Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

"ΟΙ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ" -" ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΜΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ"

Αποτέλεσμα εικόνας για ποιήματα για ηλικιωμένους

Η Bronnie Ware μια ξεχωριστή γυναίκα που έχει γυρίσει όλον τον κόσμο μέσα από τις συζητήσεις της με ηλικιωμένους από οίκους ευγηρίας μας λέει για ποια  πράγματα κυρίως μετάνιωσαν αυτοί οι άνθρωποι ένα βήμα πριν από τον θάνατο.
Για αρκετά χρόνια εργάστηκε σε οίκους ευγηρίας. Ήταν ο τελευταίος σταθμός των ανθρώπων λίγο πριν το θάνατο. Όπως λέει μοιραζόταν πολλά μαζί τους τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής τους.
Η Bronnie θεωρεί ότι οι άνθρωποι ωριμάζουν όταν έρχονται αντιμέτωποι με το θάνατο. Αρνητικά συναισθήματα κυριεύουν τον περισσότερο κόσμο φόβος, θυμός, τύψεις ωστόσο κάθε άνθρωπος προσπαθεί να βρει τη γαλήνη λίγο πριν φύγει από τη ζωή.
Συνομιλώντας μαζί τους πέντε είναι τα κύρια πράγματα για τα οποία λυπούνταν και μας τα παρουσιάζει.
1. Μακάρι να είχα το θάρρος να ζήσω τη ζωή μου όπως ήθελα και όχι όπως μου επέβαλαν.
Αυτό το λένε οι περισσότεροι άνθρωποι όταν συνειδητοποιούν ότι η ζωή τους έχει σχεδόν τελειώσει και κοιτούν στο παρελθόν. Είναι εύκολο να δουν πόσα όνειρα έμειναν ανεκπλήρωτα Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν εκπλήρωσαν ούτε τα μισά από όσα είχαν ονειρευτεί.
Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν να προσπαθήσετε να εκπληρώσετε μερικά από τα όνειρά σας στην πορεία. Από τη στιγμή που αρρωστήσεις είναι πολύ αργά. Η υγεία φέρνει μια ελευθερία που πολύ λίγοι συνειδητοποιούν.
2. Μακάρι να μην εργαζόμουν τόσο σκληρά
Αυτό το λένε κυρίως άνδρες ασθενείς. Είναι όλοι αυτοί που δεν πρόλαβαν να χαρούν τα παιδιά τους, δεν κατάφεραν να τα πάρουν μια αγκαλιά, να τα μεγαλώσουν, να χαρούν την εφηβεία τους. Είναι όλοι αυτοί που δεν έψαξαν αγάπη από το σύντροφό τους.
Η Bronnie από την πλευρά της μας συμβουλεύει να απλοποιήσουμε τον τρόπο ζωής μας κάνοντας συνειδητές επιλογές στην πορεία. Δημιουργώντας περισσότερο χώρο στη ζωή σας, γίνεστε πιο ευτυχισμένοι και πιο ανοικτοί σε νέες ευκαιρίες.
3. Μακάρι να είχα το θάρρος να εκφράσω τα συναισθήματά μου
Πολλοί άνθρωποι δεν εκφράζουν τα συναισθήματά τους, προκειμένου να διατηρήσουν ισορροπίες με τους άλλους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να είμαστε μέτριοι ως οντότητες. Υπάρχουν πολλές ασθένειες που σχετίζονται με την πικρία και τη δυσαρέσκεια.
Δεν μπορούμε να ελέγξουμε τις αντιδράσεις των άλλων. Ωστόσο όταν αλλάζετε τον τρόπο επικοινωνίας μιλώντας ειλικρινά, θα θέσετε τις σχέσεις σε ένα εντελώς νέο και υγιές επίπεδο.
4. Μακάρι να είχα διατηρήσει επαφή με τους φίλους μου
Συχνά δεν συνειδητοποιούμε τα πραγματικά οφέλη της φιλίας. Ο πολυάσχολος τρόπος ζωής φθείρει τη φιλία. Αυτό όμως που μένει στο τέλος είναι αυτό. Γι’ αυτό διαφυλάξετε την ως κόρη οφθαλμού.
5. Μακάρι να είχα αφήσει τον εαυτό μου να είναι πιο ευτυχισμένος
Πολλοί δεν είχαν αντιληφθεί μέχρι το τέλος της ζωής τους ότι η ευτυχία είναι μια επιλογή. Είχαν μείνει κολλημένοι σε παλιά πρότυπα και συνήθειες. Ο φόβος της αλλαγής τους έκανε να προσποιούνται ακόμα και στον ίδιο τους το εαυτό.

Ακολουθεί ένα πολύ όμορφο ποίημα του Κ.Π.Καβάφη

"ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ"
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.

Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.

Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα – τι τρέλλα! –
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.»

Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

… Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.



Ο γέροντας  του ποιήματος αναλογίζεται πόσο γρήγορα γλίστρησε ο χρόνος μέσα από τα χέρια του. Γέρασε και πια κανείς δεν τον υπολογίζει. Αντί για σεβασμό συναντά την περιφρόνηση. Την μοναξιά. Είναι βαριά η σκιά του γέρου και όλοι τον αποφεύγουν, νιώθουν ότι δεν έχουν τίποτα να πουν μαζί του. Και όμως κάποτε ήταν κι αυτός νέος, ωραίος, δυνατός, έξυπνος, με μυαλό και λόγο. Κρατούσε την ζωή στα χέρια του και πίστευε ότι δεν θα του ξεφύγει, πριν την χαρεί. Αλλά ώσπου να το καταλάβει, αυτή πέρασε αστραπιαία. Ο ποιητής για να δηλώσει την έκταση της ταχύτητας του χρόνου, χρησιμοποιεί την επανάληψη «Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό».
Με πίκρα μονολογεί. Άφησε πολλές ομορφιές της ζωής να περάσουν, χωρίς να τις χαρεί, με την πεποίθηση πως υπάρχει πάντοτε πολύς καιρός μπροστά του να κάνει αυτά που του αρέσουν. Έλεγε: «Ούπω καιρός», δηλαδή, δεν είναι ακόμη ο καιρός, είμαι νέος ακόμη, θα έχω κι άλλες ευκαιρίες. Γέρος τώρα, σκυφτός από το βάρος των ετών και μισοκοιμισμένος, αισθάνεται την ανάγκη να κάνει πράγματα, επιθυμεί να διεκδικήσει μερίδιο στις ηδονές της ζωής, μα δεν μπορεί και λυπάται γι αυτό. «Ουκέτι καιρός», δεν υπάρχει πλέον καιρός, τα χρόνια της ακμής πέρασαν και μάλιστα ανεπιστρεπτί. Είναι πολύ βασανιστικό η ψυχή να θέλει, το σώμα όμως να μην ακολουθεί. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής. Στην προκειμένη μάλιστα περίπτωση, όπως συμβαίνει με όλους τους ηλικιωμένους, το πνεύμα είναι κι αυτό ασθενές, κοιμάται, ακολουθώντας το σώμα στην φθορά του.

Δεν έχει άδικο λοιπόν ο λαϊκός ποιητής, όταν εκφράζοντας τη λαϊκή συνείδηση τραγουδά τον δικό του καημό:
«Νά’ σαν τα νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμία…»

Ακολουθεί το ποίημα του Μπ. Μπρεχτ - Ηλικιωμένοι και Οικονομική Κρίση-

 «Η (γριά) αγοράστρια»
«Είμαι γριά./ Σαν ξύπνησε η Γερμανία/ μειώθηκαν οι συντάξεις.
Τα παιδιά μου/ μου δίνουν πότε πότε μερικές δεκάρες.
Μα σχεδόν τίποτα δεν μπόραγα πια ν’ αγοράσω.
Τον πρώτο καιρό πήγαινα πιο σπάνια και ‘γω στα μαγαζιά
όπου παλιότερα είχα συνηθίσει να ψωνίζω κάθε μέρα.
Μα κάποια μέρα το σκέφτηκα καλά κι άρχισα
να πηγαίνω πάλι καθημερινά στο φούρναρη και τη μανάβισσα.
Σαν παλιά αγοράστρια με προσοχή ξεδιάλεγα τα τρόφιμα
περισσότερα δεν έπαιρνα απ’ ό,τι πιο παλιά,
μα και λιγότερα όχι..
Έβαζα τα ψωμάκια πλάι στο καρβέλι το ψωμί
και πλάι στο λάχανο τα πράσα/ και μοναχά
σαν όλο το λογαριασμό είχανε υπολογίσει, αναστέναζα
κι έψαχνα με τ’ αλύγιστά μου δάχτυλα
βαθιά μες στο μικρό δερμάτινό μου πορτοφόλι.
Κι ομολογούσα κουνώντας το κεφάλι ότι τα χρήματα
που είχα δε μου φτάνανε για να πληρώσω αυτά τα λίγα
κι έφευγα από το μαγαζί κουνώντας το κεφάλι
μπροστά σ’ όλων των πελατών τα μάτια.
Είπα στον εαυτό μου:
Σαν όλοι εμείς που τίποτα δεν έχουμε
σταματήσουμε και να εμφανιζόμαστε εκεί
που αγοράζουμε το φαγητό
μπορεί και να νομίσουν πως τίποτα δε χρειαζόμαστε.
Μα σαν ερχόμαστε και δεν μπορούμε τίποτα να πάρουμε
ξέρουν όλοι το πρόβλημα, τα πράγματα πως έχουν».

(Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, εκδ. Σ. Ε.)

Πηγές:chryssablog.wordpress
www: dromeas-zois.blogspot.gr 
https://itzikas.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου