Κυριακή 3 Απριλίου 2016

"ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ"


Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, στις 2 Απριλίου, ημέρα γέννησης του μεγάλου Δανού παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (2 Απριλίου 1805), γιορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου.
Καθιερώθηκε πριν από 50 χρόνια (1966), από τη Διεθνή Οργάνωση Βιβλίων για τη Νεότητα, με σκοπό να τονώσει την αγάπη για το διάβασμα και να στρέψει την προσοχή στα παιδικά βιβλία, σε μια προσπάθεια διεθνούς συνεργασίας για την ανάπτυξη και τη διάδοση της παιδικής λογοτεχνίας.

Κάθε χρόνο, ένα διαφορετικό εθνικό τμήμα της ΙΒΒΥ (International Board on Books for Young People) έχει την ευκαιρία να γίνει χορηγός της Παγκόσμιας Ημέρας Παιδικού Βιβλίου. Επιλέγει ένα θέμα και καλεί έναν γνωστό συγγραφέα να γράψει ένα μήνυμα για όλα τα παιδιά του κόσμου και έναν γνωστό εικονογράφο να φιλοτεχνήσει μια αφίσα.

Το υλικό αυτό χρησιμοποιείται με διάφορους τρόπους για την προώθηση των βιβλίων και της ανάγνωσης σε όλο τον κόσμο.

Φέτος, είναι η σειρά της Βραζιλίας. Το μήνυμα έγραψε η Βραζιλιάνα συγγραφέας Luciana Sandroni (Ρίο ντι Τζανέιρο, 1962) ενώ την εικονογράφηση έκανε ο επίσης Βραζιλιάνος εικονογράφος, δημοσιογράφος και καρτουνίστας Ziraldo Alves Pinto.
Το φετινό μήνυμα



Μια φορά κι έναν καιρό...

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια… πριγκίπισσα; Όχι. Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια βιβλιοθήκη. Ήταν κι ένα κορίτσι, που το έλεγαν Λουΐζα και πήγε πρώτη του φορά στη βιβλιοθήκη. Περπατούσε αργά, σέρνοντας μια τεράστια σάκα με ρόδες. Κοίταζε παντού τριγύρω με κατάπληξη: Ράφια κι άλλα ράφια, γεμάτα με βιβλία… τραπέζια, καρέκλες, χρωματιστά μαξιλάρια, ζωγραφιές στους τοίχους και αφίσες.

«Έφερα μια φωτογραφία μου» είπε ντροπαλά στον βιβλιοθηκάριο.

«Θαυμάσια, Λουΐζα! Θα ετοιμάσω την κάρτα σου για τη βιβλιοθήκη. Στο μεταξύ, διάλεξε κάποιο βιβλίο. Μπορείς να διαλέξεις ένα και να το πάρεις στο σπίτι σου, εντάξει;»

«Ένα μόνο;» ρώτησε η Λουΐζα απογοητευμένη.

Χτύπησε το τηλέφωνο εκείνη τη στιγμή, κι ο βιβλιοθηκάριος άφησε το κορίτσι μοναχό του να κάνει αυτή τη δύσκολη δουλειά: να διαλέξει μόνο ένα από τη θάλασσα εκείνη των βιβλίων στα ράφια. Η Λουΐζα έσερνε τη σάκα της τριγύρω κι έψαχνε, έψαχνε, ώσπου βρήκε την αγαπημένη της «Χιονάτη». Το αντίτυπο εκείνο είχε σκληρό εξώφυλλο και πανέμορφες εικόνες. Με το βιβλίο στο χέρι, έσυρε ξανά τη σάκα και, καθώς έκανε να φύγει, κάποιος τη χτύπησε ελαφρά στον ώμο. Παρά λίγο να πέσει κάτω η Λουΐζα από την έκπληξη! Δεν ήταν άλλος παρά ο Παπουτσωμένος Γάτος με το βιβλίο του στα χέρια ή, μάλλον, στα μπροστινά του ποδαράκια!

«Τι κάνεις; Πώς είσαι;» τη ρώτησε όλο ευγένεια. «Αυτές τις ιστορίες με τις πριγκίπισσες δεν τις έχεις μάθει όλες πια, Λουΐζα; Γιατί δεν παίρνεις το βιβλίο μου, τον “Παπουτσωμένο Γάτο”, που είναι πιο αστείο;»

Κατάπληκτη η Λουΐζα, με τα μάτια γουρλωμένα, δεν ήξερε τι να πει.

«Τι συμβαίνει; Σου έφαγε τη γλώσσα η γάτα;» αστειεύτηκε αυτός.

«Είσαι στ’ αλήθεια ο Παπουτσωμένος Γάτος;»

«Εγώ είμαι! Ολοζώντανος! Πάρε με, λοιπόν, στο σπίτι σου και θα τα μάθεις όλα για την ιστορία μου με τον Μαρκήσιο του Καραμπά.

Το κορίτσι, σαστισμένο ακόμα, συμφώνησε, γνέφοντας ναι με το κεφάλι.

Ο Παπουτσωμένος Γάτος, μ’ ένα σάλτο μαγικό, ξαναμπήκε στο βιβλίο και μόλις η Λουΐζα έκανε να φύγει, κάποιος την ξαναχτύπησε ελαφρά στον ώμο. Ήταν εκείνη! «Άσπρη σαν το χιόνι, μάγουλα σαν τριαντάφυλλα και μαλλιά μαύρα σαν τον έβενο». Ξέρετε ποια ήταν;

«Η Χιονάτη!» φώναξε η Λουΐζα έκθαμβη!

«Λουΐζα, πάρε με κι εμένα! Αυτό το αντίτυπο είναι πιστή αναδιήγηση της ιστορίας, που έγραψαν οι αδελφοί Γκριμ!» της είπε, δείχνοντας το βιβλίο της

Έτοιμη ήταν η Λουΐζα ν’ αλλάξει πάλι το βιβλίο, μα ο Παπουτσωμένος Γάτος εκνευρίστηκε:

«Χιονάτη, η Λουΐζα έχει αποφασίσει! Γύρνα στους έξι νάνους σου!»





«Οι νάνοι μου είναι εφτά, και η Λουΐζα δεν έχει αποφασίσει ακόμα τίποτα!» φώναξε η Χιονάτη, κόκκινη από θυμό.

Γύρισαν τότε και οι δύο στο κορίτσι να δουν τι θ’ απαντήσει.

«Δεν ξέρω ποιο να πάρω. Θέλω να τα πάρω όλα…»

Ξάφνου τότε, συνέβη κάτι αναπάντεχο κι ολότελα παράξενο: Όλοι οι ήρωες άρχισαν να βγαίνουν από τα βιβλία τους. Η Σταχτοπούτα, η Κοκκινοσκουφίτσα, η Ωραία Κοιμωμένη, η Ραπουνζέλ… Μια παρέα από πραγματικές πριγκίπισσες…

«Πάρε με μαζί σου, Λουΐζα!» την παρακαλούσε κάθε μια τους.

«Χρειάζομαι μόνο ένα κρεβάτι, για να κοιμηθώ λιγάκι» χασμουρήθηκε η Ωραία Κοιμωμένη.

«Μόνο εκατό χρονάκια!» την κορόιδεψε ο Παπουτσωμένος Γάτος.

Η Σταχτοπούτα άρχισε να λέει «θα σου καθαρίσω και το σπίτι εγώ, μόνο που το βράδυ έχω να πάω σε χορό στο παλάτι του…»

«Του πρίγκιπα!» έβαλαν τα γέλια όλοι.

«Στο καλάθι μου, έχω μία πίτα και κρασί. Θέλει κανένας λίγο;» τους πρόσφερε η Κοκκινοσκουφίτσα.

Εμφανίστηκαν τότε κι άλλοι ήρωες παραμυθιών: Το Ασχημόπαπο, Το κοριτσάκι με τα σπίρτα, Ο Μολυβένιος στρατιώτης και η μπαλαρίνα…

«Μπορούμε να έρθουμε μαζί σου; Είμαστε όλοι ήρωες του Άντερσεν» της είπε το Ασχημόπαπο, που δεν ήταν στ’ αλήθεια τόσο άσχημο.

«Είναι ζεστό το σπίτι σου;» ρώτησε το Κοριτσάκι με τα σπίρτα.

«Αχ, αν έχει τζάκι, καλύτερα να μείνουμε κοντά της…» μουρμούρισαν ο Μολυβένιος Στρατιώτης και η μπαλαρίνα.

Φάνηκε τότε ξαφνικά μπροστά τους ένας άγριος λύκος, δείχνοντας τα φοβερά του δόντια! «Ο μεγάλος κακός λύκος»!!!

«Τι μεγάλο στόμα που έχεις, Λύκε!» θαύμασε από συνήθεια η Κοκκινοσκουφίτσα.

«Θα σας προστατέψω εγώ!» είπε με γενναιότητα ο Μολυβένιος στρατιώτης.

Την ίδια στιγμή, άνοιξε ο μεγάλος κακός λύκος το τεράστιο στόμα του και … Τους έφαγε όλους; Όχι. Απλά, χασμουρήθηκε κουρασμένος και είπε ήρεμα:

«Ησυχάστε όλοι! Μια ιδέα ήθελα μόνο να σας πω. Η Λουΐζα μπορεί να πάρει το βιβλίο που θέλει, τη “Χιονάτη”, κι εμείς να μπούμε μες στη σάκα της, που μας χωράει όλους.

Την ιδέα του τη βρήκαν όλοι εξαιρετική!

«Μπορούμε, Λουΐζα;» ρώτησε το κοριτσάκι με τα σπίρτα, που έτρεμε από το κρύο.

«Βέβαια!» είπε εκείνη κι άνοιξε τη σάκα της.

Οι ήρωες των παραμυθιών μπήκαν στη γραμμή κι ετοιμάστηκαν.

«Πρώτα οι πριγκίπισσες!» πρόσταξε η Σταχτοπούτα.

Την τελευταία στιγμή, εμφανίστηκαν κι ένα σωρό ήρωες από βιβλία βραζιλιάνικα. Και μπήκαν μέσα όλοι.



Η σάκα με τις ρόδες ήταν τώρα πιο βαριά από ποτέ. Ήταν τόσο βαρείς οι ήρωες! Η Λουΐζα πήρε το βιβλίο, τη “Χιονάτη”, κι ο βιβλιοθηκονόμος το έγραψε στην κάρτα της.

Λίγο αργότερα, το κορίτσι έφτασε στο σπίτι του ευχαριστημένο, και η μητέρα του ρώτησε από μέσα:
«Γύρισες, χρυσό μου;»

«Γυρίσαμε!».

Πηγή:naftemporiki.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου