Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

"ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΙΛΗΣ"- Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ



Αποτέλεσμα εικόνας για Στρατής Μυριβήλης

Από τους σημαντικότερους πεζογράφους μας, ο Στράτης Μυριβήλης ανήκει στη γενιά του ’30, αν και μεγαλύτερης ηλικίας. Γεννήθηκε ως Ευστράτιος Σταματόπουλος στις 30 Ιουνίου 1892 στην τουρκοκρατούμενη Συκαμιά της Λέσβου. Μέτριος μαθητής, στο δημοτικό αποφοιτά το 1909 από το Γυμνάσιο Μυτιλήνης. Από τα μαθητικά του χρόνια έρχεται σε επαφή με σημαντικά κείμενα του δημοτικισμού, που διαμορφώνουν τη λογοτεχνική και γλωσσική του συνείδηση. Κείμενά του δημοσιεύονται ήδη σε περιοδικά της Σμύρνης και της Μυτιλήνης.
Το 1912 τον βρίσκουμε να φοιτά στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, εργαζόμενος συγχρόνως ως δημοσιογράφος. Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς διακόπτει τις σπουδές του και κατατάσσεται ως εθελοντής στο στρατό. Λαμβάνει μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, τραυματίζεται στη μάχη του Κιλκίς το 1913 και επιστρέφει στην Αθήνα. Η Λέσβος είναι ήδη απελευθερωμένη από τον τουρκικό ζυγό και ο Μυριβήλης αποφασίζει να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη, όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος. Το 1915 κυκλοφορεί το πρώτο βιβλίο του, τη συλλογή διηγημάτων «Κόκκινες Ιστορίες».
Το 1917, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στρατεύεται εκ νέου και λαμβάνει μέρος στις επιχειρήσεις στη Μακεδονία. Εκεί αρχίζει να γράφει το αριστούργημά του «Η Ζωή εν Τάφω». Το 1920 παντρεύεται την προσφυγοπούλα Ελένη Δημητρίου και αποκτούν τρία παιδιά. Λαμβάνει μέρος και στη Μικρασιατική Εκστρατεία και μετά την καταστροφή επιστρέφει δια μέσου Θράκης στη Μυτιλήνη. Θα παραμείνει στο νησί ως το 1932, οπότε επιστρέφει στην Αθήνα. Κύρια επαγγελματική του απασχόληση όλο αυτό το διάστημα παραμένει η δημοσιογραφία.
Το 1924 δημοσιεύει σε πρώτη έκδοση το «Η Ζωή εν τάφω», το οποίο θα γίνει γνωστό και θα σημειώσει μεγάλη επιτυχία στη δεύτερη έκδοσή του το 1930, όταν θα λάβει την οριστική μορφή του. Πρόκειται για ένα αντιπολεμικό μυθιστόρημα με τη μορφή ημερολογίου, επικό, ρεαλιστικό, αλλά και λυρικό. Κεντρικό πρόσωπο, ο φοιτητής - λοχίας Αντώνης Κωστούλας, που καταγράφει στο ημερολόγιό του, όχι την ηρωική, αλλά τη φρικτή πραγματικότητα του πολέμου.
Ακολούθησε ένα ακόμη σπουδαίο μυθιστόρημά του, «Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» (1933), που μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη από τον Κώστα Αριστόπουλο το 1978. Η ατμόσφαιρα του πολέμου είναι κι εδώ παρούσα, καθώς ο ήρωας επιστρέφει από τον πόλεμο στη Μυτιλήνη, όπου βασανίζεται ανάμεσα στο σεβασμό προς τη μνήμη του σκοτωμένου φίλου του και στον έρωτα που αισθάνεται για τη χήρα εκείνου.
Το 1938 ο Μυριβήλης διορίζεται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, ενώ από το 1946 έως το 1950 είναι διευθυντής προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Το 1958 εκλέγεται τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Εξακολουθεί με εντατικούς ρυθμούς τη λογοτεχνική του παραγωγή με μια σειρά από διηγήματα, τα οποία συγκέντρωνε σε βιβλία, χαρακτηρίζοντάς τα κάθε φορά και με διαφορετικό χρώμα: «Το πράσινο βιβλίο» (1935), «Το γαλάζιο βιβλίο» (1939), «Το κόκκινο βιβλίο» (1952) και «Το βυσσινί βιβλίο» (1959).
Ένα από τα διηγήματα του «Γαλάζιου Βιβλίου» το επεξεργάστηκε περισσότερο για να προκύψει η θαυμάσια νουβέλα «Βασίλης ο Αρβανίτης» (1943). Είναι η ιστορία ενός λαϊκού ανθρώπου, γεμάτου ομορφιά και ζωική ορμή, που περιφρονεί τις κοινωνικές συμβάσεις. Ξεπερνά, όμως, το όριο και φθάνει στην «ύβρη» και μαζί στην καταστροφή. Με αρκετή καθυστέρηση, ο Μυριβήλης μας δίνει ένα ακόμη μυθιστόρημα το 1949, την «Παναγιά τη Γοργόνα», την ιστορία μερικών προσφύγων που εγκαθίστανται σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό της Μυτιλήνης.
Ο Στράτης Μυριβήλης τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας το 1949 και προτάθηκε τρεις φορές για το Νόμπελ. Η αγάπη για τη ζωή, για τον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον θα παραμείνει ο συνεκτικός ιστός της σκέψης του και ολόκληρου του έργου του. Η αντιπολεμική θεματολογία, το λυρικό και ποιητικό ύφος, η καλοδουλεμένη γλώσσα ενός μεγάλου τεχνίτη του λόγου, κατατάσσουν τον Μυριβήλη ανάμεσα στους μεγάλους συγγραφείς μας. Πέθανε στις 19 Ιουλίου 1969, έπειτα από μακροχρόνια ασθένεια, σε ηλικία 78 ετών. Τα βιβλία του Στράτη Μυριβήλη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ».

Ο Μυριβήλης για την αγάπη και τον έρωτα:
Η αγάπη είναι μια ορμητική διάθεση να κάνεις ευτυχισμένο κείνον που αγαπάς, με έξοδά σου. Στην ανάγκη, με θυσία και με ταπείνωση.
Η αγάπη είναι προσφορά, δεν είναι κατοχή.

Είναι αγάπη που αρπά σα θεριό και ξεσκίζει, κι είναι πάλι αγάπη που δίνεται.

“Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΕ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΜΑΤΙΑ”

“Ο πατέρας μου”
Τ’ αγαπούσε ο μακαρίτης ο πατέρας τα δέντρα. Τα δέντρα και τις ρίμες. Ώσπου πέθανε μου ‘γραφε στίχους της ξενιτιάς κάτω από τα καλλιγραφημένα γράμματά του, κι ώσπου πέθανε, φύτευε δέντρα, κλήματα και λουλούδια, παντού όπου λάχαινε. Όχι να πεις για συμφέρο, μόνο έτσι από μεράκι. Καρπερά θέλεις, στολιστικά θέλεις. Στα χωράφια μας, στους δρόμους του χωριού, στον αυλόγυρο της εκκλησιάς. Ακόμα έβαζε ρίμες μπροστά στις ξένες πόρτες, στις ξένες αυλές. Σαν έμαθα πως συχωρέθηκε, στοχαζόμουν πως γι’ αυτόν η πιο καλόδεχτη συνοδειά στο ξόδι θα του ήταν, αν γινότανε βολετό, να περπατήσουν και να πάνε να τον ξεπροβοδίσουν ως την Αγιά Σωτήρα όλα αυτά τα δεντρικά, που φύτεψε κι ανέστησε στη ζωή με τ’ άγια χέρια του. Σαν πήγα να προσκυνήσω στο μνήμα του, βρήκα μια παπαρουνιά να κοκκινολογά στο χώμα, γεμάτη κόμπους και λουλούδια. Έσκυψα να τη βγάλω, να την πάρω μαζί μου σε μια γλάστρα. Και την ίδια στιγμή το μετάδα, τράβηξα πίσω το χέρι. Μου φάνηκε πως το λουλούδι έφτανε ως στην καρδιά του. Φοβήθηκα πως άμα το τραβήξω από το χώμα θα δω να στάζουν αίματα οι σπασμένες ρίζες. (Ο Θεός που αγαπά τα δέντρα και τα λουλούδια σαν παιδιά του ας τον αναπάψει σε τόπο χλοερό).
“Ο ΒΑΣΙΛΗΣ Ο ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ”

 Ο Μυριβήλης για τον άνθρωπο:
Όσοι είναι οι ανθρώποι τόσω λογιών είναι και τα μεράκια που τους παιδεύουν.
“Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΓΟΡΓΟΝΑ 
 Δεν είναι κακοί οι άνθρωποι, φτάνει να καταλάβει ο ένας τον άλλο.
Έτσι πλάστηκε από θεού ο άνθρωπος, να συνταιριάζεται με το κάθε τι, μα καλό είναι μα κακό. Αν δεν ήταν έτσι θα τρελαινόταν όλος ο κόσμος με τ’ ανεπάντεχα που τόνε βρίσκουν κάθε τόσο.
“Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΓΟΡΓΟΝΑ” 
Φαίνεται πως είναι φυσικό στον άνθρωπο η λύπηση νάναι θεμελιωμένη πάνω στην υποταγή. Σαν αρχίσει και σηκώνει κεφάλι ο ευεργετημένος, γίνεται αντιπαθητικός.
Ο Μυριβήλης για τον πόλεμο:
Η ρόδα του Πολέμου. (…) Γυρίζει χωρίς να βιάζεται, απελπιστικά αργά. Έχει τη σίγουρη κι αδυσώπητη κίνηση των φυσικών νόμων. Είναι ένα τεράστιο ζο με δόντια σιδερένια, μασά με απάθεια τη σπαρταριστή ανθρώπινη σάρκα. Όλο φρέσκια, ανθισμένη σάρκα.
“Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ”  

Αυτό είναι το μόνο καλό που αφήνει ο πόλεμος σε κείνους που του ξέφυγαν ζωντανοί κι ασακάτευτοι. Τους δίνει την καταξίωση της ζωής…  
“Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΕ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΜΑΤΙΑ”  

Θάρθει, λέω, μια νύχτα που θάναι πια πολύ γριά η γης. Όλοι τούτοι οι άνθρωποι, πούναι να σαστίσεις με τη μεγαλοφυϊα τους, όλοι τούτοι που κάθουνται και σκαρφίζουνται τις τορπίλες και τ’ αεροπλάνα και το μελινίτη, θάναι ψιλοκοσκινισμένο χώμα. Κ’ η ανθρωπότητα θάναι πια ένας θρύλος, ένα κακό όνειρο που διάβηκε και πάει. Θα το αναθυμιούνται μόνο πάππου προς πάππου και θα τ’ ανιστορούν στους απογόνους των τ’ αρχαία δέντρα, σαν θα παίρνει να φυσά τ’ αγέρι και θ’ αρχίζουν οι φυλλωσιές να ψιθυρίζουν θυμητικά. Ωστόσο και κείνη τη νύχτα τα μικρά τριζόνια θα βγούνε να τραγουδήσουν όλα μαζί κάτω από τ’ αμέτρητα αστέρια τούτον τον ίδιο σκοπό. Κι ο ουρανός θ’ ανθίσει πάλι όλες τις ασημένιες μαργαρίτες του και θα σκύψει ν’ αφουγκραστεί τα κρουσταλλένια μαντολινάκια. Και παντού θ’ απλώνεται το ίδιο παγωμένο μυστήριο. Τα νέα δάση θα βουίζουν δίχως να πάρουν είδηση πως δεν υπάρχουν πια ποιητές για να ριμάρουν τη βουή τους και στρατιώτες να τα κόψουν παλούκια για συρματοπλέγματα. Κι οι θάλασσες θα δέρνουν τις αδάμαστες αχτές και θα πηδάν ολοένα πάνω στις αντάρτισσες ξέρες, δίχως να πολυσκοτίζουνται για κείνο το ξιπασμένο ζωντόβολο, που μια φορά κι έναν καιρό πίστεψε στ’ αλήθεια πως όλα τα εξαίσια έργα και κινήματα του Θεού γίνονταν για τη ζαχαρένια του.  
«Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ» 

Ο πόλεμος, τι να κάνει; Είναι έτσι το φυσικό του. Νάναι φοβερός και άτιμος. Εμείς όμως; Εμείς που τον κάνουμε επάγγελμα και εμπόριο και διαφήμιση; Που τον τραγουδάμε, που βάζουμε το Θεόν να τον πατρονάρει; Εμείς που τον δικαιώνουμε για παράγοντα της ζωής;       
“Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΕ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΜΑΤΙΑ” 

Ο λοχαγός μου είναι ένας εξαίρετος αξιωματικός και τον αγαπώ. Είναι ο μόνος μόνιμος αξιωματικός απ’ όσους γνώρισα από κοντά, που τον αγαπώ και τον εχτιμώ χωρίς επιφύλαξη.

Ωστόσο δεν είναι άνθρωπος που τον απασχολεί πολύ η σκέψη. Είναι μονάχα ένας πολύ απλός και αγνός τύπος, σαν κορίτσι. Από κείνους τους ίσιους άντρες, ίσιους στο κορμί και στην ψυχή, που βγάζει κάπου – κάπου ακόμα η Κρήτη. Πιστεύει ολόψυχα στο επάγγελμά του και δεν τον βασανίζει καμιά αμφιβολία. Τον αγαπώ για την ειλικρίνειά του και ζηλεύω τη μονοκόμματη ψυχή του. Πιστεύει στον πόλεμο και στη στολή του σαν τον αδερφό μου. (Μια φορά πίστευα κι εγώ).
Μ’ αγαπά και κείνος και πασχίζει, όσο μπορεί να μου κάνει λιγότερο σκληρές τις μέρες του μαρτυρίου μου. Κάπου – κάπου με προσκαλεί και στ’ αμπρί του. Σαν νιώθω το πόδι καλύτερα σηκώνουμαι και φτάνω ως εκεί συρτά – συρτά. Είναι ένα αμπρί μεγαλείο. Περπατάς μέσα όρθιος. Πίνουμε τσάι, καπνίζουμε πολλά τσιγάρα πολυτελείας και συζητούμε οι δυο μας. Σαν δεν είναι άλλοι αξιωματικοί συζητούμε ολότελα ελεύτερα για το κάθε τι. Είναι ώρες ευτυχίας για μένα. Μια φορά τόνε ρώτησα αν πέρασε κατά τύχη ποτές από το μυαλό του η σκέψη, πως μπορεί μια χαρά, όλα αυτά τα «ιδανικά» που μας φέρανε μέσα σε τούτο τον Κάτω Κόσμο, νάναι κούφια, φουσκωμένα άντερα, με δίχως αξία απόλυτη. Τούπα πως μια φορά σκοτώνονταν έτσι συναμεταξύ τους οι άνθρωποι για θρησκευτικούς λόγους. Τούπα πως στο Βυζάντιο τη νύχτα μαχαιρώνονταν οι διάφορες παρτίδες γύρω σ’ ένα καλαμπούρι. Οι μισοί θέλαν «τον Υιόν ομοούσιον τω Πατρί», οι άλλοι μισοί τον προτιμούσαν «ομοιούσιον». Και να, μπηχτές στα σκοτεινά. Θα μπορούσε να το καταλάβει;
Γέλασε ολόκαρδα με όλα του τα δόντια, πούναι άσπρα, μεγάλα και γερά σα φρέσκες μυγδαλοσκελίδες.
Τούπα πως ύστερα από λίγα χρόνια, ίσως άλλοι θα γελούν έτσι για τους δικούς μας σκοτωμούς. Άλλοι που θα σκοτώνουνται για αντιπατριωτικά ιδανικά. Θα σκοτώνουνται και πάλι με ενθουσιασμό για τα καινούργια ιδανικά τους. Θάναι πάλι ο ίδιος αισχρός, ο πολύ παλιός πόλεμος κάτω από ολοκαίνουργιες σημαίες. Ίσως κιόλας να ξεκοιλιάζουνται τότες με ιερή μανία, λέγοντας: «σκοτώνουμε τον πόλεμο». Και γι’ αυτούς πάλι θα γελάσουν αργότερα άλλοι με το ίδιο κέφι.

«Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ»

Πόσα τέτοια πράματα αξιολάτρευτα, θαμαστά, θεϊκά ωραία γίνουνται γύρω στους ανθρώπους! Τους σκουντάνε να δουν και ν’ ακούσουν. Τους καλούν καλοπροαίρετα να πάρουν μέρος από τη χαρά τους κι από την ομορφιά τους. Όμως αυτοί, τίποτα. Περνάν ολάκερη τη ζωή τους με την ψυχή κλειδωμένη ερμητικά. Ούτε υποπτεύονται τα θάματα που κάθε στιγμή ξεσπάνουν σιμά στο χέρι, σιμά στο πρόσωπό τους. Πεθαίνουν στο τέλος δίχως να πάρουν είδηση. Πιστεύουν μολαταύτα στα σοβαρά πως ζήσανε κι αυτοί…

«Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ»

Η πιο πικρή αρρώστια της ψυχής είναι η αμφιβολία
“Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ”

Για την Ελλάδα. Τ’ είναι τούτη η λέξη που κάνει τα σπλάχνα να σπαρταρούν;

“Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ”

ΠΗΓΕΣ: http://www.sansimera.gr , www.logomnimon.wordpress.com , www.wikipedia.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου