δάκρυα ποτέ δεν είδε κανείς στα μάτια του, τα είχε χύσει όλα σαν έμαθε την εκδίκηση του αφέντη του, που με το αίμα της καρδιάς του δούλου του, είχε πληρώσει την απελευθέρωση του Μεσολογγίου.

Ήταν ο Γιάννης Γούναρης.

Από το βιβλίο Πηνελόπη Δέλτα - Παραμύθια και Άλλα

Πηγή:www.antikleidi.gr

"ΝΥΧΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ" -ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ-

Ταξίδι με το καράβι των Χριστουγέννων ...



ΝΥΧΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Η νέα γυναίκα, είκοσι τριών χρονών, με πρόσωπο απίστευτα χλομό, στεκόταν στην άκρη της θάλασσας και κοιτούσε τον ορίζοντα. Κάτω από τα μικροκαμωμένα πόδια της με τα βελουτέ μποτάκια, μια ετοιμόρροπη σκάλα, με μια ετοιμόρροπη κουπαστή, οδηγούσε στο νερό.

Κοιτούσε πέρα μακριά, όπου έχασκε ο ορίζοντας, σκεπασμένος από βαθύ, αδιαπέραστο σκοτάδι. Δε φαίνονταν ούτε αστέρια, ούτε θάλασσα καλυμμένη με πάγο, ούτε φώτα. Έβρεχε δυνατά...

«Τι να είναι άραγε εκεί κάτω;» σκεφτόταν η γυναίκα κοιτάζοντας μακριά, προφυλαγμένη από τον αέρα και τη βροχή με μια μουσκεμένη κοντή γούνα και ένα σάλι.

Κάπου εκεί, σ' αυτό το αδιαπέραστο σκοτάδι, πέντε, δέκα ή και περισσότερα βέρστια μακριά, θα πρέπει να βρίσκεται την ώρα αυτή ο άντρας της, ο γαιοκτήμονας Λιτβίνοφ, με τα αλιευτικά του. Αν η χιονοθύελλα των τελευταίων δύο ημερών στη θάλασσα δε σκέπασε με χιόνι τον Λιτβίνοφ και τους ψαράδες του, τώρα θα πρέπει να κατευθύνονται προς την ξηρά. Η θάλασσα φούσκωσε και σύντομα θ' αρχίσει να σπάει τους πάγους καταπώς λένε. Οι πάγοι δεν μπορούν να αντέξουν τον άνεμο αυτό. Θα προλάβουν άραγε τα αλιευτικά έλκηθρά τους, βαριά και δυσκίνητα, να φτάσουν στην ξηρά προτού η κατάχλομη γυναίκα ν' ακούσει το μουγκρητό της θάλασσας που ξυπνάει;

Ήθελε να κατέβει, οπωσδήποτε. Η κουπαστή μετακινήθηκε κάτω από το χέρι της, και βρεμένη, γλιτσιασμένη, της ξέφυγε σαν ψάρι. Αναγκάστηκε να καθίσει και να δοκιμάσει να την κατεβεί στα τέσσερα, κρατημένη γερά από τα παγωμένα βρόμικα σκαλοπάτια. Φύσηξε ο αέρας και άνοιξε τη γούνα της. Το στέρνο της μύριζε ξινίλα.

«Άγιε Νικόλαε, θαυματουργέ, η σκάλα αυτή δεν έχει τελειωμό!» ψιθύρισε η νεαρή γυναίκα, μετρώντας ένα ένα τα σκαλάκια.

Ήταν ακριβώς δεκαεννιά, και κατέβαιναν σε ευθεία γραμμή, κι όχι ελικοειδώς, σχηματίζοντας οξεία γωνία με την επιφάνεια του νερού. Ο άνεμος τα ταρακουνούσε με μανία από τη μια πλευρά στην άλλη, κι αυτά έτριζαν, σαν τάβλα έτοιμη να σπάσει.

«Ποιος είναι;» ακούστηκε μια αντρική φωνή.
«Εγώ, Ντενίς...»

Ο Ντενίς, ψηλός, μεγαλόσωμος γέροντας, με μακριά γκρίζα γενειάδα, στεκόταν στην ακτή, στηριγμένος σε ένα μεγάλο μπαστούνι και κοιτώντας, κι αυτός, το αδιαπέραστο σκοτάδι. Στεκόταν κι έψαχνε ένα στεγνό σημείο στα ρούχα του, για ν' ανάψει πάνω εκεί ένα σπίρτο και να καπνίσει το τσιμπούκι του.

«Εσείς είστε, αρχόντισσα Ναταλία Σεργκέγεβνα;» ρώτησε με κατάπληκτη φωνή. «Σε τέτοιο χαμό; Τι κάνετε εδώ; Με τη διάπλασή σας και μάλιστα μετά τη γέννα, ένα κρύωμα μπορεί να είναι αιτία θανάτου. Γυρίστε σπίτι, μητερούλα!»

Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε το κλάμα μιας γριάς. Έκλαιγε η μάνα του ψαρά Γεφσέι, που είχε φύγει με τον Λιτβίνοφ για ψάρεμα. Ο Ντενίς αναστέναξε και κούνησε το χέρι.

«Έζησες κι εσύ, γριά», είπε απευθυνόμενος στο κενό, «στον κόσμο ετούτο εβδομήντα χρονάκια, και σαν μικρό παιδί, δεν κατάλαβες τίποτα. Τα πάντα, ανόητη, είναι θέλημα Θεού! Με τη γέρικη ανημπόρια σου, θα έπρεπε τώρα να κάθεσαι δίπλα στη σόμπα κι όχι να στέκεσαι μέσα στην υγρασία! Πήγαινε στο καλό του Θεού!»

«Μα, ο Γεφσέι μου, ο Γεφσέι! Έναν τον έχω, Ντενισάκο!»

«Θέλημα Θεού! Αν δεν του είναι γραμμένο να πεθάνει στη θάλασσα, τότε ακόμα κι αν η θάλασσα τον τσακίσει εκατό φορές, ζωντανός θα μείνει. Κι αν, μητέρα, του είναι γραφτό να βρει το θάνατο αυτή τη φορά, τότε δε θα το κρίνουμε εμείς. Μην κλαις, γριά! Δεν είναι μόνος του ο Γεφσέι στη θάλασσα! Είναι και ο άρχοντας Αντρέι Πετρόβιτς. Εκεί κι ο Φέντκα, κι ο Κουζμά, κι ο Ταρασένκο, ο Αλιόσκα...»

«Είναι όμως ζωντανοί, Ντενισάκο;» ρώτησε η Ναταλία Σεργκέγεβνα με τρεμάμενη φωνή.

«Ποιος να ξέρει, αρχόντισσα! Αν χθες, τρίτη μέρα τώρα, δεν τους πήρε η χιονοθύελλα, θα πρέπει να είναι ζωντανοί. Κι αν η θάλασσα δε σπάσει, τότε και πάλι θα είναι ζωντανοί. Δε βλέπεις όμως τι αέρας κι αυτός!»

«Κάποιος περπατάει στον πάγο!» είπε ξάφνου η νεαρή γυναίκα, με αφύσικα βραχνή φωνή, πισωπατώντας, σαν να φοβήθηκε.

Ο Ντενίς μισόκλεισε τα μάτια και αφουγκράστηκε.

«Όχι, αρχόντισσα, κανένας δεν έρχεται», είπε. «Ο χαζός ο Πέτκα κάθεται στη βάρκα και κουνάει τα κουπιά. Πετράκη!» φώναξε ο Ντενίς. «Κάθεσαι;»

«Κάθομαι, παππού!» ακούστηκε μια αδύναμη, άρρωστη φωνή.
«Πονάς;»
«Πονάω, παππού! Δεν έχω πια δυνάμεις!».

Στην ακτή, εκεί που άρχιζε ο πάγος, υπήρχε μια βάρκα. Στη βάρκα, στον πάτο της, καθόταν ένας ψηλός νεαρός με αδιανόητα μακριά πόδια και χέρια. Ήταν ο χαζο-Πετράκης. Με σφιγμένα τα δόντια και τρέμοντας ολόκληρος, κοιτούσε το μαύρο κενό, πασχίζοντας κι αυτός να διακρίνει κάτι. Κάτι περίμενε κι αυτός από τη θάλασσα. Τα μακριά χέρια του κρατιόντουσαν από τα κουπιά, ενώ το αριστερό του πόδι ήταν διπλωμένο κάτω από το σώμα του.

«Πονάει ο χαζούλης μας!» είπε ο Ντενίς πλησιάζοντας τη βάρκα. «Το πόδι του πονάει, του άμοιρου. Κι έχασε το μυαλό του από τον πόνο. Κι εσύ, βρε Πετράκη, καλύτερα να πήγαινες στη ζεστασιά! Εδώ θα κρυώσεις χειρότερα...».

Ο Πετράκης σιωπούσε. Έτρεμε και μόρφαζε από τον πόνο. Του πονούσε ο αριστερός γοφός, το πίσω μέρος του, ακριβώς στο σημείο που περνούσε το νεύρο.

«Άντε, Πετράκη!» είπε ο Ντενίς με μαλακή, πατρική φωνή. «Πα 'νε, ξάπλωσε δίπλα στη σόμπα, κι ο Θεός θα δώσει, το πρωί το πόδι σου θα είναι καλύτερα!»

«Το νιώθω!» μουρμούρισε ο Πετράκης, σφίγγοντας τα σαγόνια του.
«Τι νιώθεις, χαζούλη;» «Ο πάγος έσπασε». «Πώς το νιώθεις;»

«Ακούω το θόρυβο. Το ένα βουητό είναι του αέρα, το άλλο του νερού. Κι ο άνεμος άλλαξε, έγινε πιο μαλακός. Καμιά δεκαριά βέρστια από δω πέρα, σπάει τώρα ο πάγος».

Ο γέρος αφουγκράστηκε, για πολλή ώρα, αλλά μέσα στη γενική κοσμοχαλασιά δε διέκρινε τίποτα, εκτός από το βουητό του ανέμου και το μονότονο ήχο της βροχής.



Πέρασε μισή ώρα στην αναμονή και τη σιωπή. Ο άνεμος έκανε τη δουλειά του. Γινόταν όλο και πιο κακός, και θα έλεγες ότι είχε αποφασίσει, πάση θυσία, να σπάσει τον πάγο και να πάρει το γιο της γριάς και το σύζυγο της χλομής γυναίκας. Η βροχή στο μεταξύ γινόταν όλο και πιο αδύναμη. Σύντομα έγινε τόσο αραιή που μπορούσες πια να διακρίνεις μέσα στο σκοτάδι τις ανθρώπινες φιγούρες, το περίγραμμα της βάρκας και τη λευκότητα του χιονιού. Μέσα από το βουητό του ανέμου μπορούσες τώρα να ξεχωρίσεις τις κωδωνοκρουσίες. Χτυπούσε η παλιά καμπάνα, πάνω, στο ψαράδικο χωριουδάκι. Οι άνθρωποι που έπεφταν σε χιονοθύελλα στη θάλασσα, έπρεπε να κατευθυνθούν προς αυτούς τους ήχους — ήταν το σωσίβιο από το οποίο αρπάζεται ο ναυαγός.

«Παππού, το νερό είναι πια κοντά! Το ακούς;»

Ο παππούς αφουγκράστηκε προσεχτικά. Τη φορά αυτή άκουσε ένα βουητό, που δεν έμοιαζε με του ανέμου ούτε με το θρόισμα των δέντρων. Ο χαζούλης είχε δίκιο. Δεν υπήρχε πια αμφιβολία ότι ο Λιτβίνοφ και οι ψαράδες του δε θα επέστρεφαν στη στεριά να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα.

«Ναι, βέβαια!» είπε ο Ντενίς. «Σπάει!»

Η γριά ούρλιαξε και σωριάστηκε κάτω. Η αρχόντισσα, μούσκεμα και τρέμοντας από το κρύο, πλησίασε τη βάρκα κι έστησε αυτί. Τώρα άκουσε κι αυτή την απαίσια βουή.

«Μπορεί να είναι ο άνεμος!» είπε. «Ντενίς, είσαι σίγουρος ότι σπάει ο πάγος;»
«Είναι θέλημα Θεού!... Για τις αμαρτίες μας, κυρία...»

Ο Ντενίς αναστέναξε και συμπλήρωσε με τρυφερή φωνή:
«Πηγαίνετε επάνω, κυρία! Είστε ήδη εντελώς μουσκίδι».

Οι άνθρωποι που έστεκαν στην ακτή άκουσαν το σιγανό γέλιο, γέλιο παιδικό, ευτυχισμένο... Γελούσε η χλομή γυναίκα. Ο Ντενίς ξερόβηξε. Πάντα έβηχε δυνατά όταν ήθελε να κλάψει.

«Έχασε το μυαλό της!» ψιθύρισε στη σκοτεινή σιλουέτα του άντρα δίπλα του.

Η ατμόσφαιρα έγινε πιο φωτεινή. Έλαμψε το φεγγάρι. Τώρα φαίνονταν όλα: και η θάλασσα με τους μισολιωμένους πάγους, και η αρχόντισσα, κι ο Ντενίς, κι ο χαζούλης ο Πετράκης, που μόρφαζε από τον αβάσταχτο πόνο. Πιο πέρα στέκονταν οι χωρικοί που, για κάποιο λόγο, κρατούσαν στα χέρια ένα σκοινί.

Όχι μακριά από την ακτή, ακούστηκε το πρώτο φαρμακερό τρίξιμο. Σύντομα ακολούθησε και δεύτερο και τρίτο κι ο αέρας κατακλύστηκε από έναν τρομαχτικό τριγμό. Η λευκή, ατέλειωτη επιφάνεια κυμάτισε και σκοτείνιασε. Το τέρας ξύπνησε και άρχισε την ταραγμένη ζωή του.

Το βουητό του ανέμου, ο θόρυβος του δάσους, τα βογκητά του Πετράκη και ο ήχος της καμπάνας, όλα πνίγηκαν στο μουγκρητό της θάλασσας.

«Πρέπει ν' ανεβούμε απάνω!» φώναξε ο Ντενίς. «Η ακτή θα πλημμυρίσει και θα πεταχτούν έξω οι πάγοι. Αλλά αρχίζει κι ο όρθρος τώρα, παιδιά! Πηγαίνετε, μητερούλα αρχόντισσα! Ο Θεός το ήθελε!»

Ο Ντενίς πλησίασε τη Ναταλία Σεργκέγεβνα και την έπιασε προσεχτικά από τον αγκώνα...

«Πάμε, μητερούλα!» είπε τρυφερά, με φωνή γεμάτη συμπόνια.
Η αρχόντισσα έσπρωξε με το χέρι της τον Ντενίς και σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι πήγε προς τη σκάλα. Δεν ήταν πια τόσο θανάσιμα χλομή: στα μάγουλά της παιχνίδιζε ένα υγιέστατο κόκκινο χρώμα, σαν να είχαν μεταγγίσει στον οργανισμό της φρέσκο αίμα. Τα μάτια της δεν έμοιαζαν πια κλαμένα, και τα χέρια που συγκρατούσαν στο στήθος το σάλι της δεν έτρεμαν, όπως πριν... Τώρα, καταλάβαινε κι η ίδια ότι μόνη της, χωρίς βοήθεια από άλλους, θα μπορούσε να ανέβει την ψηλή σκάλα...

Φτάνοντας στο τρίτο σκαλί, σταμάτησε σαν κεραυνοβολημένη. Μπροστά της στεκόταν ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας με ψηλές μπότες και κοντή γούνα...

«Εγώ είμαι, Νατάσα... Μη φοβάσαι!» είπε ο άντρας.

Η Ναταλία Σεργκέγεβνα παραπάτησε. Στον ψηλό προβάτινο σκούφο, στα μαύρα μουστάκια και τα μαύρα μαλλιά αναγνώρισε τον άντρα της, τον τσιφλικά Λιτβίνοφ. Ο άντρας τη σήκωσε στα χέρια και τη φίλησε στο μάγουλο, καλύπτοντάς την ταυτόχρονα με μια μυρουδιά από κρασί και κονιάκ. Ήταν ελαφρώς μεθυσμένος.

«Να χαίρεσαι, Νατάσα!» είπε. «Δε χάθηκα κάτω από το χιόνι και δεν πνίγηκα. Την ώρα της χιονοθύελλας, εγώ και οι ψαράδες μου φτάσαμε ως το Ταγκανρόκ, απ' όπου και ήρθα, σε σένα... και ήρθα...»

Ψεύδιζε, κι εκείνη, κατάχλομη πάλι και τρέμοντας, τον κοιτούσε με κατάπληκτα, τρομαγμένα μάτια. Δεν πίστευε...

«Πώς μούσκεψες έτσι, πώς τρέμεις!» μουρμούρισε εκείνος σφίγγοντάς την πάνω του...

Στο μεθυσμένο από ευτυχία κι από ποτό πρόσωπό του απλώθηκε ένα απαλό, παιδικά γλυκό χαμόγελο... Τον περίμενε μέσα σ' αυτό το κρύο, μέσα στη νύχτα, μ' αυτό τον άθλιο καιρό! Αγάπη δεν είναι αυτό; Γέλασε από ευτυχία...

Μια διαπεραστική κραυγή, που σου ξέσκιζε την ψυχή, ήρθε ως απάντηση στο ευτυχισμένο γέλιο του. Ούτε το μουγκρητό της θάλασσας, ούτε ο άνεμος, τίποτα δεν ήταν σε θέση να τη σκεπάσει. Με πρόσωπο παραμορφωμένο από απόγνωση, η νεαρή γυναίκα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το ουρλιαχτό που ξεπετάχτηκε από μέσα της. Ένα ουρλιαχτό που τα έλεγε όλα: και την παντρειά χωρίς τη θέλησή της, και την ακατανίκητη αντιπάθεια για τον άντρα της, και τη θλίψη της μοναξιάς, και, τέλος, την διαψευσμένη ελπίδα για μια ελεύθερη χηρεία. Όλη της η ζωή, με τις λύπες, τα δάκρυα και τον πόνο, ξεχύθηκε μ' αυτή την κραυγή, που δεν μπορούσαν να την πνίξουν ούτε οι πάγοι που έσπαγαν. Κι ο άντρας της την κατάλαβε αυτή την κραυγή, δε θα μπορούσε να μην την καταλάβει...

«Λυπάσαι που δε με σκέπασε το χιόνι, που δε με πλάκωσαν οι πάγοι!» ψιθύρισε.

Το κάτω χείλι του άρχισε να τρέμει, και στο πρόσωπό του απλώθηκε ένα πικρό χαμόγελο. Κατέβηκε από το σκαλοπάτι και άφησε κάτω τη γυναίκα του.

«Ας γίνει το δικό σου, λοιπόν!» είπε.

Γυρίζοντάς της την πλάτη, κατευθύνθηκε προς τη βάρκα. Πιο πέρα, ο Πετράκης, σφίγγοντας τα δόντια, τρέμοντας και πηδώντας στο ένα πόδι, τραβούσε τη βάρκα στο νερό.

«Για πού το 'βαλες;» τον ρώτησε ο Λιτβίνοφ.
«Πονάω, εξοχότατε! Θέλω να πνιγώ... Οι πεθαμένοι δεν πονάνε...»

Ο Λιτβίνοφ πήδηξε στη βάρκα. Ο χαζούλης τον ακολούθησε.
«Έχε γεια, Νατάσα!» φώναξε ο τσιφλικάς. «Ας γίνει το δικό σου! Θα έχεις αυτό που περίμενες στέκοντας εδώ, μέσα στο κρύο. Ο Θεός μαζί σου!»

Ο χαζούλης κούνησε τα κουπιά, και η βάρκα, σκοντάφτοντας πάνω σε ένα μεγάλο κομμάτι πάγου, πήγε να συναντήσει τα ψηλά κύματα.

«Τράβα κουπί, Πετράκη, δώσ' του!» είπε ο Λιτβίνοφ. «Πιο μακριά, όσο πιο μακριά!».

Ο Λιτβίνοφ, κρατημένος από την κουπαστή της βάρκας, ταρακουνιόταν, έχοντας τα μάτια του στραμμένα στη στεριά. Εξαφανίστηκε η Νατάσα του, εξαφανίστηκαν τα φωτάκια από τις καμινάδες, εξαφανίστηκε, τελικά, κι η ακτή.

«Γύρνα πίσω!» άκουσε τότε μια γυναικεία, σπασμένη φωνή.

Και στο «γύρνα» αυτό του φάνηκε ότι διέκρινε απελπισία. «Γύρνα!»

Η καρδιά του Λιτβίνοφ χτύπησε δυνατά... Τον φώναζε η γυναίκα του. Και στο χωριό οι καμπάνες καλούσαν στο χριστουγεννιάτικο όρθρο.

«Γύρνα!» είπε και πάλι, ικετευτικά, η ίδια φωνή.

Η ηχώ επαναλάμβανε τη λέξη. Τη μετέφεραν το τρίξιμο των πάγων, το βουητό του ανέμου και οι χριστουγεννιάτικες καμπάνες του όρθρου: «Γύρνα».

«Πάμε πίσω!» είπε ο Λιτβίνοφ, σκουντώντας το χέρι του χαζούλη.

Αλλά ο χαζούλης δεν άκουγε. Σφίγγοντας τα δόντια από τον πόνο και κοιτώντας με ελπίδα μακριά, κουνούσε τα μακριά του χέρια... Αυτουνού κανείς δεν του φώναξε «γύρνα», κι ο πόνος στο νεύρο, που άρχιζε και πάλι, γινόταν όλο και πιο δυνατός και καυτός... Ο Λιτβίνοφ άρπαξε τα χέρια του και του τα τράβηξε πίσω. Αλλά τα χέρια ήταν σκληρά σαν πέτρα, και δεν ήταν εύκολο να τα αποσπάσεις από τα κουπιά. Ήταν κι αργά πια. Ίσια καταπάνω στη βάρκα ερχόταν ένας τεράστιος όγκος πάγου. Ο πάγος αυτός θα έπρεπε να απαλλάξει για πάντα τον Πετράκη από τον πόνο...

Μέχρι το πρωί στεκόταν η χλομή γυναίκα στην ακτή. Όταν, μισοπαγωμένη και εξουθενωμένη από το ηθικό μαρτύριο, την κουβάλησαν στο σπίτι και την ξάπλωσαν στο κρεβάτι, τα χείλη της έλεγαν ακόμα: «Γύρνα!»

Αυτή τη νύχτα των Χριστουγέννων είχε αγαπήσει τον άντρα της...



Ρώσικες Χριστουγεννιάτικες ιστορίες – Eκδότης: Νάρκισσος

Πηγή: http://paterikakeimena.blogspot.gr/, www.antikleidi.gr

"Ο ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΔΑΣ"

Ταξίδι με το καράβι των Χριστουγέννων ...



Μια σύντομη λιτή ιστορία για μικρούς και μεγάλους.

Η αγάπη είναι παντού. Ή δώσε ή πάρε ή δείξε σε άλλους πώς να πάνε σε αυτήν.
Παραμονή Χριστουγέννων.
Ο Λευκός Κουραμπιέδας μόλις σηκώθηκε από το ζεστό κρεβάτι του και φόρεσε γρήγορα το λευκό του πουκάμισο. Έπρεπε να κάνει γρήγορα πριν καταλάβει ο παχουλός φούρναρης ότι άργησε σήμερα.
Η πρώτη στάση του Λευκού Κουραμπιέδα ήταν στο σπίτι της γιαγιάς Μάτας. Μια γλυκύτατη γυναίκα που ζούσε μόνη. Δεν είχε παιδιά και όμως αγαπούσε τα παιδιά όλου του κόσμου. Έβλεπε συνταγές στην τηλεόραση και τις σημείωνε με τόσο ενδιαφέρον.
Αργότερα την έβλεπες και μιλούσε μόνη της και ψιθύριζε :«ε κυρά Μάτα και να τα κάνεις ποιος θα τα χαρεί, μόνη σου είσαι, μόνη». Ο Κουραμπιέδας δάκρυζε, ήταν τόσο άδικο μια τόσο χαρούμενη μέρα να είναι κάποιος τόσο θλιμμένος. Στo επόμενο δευτερόλεπτο χτύπησαν την πόρτα για κάλαντα. Η γιαγιά Μάτα καλωσόρισε το μικροκαμωμένο παιδάκι και φεύγοντας του έδωσε και τον Κουραμπιέδα.

O Κουραμπιέδας δεν ήθελε να αφήσει μόνη τη γιαγιά Μάτα αλλά ίσως να τον έδιωξε για να μη τη βλέπει έτσι. Η καινούρια συντροφιά του Κουραμπιέδα ήταν ο Μπου. Θυμωμένος και παραπεταμένος ο Κουραμπιέδας καθόταν επί ώρες στο τσαντάκι του Μπου. Ώσπου έφτασαν σπίτι και τον έβαλε να καθίσει… για μισό λεπτό όμως, αυτό δεν είναι σπίτι.
Ο Κουραμπιέδας ήταν καθισμένος σε ένα χαρτόκουτο σε μια αποθήκη. Πρώτη φορά του συνέβαινε αυτό. Πάντα βρισκόταν σε ζεστά σπίτια, με αναμμένο τζάκι. Σα να μην έφτανε αυτό, φυσούσε κιόλας. Σιγά σιγά έλιωνε το λευκό πουκαμισάκι του. Ο Μπου τον πήρε στη χούφτα του και τον κοίταζε.
«Μακάρι να ήσουν κάτι σα μαγικό λυχνάρι, μακάρι. Δε θα σου ζητούσα τίποτα. Μόνο κάποιον να με αγαπάει», είπε τρεμουλιάζοντας ο Μπου.
«Και αν δεν είμαι μαγικό τζίνι, αλλά μπορώ να σε βοηθήσω;», αποκρίθηκε ο Κουραμπιέδας.
«Τι; Τι; Πως γίνεται αυτό; Μιλάς; Μα δεν μπορεί. Εσύ είσαι απλά…»

«Είμαι απλά…., αλλά άκου με. Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Είναι παραμονή Χριστουγέννων. Εσύ είσαι εδώ και μια άλλη υπέροχη γυναίκα είναι κάπου αλλού και τα έχει όλα, σπίτι, φαγητό και όμως της λείπει η συντροφιά, όπως και εσένα σου λείπει η αγάπη Μπου. Πήγαινε. Σε περιμένει.
Εσένα περιμένει εδώ και καιρό. Δεν έχω καρδιά να χτυπάει σαν εσένα, μα σίγουρα αν είχα θα ‘θελα να χτυπά δίπλα σε ανθρώπους που θα αγαπώ και θα με αγαπούν. Και για σένα αυτός ο άνθρωπος είναι η γιαγιά Μάτα »
«Μα τι λες; Τρελάθηκες; Που να πάω; Βασικά δε τρελάθηκες εσύ, εγώ τρελάθηκα που μιλάω με ένα…., με ένα…, με εσένα τέλος πάντων.»
«Σταμάτα. Πήγαινε σε εκείνη που με έφερε στο δρόμο σου. Σε αυτήν. Πες της πως θες ένα σπιτικό για σήμερα μόνο και μετά ας σε διώξει. Εμπιστεύσου με Μπου»

Έτσι και έγινε. Ο μικρός Μπου και η γιαγιά Μάτα έμειναν για πολύ καιρό μαζί. Στην αρχή για μερικά βράδια για να μη μένει έξω ο μικρός Μπου, μετά για μερικά βράδια γιατί ένιωθε μόνη η κυρά Μάτα και φοβόταν, μετά για πάντα, γιατί τα σηματικότερα συμβόλαια ζωής, είναι αυτά που γράφουν η αγάπη, η συντροφιά, η πίστη και η θέληση.

Δεν ήταν συγγενείς μα αγαπήθηκαν αληθινά χωρίς να υπάρχει λόγος, χωρίς να τους δένει κάτι, σα μάνα και γιος, σα γιαγιά και εγγονός. Το επόμενο πρωί κιόλας ο Μπου έψαξε τον Κουραμπιέδα μα δε τον βρήκε. Είχε φύγει.

Χριστούγεννα.
Ο Λευκός Κουραμπιέδας μόλις σηκώθηκε από το ζεστό κρεβάτι του και φόρεσε γρήγορα το λευκό του πουκάμισο. Έπρεπε να κάνει γρήγορα πριν καταλάβει ο παχουλός φούρναρης ότι άργησε σήμερα.

Η πρώτη στάση του Λευκού Κουραμπιέδα ήταν…………….

Γράφει η Τάμι Γκεκτσιάν
Απόφοιτη Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης

Πηγή:www.thessalonikiartandculture.gr

"ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ..." ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΦΑΜΕΛΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΙ

Αχ, αχ, Χριστουγενιάτικο της φαμελιάς τραπέζι
Που ταίρι ταίρ' η όρεξη με την αγάπη παίζει!

Τα ποτηράκια ηχούν γλυκά, λαμποκοπούν τα πιάτα,
Γύρω φαιδρά γεράματα και προκομμένα νιάτα!
Κούρκος στη μέση ολόζεστος μοσχοβολά, ροδίζει,
Και τρέχει ολούθε το κρασί και κελαδεί κι αφρίζει.
Και να θωρείς αγνάντια σου δυο αδερφές, δυο τρέλες,
Με κουβεντούλες άσωστες, γλυκειές σαν καραμέλες,
Ή να σου λέει αγνάντια σου για το ξανθό παιδί σου
Δυο χρόνων γυναικούλα σου, ο έρως της ζωής σου.
Και να σ' αρχίζει ακούραστη ο πάππος φλυαρία,
Των Χριστουγέννων μια γνωστή πανάρχαια ιστορία...

Αχ, αχ, Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι
Που ταίρι ταίρ' η όρεξη με την αγάπη παίζει!

                                                    Κωστής Παλαμάς

Πηγή: www.hamomilaki.gr

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

"ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ"

SXOLEIO-450x270

Οι διακοπές των Χριστουγέννων πλησιάζουν και καιρός είναι να αφήσουμε τα βιβλία μας για λίγο και να βγάλουμε το τρίγωνό μας για τα κάλαντα από το συρτάρι .

Και για όσους δεν τα θυμούνται τόσο καλά ...


Το          Η γέννηση του Χριστού

Ήταν μια νύχτα φωτισμένη μια αστροφεγγιά, μια ξαστεριά
κι ήταν θαρρείς αδελφωμένα άνθρωποι, δέντρα και θεριά.
Είχε κινήσει κι ένα αστέρι από τη βαθιά ανατολή 
και ουρανοδρόμιζε να φέρει στη γης το φέγγος το πολύ.
Ένα γαλήνιο καραβάνι τρεις μάγοι πάνε βιαστικά
σμύρνα χρυσάφι και λιβάνι κρατούσανε ευλαβικά.
Στη Βηθλεέμ έχουνε φθάσει από πορεία μακρινή
βρίσκουν αλλιώτικη την πλάση, είχαν ανοίξει οι ουρανοί.
Χριστούγεννα σιμώνουν μεγάλη είναι γιορτή, 
χαρά σ'ολο τον κόσμο χαρά σ'όλη τη γη. 
Τη δόξα του Χριστού μας Ολόχαρα παιδιά, 
εμπρός ας τραγουδούμε μ'αγάπη στην καρδιά.


Αυτά τα Χριστούγεννα ας αναστήσουν
το χαμόγελο στα χείλη των ανθρώπων
ας ζεστάνουν
τις παγωμένες καρδιές τους
κι ας χαρίσουν σ΄ αυτούς 
που αγωνίζονται
τη ζωή που τους αξίζει ...

Χρόνια Πολλά και Καλή Χρονιά!!!

Πηγή :www.google.gr , www.youtube.com

"Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΑΛΟΠΟΥΛΑΣ.." -ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΕΘΙΜΟ-


ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΓΑΛΟΠΟΥΛΑΣ
Λέγεται ότι το έθιμο έφεραν πρώτοι στην Ευρώπη οι Ισπανοί το 1824 μ.Χ από το Μεξικό και εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ισπανία, τη Γαλλία και την Αγγλία. Μέχρι τότε, υπήρχε το έθιμο να σερβίρονται στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι πουλερικά και κυρίως φασιανοί, χήνες και παγόνια..

Πίστευαν πως η χήνα είναι πτηνό του Ήλιου και όποιος την έτρωγε εξασφάλιζε την προστασία του. Όταν, όμως δοκίμασαν τη γαλοπούλα, την καθιέρωσαν ως το κατεξοχήν χριστουγεννιάτικο γεύμα γιατί θεωρείτο ένα ασυνήθιστο πουλερικό και μαγειρευόταν μόνο σε μεγάλες γιορτές.

Στις αρχές του 19ου αιώνα, στο Νόρφολκ της Αγγλίας οι πτηνοτρόφοι έλυσαν το πρόβλημα της μεταφοράς της γαλοπούλας ως εξής: έβαζαν τα πουλιά να διανύουν πάνω από 100 χιλιόμετρα σε μια εβδομάδα για να φτάσουν στην πρωτεύουσα.
Κι επειδή τα ποδαράκια τους δεν είναι φτιαγμένα για πεζοπορία, τους φορούσαν ειδικά καλύμματα ή τα βουτούσαν σε πίσσα, για να σκληρύνουν!
Στην Ελλάδα, η γαλοπούλα μαγειρεύεται την Πρωτοχρονιά. Παλιότερα, η συνήθεια ήταν να φτιάχνουν κότα ή "κούρκο" (γαλοπούλα) γεμιστό με κάστανα, καρύδια, σταφίδες, κιμά, κρεμμύδι πιπέρι και μαϊντανό, όλα καβουρδισμένα.

Ωστόσο, σε αρκετές περιοχές της χώρας μας διατηρείται το έθιμο της κοτόσουπας, ιδιαίτερα στη Θεσσαλία και στην Κρήτη. Παλαιότερα η κοτόσουπα αποτελούσε το κυρίως πιάτο που έτρωγαν οι Έλληνες όταν επέστρεφαν από την εκκλησία... 



Πηγή: www.real.gr

"ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΚΙ Ο ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ" -ΤΑΙΝΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ-



Ακολουθεί μια συγκινητική μικρού μήκους ταινία κινουμένων σχεδίων που μας θυμίζει να διαθέσουμε χρόνο για όσους και ότι αγαπάμε πραγματικά. Κάτι που δυστυχώς ξεχνάμε όσο μεγαλώνουμε.


 Πηγή: www.antikleidi.com , www.youtube.com