Μέσα από ένα σύννεφο καπνού, τα μαύρα της περιγράμματα κινούνται βιαστικά προς τον θεατή. Μες στη βροχή και την ομίχλη, ο ατμός της σύγχρονης ατμομηχανής χάνεται περνώντας πάνω από τη γέφυρα, στις πέτρες της οποίας μοιάζει να αντανακλάται η ενέργεια που πηγάζει από τους πυρωμένους λέβητες.
Ελεύθερες και σφριγηλές πινελιές, αμιγή χρώματα, δύναμη, ρυθμός και κίνηση συνδυάζονται σε αυτόν τον πίνακα του Τέρνερ, αφιερωμένο στο σιδηρόδρομο, αναμφίβολα ένα από τα επιτεύγματα της πρώτης Βιομηχανικής Επανάστασης.
στο ατελιέ του ζωγράφου
Όταν, το 1844, παρουσίασε το έργο στις αίθουσες της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου, ο Τέρνερ είχε ξεπεράσει πλέον το ζενίθ της καριέρας του και είχε φτάσει σε εκείνη την ελευθερία έκφρασης, εκείνο το χρωματικό, ατμοσφαιρικό και παλλόμενο σχέδιο, πολύ κοντά στην αφαίρεση, το οποίο μετέτρεπε το φως και το χρώμα σε κάτι παραπάνω από απλά στοιχεία της αναπαράστασης της φύσης.
Βροχή, ατμός, ταχύτητα
Ο τίτλος του πίνακα, Βροχή, ατμός, ταχύτητα , υπήρξε, κατά κάποιον τρόπο, φόρος τιμής στον Μεγάλο Δυτικό Σιδηρόδρομο και στη γέφυρα του Τάμεση, που χτίστηκε στο ύψος του Maidenhead, μεταξύ 1837 και 1839, σύμφωνα με τα σχέδια ενός από τους διασημότερους βρετανούς μηχανικούς της εποχής, του Isambard Kingdom Brunei. Φόρος τιμής σ’ ένα σύμβολο της εποχής στην οποία ο Τζον Μάλορντ Ουίλιαμ Τέρνερ (John Mallord William Turner, 1775-1831) έμελλε να ζήσει.
Calais Pier 1803
Η ζωή του ζωγράφου που επάξια έχει χαρακτηριστεί μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της αγγλικής τέχνης κύλησε σε κρίσιμη περίοδο της ιστορίας της Μεγάλης Βρετανίας, σε μια εποχή με βαθιές τεχνολογικές, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές αλλαγές, οι οποίες εδραίωσαν τις βάσεις της μεγάλης αποικιακής αυτοκρατορίας. Ήταν το 15ο έτος της βασιλείας του Γεωργίου Γ' όταν ο μελλοντικός ζωγράφος, γιος ταπεινού κουρέα, ήρθε στον κόσμο, σε μια κεντρική και μποέμικη συνοικία του Λονδίνου. Την ίδια χρονιά, το 1775, το βρετανικό στέμμα θα εμπλεκόταν σε μακρόχρονο και δαπανηρό πόλεμο για να αντιμετωπίσει την εξέγερση των δεκατριών αποικιών της Βόρειας Αμερικής, η ανεξαρτησία των οποίων αναγνωρίστηκε με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, το 1783. Τότε, οι Βρετανοί, παρακινημένοι από τις επιταγές του νέου και δυναμικού βιομηχανικού τρόπου παραγωγής, έστρεψαν τα βλέμματά τους στην Ανατολή, σε αναζήτηση νέων αποικιών, που θα τους επέτρεπαν να αναπροσαρμόσουν τις εμπορικές τους οδούς.
Το καράβι Dort στο Ρότερνταμ 1818
Ήταν τα πρώτα βήματα για την εξασφάλιση της παγκόσμιας ηγεμονίας, που φαινόταν να ευνοείται και από τη σύγκρουση των ευρωπαϊκών εθνών με τον Ναπολέοντα, η οποία κεφαλαιοποιήθηκε κυρίως από τη Μεγάλη Βρετανία. Όταν πέθανε ο Τέρνερ, ωστόσο, η γεωργιανή Αγγλία ήταν πια απλώς μια ανάμνηση και η βασίλισσα Βικτορία, η οποία είχε ανέβει στο θρόνο το 1837, είχε γίνει ήδη η πιο ισχυρή ηγεμόνας του κόσμου.
Παράλληλα με αυτά τα γεγονότα, νέες εφευρέσεις είχαν αρχίσει να μεταβάλλουν ριζικά τις παραδοσιακές μορφές παραγωγής και τις μεταφορές στη Μεγάλη Βρετανία, καθιστώντας δυνατή τη ριζική αναμόρφωση της βιομηχανίας (και ιδιαίτερα της υφαντουργίας) αλλά και την ανάπτυξη πιο γρήγορων και ασφαλών συστημάτων επίγειας και θαλάσσιας επικοινωνίας. Όλα αυτά θα είχαν αντίκτυπο στην εσπευσμένη αστικοποίηση και βιομηχανική συγκέντρωση, με τις τραυματικές συνέπειες της προλεταριοποίησης των παλιών αγροτών.
Keelmen στο φεγγαρόφωτο 1835
Παρ’ όλα αυτά, η βρετανική κοινωνία «της βιομηχανίας και της αυτοκρατορίας» βάδιζε πλησίστια προς τη σύγχρονη εποχή, με συνείδηση αυτοϊκανοποίησης και ανωτερότητας. Ο Τόμας Καμλάιλ έγραφε κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα: «Τίποτα δεν μας αντιστέκεται. Παλεύουμε εναντίον της άξεστης φύσης· χάρη στις ακαταμάχητες μηχανές μας, βγαίνουμε πάντοτε νικητές και φορτωμένοι με λάφυρα» (Sings of the Times, 1829). Οι αντιλήψεις, οι ιδέες και οι αισθητικές αξίες του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα, ο τακτικός και μεθοδικός ορθολογισμός του, τόσο ταιριαστός στα ανθρώπινα μέτρα, πέρασαν και από την Αγγλία, ωθούμενες και από τους επαναστατικούς ανέμους που έπνεαν ορμητικά στην Ευρώπη, σε συνδυασμό όμως με τη νέα κουλτούρα του Ρομαντισμού, που θα αφήσει το στίγμα της στις νοοτροπίες και στις πιο ποικίλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.
Ψαράδες στη θάλασσα 1796
Για τους ρομαντικούς (και ο Ουίλιαμ Τέρνερ ήταν ένας απ’ αυτούς), με όλες τους τις αποχρώσεις, η φύση αποτελούσε το μυστήριο που έπρεπε να ξεδιαλύνουν. Προς αυτήν έστρεφαν το βλέμμα τους, στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν τον κόσμο. Η ενατένιση ενός φύλλου ή μιας βουνοκορφής, με την επικλητική τους ικανότητα, μπορούσε να ελευθερώσει τη φαντασία των ρομαντικών, να αφυπνίσει τα συναισθήματά τους, να προκαλέσει την έκσταση που τόσο επιδίωκαν. Με την πιο τρομερή και απειλητική της όψη (η θάλασσα που λυσσομανά, μια καταιγίδα, ένα απάτητο βουνό), η φύση τούς υπενθύμιζε διαρκώς πόσο εύθραυστα είναι τα ανθρώπινα όντα και πόσο εύκολα μπορούσε να καταστρέψει όλα τους τα έργα.
Σε αυτόν τον γεμάτο αλλαγές και αντιφάσεις κόσμο έζησε και δημιούργησε ο Ουίλιαμ Τέρνερ. Η σύνθετη προσωπικότητά του και ο δυϊσμός που χαρακτήρισαν την καλλιτεχνική εξέλιξή του εξηγούν τόσο το ενδιαφέρον που τον συνόδευσε όσο ζούσε, όσο και το ρόλο του «προδρόμου» ορισμένων από τα σημαντικότερα εικαστικά ρεύματα της σύγχρονης εποχής που του έχει αποδοθεί. Η πορεία του υπήρξε ένα συναρπαστικό καλλιτεχνικό ταξίδι από το «γραφικό» στο «υψηλό», από τις συμβάσεις -και τις ανασχέσεις- της κυρίαρχης τέχνης στην Αγγλία τον πρώτο καιρό της μαθητείας του μέχρι την ελεύθερη και άχρονη αφαίρεση που κυριαρχεί στα τελευταία του έργα.
Μια άποψη του Αρχιεπισκοπικού μεγάρου Lambeth 1790
Άρχισε πολύ νωρίς, κατά τα πρώτα ήδη χρόνια της εφηβείας, να δοκιμάζει τις δυνάμεις του μέσω των υποχρεωτικών μαθημάτων στη Σχολή της Βασιλικής Ακαδημίας, πρόεδρος της οποίας ήταν τότε ο «πατέρας» της αγγλικής προσωπογραφίας, ο σερ Τζόσουα Ρέινολντς. Ήταν μόλις 14 ετών και, αμέσως μετά την εγγραφή του (1790), συμμετείχε με μια υδατογραφία, που είχε τον τίτλο Το αρχιεπισκοπικό μέγαρο του Lambeth , στην έκθεση που το ίδρυμα οργάνωνε κάθε χρόνο - συνήθεια που θα διατηρούνταν αμετάβλητη μέχρι τη χρονιά του θανάτου του.
Είχε κάνει έτσι τα πρώτα βήματα σε ότι τότε κυριαρχούσε στην «αγγλική τέχνη»; την υδατογραφία. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, λόγω της λεπτότητας και της προσαρμοστικότητας της, η τεχνική αυτή είχε γνωρίσει ιδιαίτερη άνθηση στη Μεγάλη Βρετανία, παράλληλα με την έξαρση του τοπογραφικού σχεδίου, της ακριβούς καταγραφής φυσικών ή τροποποιημένων από τον άνθρωπο τοπίων. Εκείνη την εποχή, το τοπίο χαρακτηριζόταν αναπόφευκτο συμπλήρωμα του έργου του χαρτογράφου, ενώ χρησίμευε, παράλληλα, και ως υπόμνηση του ταξιδιωτικού πάθους των εύπορων Βρετανών. Αυτό το πάθος οδηγούσε, για παράδειγμα, γόνους μεγάλων και πλούσιων οικογενειών στους δρόμους της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ελβετίας και, κυρίως, της Ιταλίας, με στόχο την ολοκλήρωση της διαπαιδαγώγησής τους μέσω του λεγόμενου Grand Tour. Σε πολλές περιπτώσεις, το ταξίδι αυτό γινόταν συνοδεία καλλιτεχνών, επιφορτισμένων να καταγράψουν τις αποδείξεις των ξεχωριστών γεγονότων του οδοιπορικού τους.
Ο Οδυσσέας ξεγελά τον Πολύφημο 1829
Ωστόσο, όσο κυλούσε ο 18ος αιώνας, τα τοπία που ενδιέφεραν ολοένα και περισσότερο τους Άγγλους ήταν τα δικά τους. Ενώ τα εδάφη της επεκτείνονταν και οι πόλεις της μεταμορφώνονταν, η Μεγάλη Βρετανία ανακάλυπτε τον εαυτό της, τα θέλγητρα των τοπίων της υπαίθρου της, των παλιών κάστρων και των αναρίθμητων εκκλησιών της. Ωθούμενοι από αυτή τη νέα τάση, πολλοί καλλιτέχνες άρχισαν να επισκέπτονται τους πιο διαφορετικούς τόπους της Αγγλίας, της Σκοτίας και της Ουαλίας, για να απεικονίσουν πιστά τα βουνά και τις κοιλάδες, τους ποταμούς και τις ακτές, τα χωριά και τα μεγάλα υποστατικά, τους καθεδρικούς ναούς και τα ερειπωμένα μοναστήρια. Εξάλλου, στην «ανακάλυψη» αυτή, θα πρέπει να προστεθεί και ο πόλεμος που ξέσπασε στην ηπειρωτική Ευρώπη μετά τη Γαλλική Επανάσταση και ο αποκλεισμός κατά την περίοδο της σύγκρουσης με τον Ναπολέοντα, παράγοντες οι οποίοι έκαναν αδύνατα τα πατροπαράδοτα ταξίδια στην Ευρώπη και οδήγησαν τους βρετανούς καλλιτέχνες στους δρόμους του νησιού τους. Τα σχέδια και οι υδατογραφίες, καρπός αυτής της «εξόρμησης», θα διαδίδονταν αργότερα κατά εκατοντάδες, ως αναπαραγωγές σε χαρακτικά, ή μέσω των εικονογραφημένων περιοδικών, ιδιαίτερα δημοφιλών εκείνη την εποχή. Σε αυτό το κλίμα, το οποίο κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα είχε ήδη αρχίσει να καλλιεργεί την αδιαφορία για την αντικειμενική αναπαραγωγή των τοπίων αναζητώντας περισσότερη ιδιαιτερότητα στην έκφραση του ατομικού συναισθήματος απέναντι στη φύση -χάρη στα έργα του υδατογράφου Πωλ Σάντμπυ, αλλά κυρίως χάρη στις καθοριστικές καινοτομίες των Αλεξάντερ και Τζον Ρόμπερτ Κόζενς- διαμορφώθηκε ο Τέρνερ. Αν στη Βασιλική Ακαδημία πήρε μαθήματα σχεδίου και προοπτικής από τον Thomas Mahon, μαθητή του Σάντμπυ ειδικευμένου σε αρχιτεκτονικές απόψεις, στο εργαστήριο του χαράκτη J.R. Smith, όπου και εργάστηκε παράλληλα ως μαθητευόμενος, θα αφιέρωνε πολλές ώρες στη μελέτη τοπιογραφικών χαρακτικών των πιο διαφορετικών καλλιτεχνών.
Ηρώ και Λέανδρος, ο αποχαιρετισμός 1837
Ο συνδυασμός μαθητείας και εμπειρίας δεν θα αργούσε να δώσει αυθεντικούς καρπούς. Ο Τέρνερ θα αποκτήσει πολύ νωρίς δικό του ύφος, πρωτότυπη έκφραση. Αν στις απαρχές, όπως και τόσοι άλλοι, εκτελούσε με ακρίβεια γραμμικά σχέδια για να τα σκιάσει και να τα επιχρωματίσει εν συνεχεία με υδρόχρωμα, σύντομα θα έδινε πολύ λιγότερη προσοχή στη μορφολογική ακρίβεια απ’ ότι στα χρώματα των τοπίων και των σκηνών που αναπαριστούσε. Η έκσταση απέναντι στη φύση και τα φυσικά φαινόμενα στην πιο ακραία τους μορφή θα τον ωθούσε στην ολοένα και πιο ελεύθερη χρήση του χρώματος. Η φουρτουνιασμένη θάλασσα ή ένα ψηλό βουνό τού χρησίμευαν για να υπογραμμίζει πόσο εύθραυστα ήταν όλα τα ανθρώπινα έργα. Βαθμιαία, ο προσηλωμένος και ακριβής σχεδιαστής τοπογραφιών μεταμορφωνόταν στον μάγο ο οποίος, με τα πινέλα του, εξόρκιζε οπτασίες φανταστικών ιριδισμών, ξεδιάλυνε τα μυστικά της φύσης, προσπαθώντας να δώσει μορφή στους διάφορους συνδυασμούς των τεσσάρων πρωτογενών στοιχείων (γη, αέρας, νερό, φωτιά).
Παρ’ όλα αυτά, ο Τέρνερ δεν θα παραμελήσει την Ακαδημία. Παρέμεινε πάντα πιστός στις απαιτήσεις του συγκεκριμένου συστήματος υποχρεώσεων και κανόνων, συμμετέχοντας σε πολλές από τις κοινωνικές δραστηριότητες του ιδρύματος. Μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας από το 1799 και με πλήρη δικαιώματα από το 1802, υπήρξε άψογος για τρεις δεκαετίες στις υποχρεώσεις του ως καθηγητής της προοπτικής (1807-38) και συμμετείχε σε όλες, ουσιαστικά, τις ετήσιες εκθέσεις. Εκεί θα μελετήσει τους κλασικούς, εκεί θα διαποτιστεί από τις αντιλήψεις περί τοπίου των παλαιότερων ευρωπαίων Δασκάλων, τα έργα των οποίων είχε την ευκαιρία να θαυμάσει εκ του φυσικού όταν, ήδη το 1802, μπόρεσε να ταξιδέψει στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ο Κλωνί Λορέν, ο Πουσέν και ο Βαν ντε Βέλντε υπήρξα ν γι’ αυτόν σημεία αναφοράς, αλλά και καλλιτέχνες τους οποίους προσπάθησε να «ξεπεράσει» κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Έτσι λοιπόν, στην καλλιτεχνική πορεία του Τέρνερ, παρουσιάζεται ένας γόνιμος δυϊσμός, ο οποίος, συνδέοντάς τον με το παρελθόν, δεν τον εμποδίζει να προετοιμάζεται για το άλμα προς τη σύγχρονη εποχή. Από τη μια, βασιζόταν πάντοτε στην άμεση παρατήρηση της φύσης, στη φιλοτέχνηση πολλών εκατοντάδων βιαστικών σχεδίων, τα οποία αργότερα θα επεξεργαζόταν στο εργαστήριό του, μορφοποιώντας τις εντυπώσεις και τα συναισθήματά του στο μουσαμά ή στο χαρτί- ακόμα, προπορεύτηκε της ζωγραφικής στο ύπαιθρο όταν, μεταξύ 1805-10, από μια βάρκα στον Τάμεση, κοντά στο Windsor, φιλοτεχνούσε ελαιογραφίες απαλλαγμένες από οποιοδήποτε στοιχείο τεχνητής σύμβασης. Από την άλλη, ποτέ δεν απαξίωσε -αντίθετα, την καλλιέργησε πειθαρχημένα- τη λόγια μελέτη μέσω των μαθημάτων της Βασιλικής Ακαδημίας, αλλά και των επισκέψεών του σε μουσεία και ιδιωτικές συλλογές. Έτσι εξηγείται, άλλωστε, η τάση του να περιλαμβάνει στους πίνακές του ιστορικά και μυθολογικά στοιχεία, που τόσο τα εκτιμούσε η «μεγάλη τέχνη» της εποχής του.
Η Διδώ ιδρύει την Καρχηδόνα 1815
Για παράδειγμα, το έργο Η Διδώ ιδρύει την Καρχηδόνα εμπνέεται σαφώς από τα τοπία του Κλωντ Λορέν. Μάλιστα, στη διαθήκη του, κληροδοτώντας αυτόν τον πίνακα στην Εθνική Πινακοθήκη, ο Τέρνερ διατύπωνε την επιθυμία να αναρτηθεί κοντά στην Επιβίβαση της βασίλισσας τον Σαβά του μεγάλου γάλλου τοπιογράφου, επιθυμία που με τον καιρό θα γινόταν πραγματικότητα. Ωστόσο, σε πολλά από αυτά τα ιστορικά και μυθολογικά έργα, η ανθρώπινη παρουσία έχει αναμφίβολα ελαχιστοποιηθεί από την αναπαράσταση της παράφορης δύναμης της φύσης, όπως συμβαίνει στη Χιονοθύελλα.
Ο Αννίβας διασχίζει τις Άλπεις ή στο Ο Οδυσσέας ξεγελάει τον Πολύφημο , πίνακα που ο Τέρνερ παρουσίασε στην έκθεση της Βασιλικής Ακαδημίας το 1829.
Ψαρόβαρκες διαπραγματεύονται με τους εμπόρους για τα ψάρια 1838
Και πάντα, βέβαια, η θάλασσα. Προκλητική ή γαλήνια, φουρτουνιασμένη ή φαινομενικά ήρεμη, πανταχού παρούσα για τους Βρετανούς. Αν στο έργο του Τέρνερ υπάρχει κάποιο σταθερό γνώρισμα, αυτό είναι η έλξη για τα θαλασσινά θέματα, στοιχείο που τον συνοδέυσε από την αρχή της καριέρας του. Στις υδατογραφίες, καθώς και στις ελαιογραφίες του, ζωγράφισε ψαράδικα, ιστιοφόρα της γραμμής, πολεμικά πλοία, ακόμα και ατμόπλοια. Ορισμένα, δεμένα στο λιμάνι άλλα, να παλεύουν με τα κύματα ή απομονωμένα στη γραμμή του ορίζονται όλα, μαρτυρία της ανθρώπινης δραστηριότητας, τόσες και τόσες φορές ανυπεράσπιστης απέναντι στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της φύσης. Ήξερε όσο λίγοι να μορφοποιεί τις πολλαπλές αποχρώσεις των νερών, τις μεταβαλλόμενες διαθέσεις των φυσικών φαινομένων, την αντανάκλαση των ηλιακών ακτίνων ή της σελήνης, καθώς και τα περιγράμματα των πιο διαφορετικών ακτών. Το έκανε απλώνοντας το χρώμα με τρόπο ολοένα και πιο ελεύθερο και τολμηρό. Αστραφτερά και ατμοσφαιρικά, τα γαλάζια, τα κίτρινα, τα πορτοκαλιά, τα λευκά του ζωντάνευαν θαλασσινά τοπία εξαιρετικής ομορφιάς.
Σκιά και το σκοτάδι - το βράδυ του κατακλυσμού 1843
Και εδώ εμφανίζεται ακόμα ένας από τους δυϊσμούς του Τέρνερ. Παράλληλα αλλά και ανεξάρτητα, ο καλλιτέχνης ζωγράφιζε υδατογραφίες και ελαιογραφίες, προσπαθώντας να προσεγγίσει τη μεγαλύτερη δυνατή τελειότητα και στις δυο τεχνικές. Ευνοούσε έτσι ενδιαφέροντα δάνεια μεταξύ των δύο, παρότι το χρέος που οφείλουν οι ελαιογραφίες του στην υδατογραφία είναι κάτι περισσότερο από προφανές. Ούτε οι δυϊσμοί τελειώνουν εδώ: τα εκατοντάδες, τα χιλιάδες σχέδια τα οποία ο Τέρνερ φιλοτέχνησε στα ταξίδια του, ώστε αργότερα, στην απομόνωση του εργαστηρίου του, να τα μεταμορφώσει σε έργα προς κοινή έκθεση (και προς πώληση, τόσο στη δική του γκαλερί, όσο και στις ετήσιες εκθέσεις της Ακαδημίας) ή που ζωγράφιζε για να ανταποκριθεί στις πολλές παραγγελίες, χρησίμευσαν επιπλέον και σαν βάση για να αναπτύξει μια περισσότερο ιδιωτική, μυστική και πειραματική δραστηριότητα, η οποία θα έβγαινε στο φως μόνο όταν θα γινόταν γνωστό το τεράστιο κληροδότημα που άφησε στο βρετανικό έθνος, και που σήμερα βρίσκεται στην Πινακοθήκη Τέιτ. Σε αυτή την έντονη και μυστική δουλειά του, ο Τέρνερ έφτασε οε πρωτοφανή επίπεδα ελευθερίας. Το μεσογειακό φως που το προνομιούχο μάτι του είχε απορροφήσει, ιδιαίτερα στα δυο ταξίδια του στην Ιταλία (181 9 και 1829), ευνόησε την καθοριστική ανατροπή της παλέτας του, ώστε να οδηγηθεί στο έντονα χρωματικό, ατμοσφαιρικό και παλλόμενο σχέδιό του, πραγματικά αφηρημένο.
Ανατολή με θαλάσσια τέρατα 1845
Έστω και αν σήμερα κανείς δεν αμφιβάλλει για τον αναμφισβήτητο ρόλο του Τέρνερ στην απόδοση του ρομαντικού τοπίου, με την τύχη που επιφύλασσε η κριτική στο έργο του συνέβη ότι, προφητικά, διέβλεψε ο υπέρτατος απολογητής του καλλιτέχνη κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του, ο τότε νεαρός κριτικός Τζον Ράοκιν. Βαθιά επηρεασμένος από το θάνατο του δασκάλου, ο Ράοκιν διαβεβαίωνε ότι με το θάνατό του «θα λησμονούνταν μέσα στους λυγμούς περισσότερα μυστήρια της φύσης απ’ όσα θα μπορούσαν να επανανακαλύψουν τα μάτια μιας ολόκληρης γενιάς». Δεν είχε πέσει πολύ έξω' θα έπρεπε να περάσει ένα τέταρτο του αιώνα ώσπου μια νέα γενιά ζωγράφων, οι ιμπρεσιονιστές, να αρχίσει να εκτιμά το σπέρμα του μοντερνισμού που υπήρχε στις ενοράσεις και στα εικονογραφικά ευρήματα του Τέρνερ.
Franca Varallo - Μεγάλοι ζωγράφοι - Τέρνερ
Ο Τζόζεφ Μάλορντ Ουίλιαμ Τέρνερ γεννήθηκε στις 23 Απριλίου 1775, στον αριθμό 22 της Maiden Lane, στο Covent Garden του Λονδίνου. Ήταν γιος ενός ταπεινού, ήσυχου και εργατικού κουρέα και της Mary Marshall, εκκεντρικής και διανοητικά ασταθούς γυναίκας, η οποία, το 1800, κλείστηκε στο Bethlehem Hospital του Λονδίνου, όπου και παρέμεινε μέχρι το θάνατό της, τον Απρίλιο του 1804. Εξαιτίας της απουσίας μητέρας ικανής να εκπληρώσει, κατά πώς όφειλε, τα καθήκοντά της, ο πατέρας του είναι εκείνος που για πολλά χρόνια θα ασχοληθεί με τον γιο του, ενθαρρύνοντας εξαρχής την κλίση του και εκθέτοντας με καμάρι τα πρώτα του σχέδια στο παράθυρο του σπιτιού του.
Το διάβασα στο http://antikleidi.com
Ελεύθερες και σφριγηλές πινελιές, αμιγή χρώματα, δύναμη, ρυθμός και κίνηση συνδυάζονται σε αυτόν τον πίνακα του Τέρνερ, αφιερωμένο στο σιδηρόδρομο, αναμφίβολα ένα από τα επιτεύγματα της πρώτης Βιομηχανικής Επανάστασης.
στο ατελιέ του ζωγράφου
Όταν, το 1844, παρουσίασε το έργο στις αίθουσες της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου, ο Τέρνερ είχε ξεπεράσει πλέον το ζενίθ της καριέρας του και είχε φτάσει σε εκείνη την ελευθερία έκφρασης, εκείνο το χρωματικό, ατμοσφαιρικό και παλλόμενο σχέδιο, πολύ κοντά στην αφαίρεση, το οποίο μετέτρεπε το φως και το χρώμα σε κάτι παραπάνω από απλά στοιχεία της αναπαράστασης της φύσης.
Βροχή, ατμός, ταχύτητα
Ο τίτλος του πίνακα, Βροχή, ατμός, ταχύτητα , υπήρξε, κατά κάποιον τρόπο, φόρος τιμής στον Μεγάλο Δυτικό Σιδηρόδρομο και στη γέφυρα του Τάμεση, που χτίστηκε στο ύψος του Maidenhead, μεταξύ 1837 και 1839, σύμφωνα με τα σχέδια ενός από τους διασημότερους βρετανούς μηχανικούς της εποχής, του Isambard Kingdom Brunei. Φόρος τιμής σ’ ένα σύμβολο της εποχής στην οποία ο Τζον Μάλορντ Ουίλιαμ Τέρνερ (John Mallord William Turner, 1775-1831) έμελλε να ζήσει.
Calais Pier 1803
Η ζωή του ζωγράφου που επάξια έχει χαρακτηριστεί μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της αγγλικής τέχνης κύλησε σε κρίσιμη περίοδο της ιστορίας της Μεγάλης Βρετανίας, σε μια εποχή με βαθιές τεχνολογικές, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές αλλαγές, οι οποίες εδραίωσαν τις βάσεις της μεγάλης αποικιακής αυτοκρατορίας. Ήταν το 15ο έτος της βασιλείας του Γεωργίου Γ' όταν ο μελλοντικός ζωγράφος, γιος ταπεινού κουρέα, ήρθε στον κόσμο, σε μια κεντρική και μποέμικη συνοικία του Λονδίνου. Την ίδια χρονιά, το 1775, το βρετανικό στέμμα θα εμπλεκόταν σε μακρόχρονο και δαπανηρό πόλεμο για να αντιμετωπίσει την εξέγερση των δεκατριών αποικιών της Βόρειας Αμερικής, η ανεξαρτησία των οποίων αναγνωρίστηκε με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, το 1783. Τότε, οι Βρετανοί, παρακινημένοι από τις επιταγές του νέου και δυναμικού βιομηχανικού τρόπου παραγωγής, έστρεψαν τα βλέμματά τους στην Ανατολή, σε αναζήτηση νέων αποικιών, που θα τους επέτρεπαν να αναπροσαρμόσουν τις εμπορικές τους οδούς.
Το καράβι Dort στο Ρότερνταμ 1818
Ήταν τα πρώτα βήματα για την εξασφάλιση της παγκόσμιας ηγεμονίας, που φαινόταν να ευνοείται και από τη σύγκρουση των ευρωπαϊκών εθνών με τον Ναπολέοντα, η οποία κεφαλαιοποιήθηκε κυρίως από τη Μεγάλη Βρετανία. Όταν πέθανε ο Τέρνερ, ωστόσο, η γεωργιανή Αγγλία ήταν πια απλώς μια ανάμνηση και η βασίλισσα Βικτορία, η οποία είχε ανέβει στο θρόνο το 1837, είχε γίνει ήδη η πιο ισχυρή ηγεμόνας του κόσμου.
Παράλληλα με αυτά τα γεγονότα, νέες εφευρέσεις είχαν αρχίσει να μεταβάλλουν ριζικά τις παραδοσιακές μορφές παραγωγής και τις μεταφορές στη Μεγάλη Βρετανία, καθιστώντας δυνατή τη ριζική αναμόρφωση της βιομηχανίας (και ιδιαίτερα της υφαντουργίας) αλλά και την ανάπτυξη πιο γρήγορων και ασφαλών συστημάτων επίγειας και θαλάσσιας επικοινωνίας. Όλα αυτά θα είχαν αντίκτυπο στην εσπευσμένη αστικοποίηση και βιομηχανική συγκέντρωση, με τις τραυματικές συνέπειες της προλεταριοποίησης των παλιών αγροτών.
Keelmen στο φεγγαρόφωτο 1835
Παρ’ όλα αυτά, η βρετανική κοινωνία «της βιομηχανίας και της αυτοκρατορίας» βάδιζε πλησίστια προς τη σύγχρονη εποχή, με συνείδηση αυτοϊκανοποίησης και ανωτερότητας. Ο Τόμας Καμλάιλ έγραφε κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα: «Τίποτα δεν μας αντιστέκεται. Παλεύουμε εναντίον της άξεστης φύσης· χάρη στις ακαταμάχητες μηχανές μας, βγαίνουμε πάντοτε νικητές και φορτωμένοι με λάφυρα» (Sings of the Times, 1829). Οι αντιλήψεις, οι ιδέες και οι αισθητικές αξίες του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα, ο τακτικός και μεθοδικός ορθολογισμός του, τόσο ταιριαστός στα ανθρώπινα μέτρα, πέρασαν και από την Αγγλία, ωθούμενες και από τους επαναστατικούς ανέμους που έπνεαν ορμητικά στην Ευρώπη, σε συνδυασμό όμως με τη νέα κουλτούρα του Ρομαντισμού, που θα αφήσει το στίγμα της στις νοοτροπίες και στις πιο ποικίλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.
Ψαράδες στη θάλασσα 1796
Για τους ρομαντικούς (και ο Ουίλιαμ Τέρνερ ήταν ένας απ’ αυτούς), με όλες τους τις αποχρώσεις, η φύση αποτελούσε το μυστήριο που έπρεπε να ξεδιαλύνουν. Προς αυτήν έστρεφαν το βλέμμα τους, στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν τον κόσμο. Η ενατένιση ενός φύλλου ή μιας βουνοκορφής, με την επικλητική τους ικανότητα, μπορούσε να ελευθερώσει τη φαντασία των ρομαντικών, να αφυπνίσει τα συναισθήματά τους, να προκαλέσει την έκσταση που τόσο επιδίωκαν. Με την πιο τρομερή και απειλητική της όψη (η θάλασσα που λυσσομανά, μια καταιγίδα, ένα απάτητο βουνό), η φύση τούς υπενθύμιζε διαρκώς πόσο εύθραυστα είναι τα ανθρώπινα όντα και πόσο εύκολα μπορούσε να καταστρέψει όλα τους τα έργα.
Σε αυτόν τον γεμάτο αλλαγές και αντιφάσεις κόσμο έζησε και δημιούργησε ο Ουίλιαμ Τέρνερ. Η σύνθετη προσωπικότητά του και ο δυϊσμός που χαρακτήρισαν την καλλιτεχνική εξέλιξή του εξηγούν τόσο το ενδιαφέρον που τον συνόδευσε όσο ζούσε, όσο και το ρόλο του «προδρόμου» ορισμένων από τα σημαντικότερα εικαστικά ρεύματα της σύγχρονης εποχής που του έχει αποδοθεί. Η πορεία του υπήρξε ένα συναρπαστικό καλλιτεχνικό ταξίδι από το «γραφικό» στο «υψηλό», από τις συμβάσεις -και τις ανασχέσεις- της κυρίαρχης τέχνης στην Αγγλία τον πρώτο καιρό της μαθητείας του μέχρι την ελεύθερη και άχρονη αφαίρεση που κυριαρχεί στα τελευταία του έργα.
Μια άποψη του Αρχιεπισκοπικού μεγάρου Lambeth 1790
Άρχισε πολύ νωρίς, κατά τα πρώτα ήδη χρόνια της εφηβείας, να δοκιμάζει τις δυνάμεις του μέσω των υποχρεωτικών μαθημάτων στη Σχολή της Βασιλικής Ακαδημίας, πρόεδρος της οποίας ήταν τότε ο «πατέρας» της αγγλικής προσωπογραφίας, ο σερ Τζόσουα Ρέινολντς. Ήταν μόλις 14 ετών και, αμέσως μετά την εγγραφή του (1790), συμμετείχε με μια υδατογραφία, που είχε τον τίτλο Το αρχιεπισκοπικό μέγαρο του Lambeth , στην έκθεση που το ίδρυμα οργάνωνε κάθε χρόνο - συνήθεια που θα διατηρούνταν αμετάβλητη μέχρι τη χρονιά του θανάτου του.
Είχε κάνει έτσι τα πρώτα βήματα σε ότι τότε κυριαρχούσε στην «αγγλική τέχνη»; την υδατογραφία. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, λόγω της λεπτότητας και της προσαρμοστικότητας της, η τεχνική αυτή είχε γνωρίσει ιδιαίτερη άνθηση στη Μεγάλη Βρετανία, παράλληλα με την έξαρση του τοπογραφικού σχεδίου, της ακριβούς καταγραφής φυσικών ή τροποποιημένων από τον άνθρωπο τοπίων. Εκείνη την εποχή, το τοπίο χαρακτηριζόταν αναπόφευκτο συμπλήρωμα του έργου του χαρτογράφου, ενώ χρησίμευε, παράλληλα, και ως υπόμνηση του ταξιδιωτικού πάθους των εύπορων Βρετανών. Αυτό το πάθος οδηγούσε, για παράδειγμα, γόνους μεγάλων και πλούσιων οικογενειών στους δρόμους της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ελβετίας και, κυρίως, της Ιταλίας, με στόχο την ολοκλήρωση της διαπαιδαγώγησής τους μέσω του λεγόμενου Grand Tour. Σε πολλές περιπτώσεις, το ταξίδι αυτό γινόταν συνοδεία καλλιτεχνών, επιφορτισμένων να καταγράψουν τις αποδείξεις των ξεχωριστών γεγονότων του οδοιπορικού τους.
Ο Οδυσσέας ξεγελά τον Πολύφημο 1829
Ωστόσο, όσο κυλούσε ο 18ος αιώνας, τα τοπία που ενδιέφεραν ολοένα και περισσότερο τους Άγγλους ήταν τα δικά τους. Ενώ τα εδάφη της επεκτείνονταν και οι πόλεις της μεταμορφώνονταν, η Μεγάλη Βρετανία ανακάλυπτε τον εαυτό της, τα θέλγητρα των τοπίων της υπαίθρου της, των παλιών κάστρων και των αναρίθμητων εκκλησιών της. Ωθούμενοι από αυτή τη νέα τάση, πολλοί καλλιτέχνες άρχισαν να επισκέπτονται τους πιο διαφορετικούς τόπους της Αγγλίας, της Σκοτίας και της Ουαλίας, για να απεικονίσουν πιστά τα βουνά και τις κοιλάδες, τους ποταμούς και τις ακτές, τα χωριά και τα μεγάλα υποστατικά, τους καθεδρικούς ναούς και τα ερειπωμένα μοναστήρια. Εξάλλου, στην «ανακάλυψη» αυτή, θα πρέπει να προστεθεί και ο πόλεμος που ξέσπασε στην ηπειρωτική Ευρώπη μετά τη Γαλλική Επανάσταση και ο αποκλεισμός κατά την περίοδο της σύγκρουσης με τον Ναπολέοντα, παράγοντες οι οποίοι έκαναν αδύνατα τα πατροπαράδοτα ταξίδια στην Ευρώπη και οδήγησαν τους βρετανούς καλλιτέχνες στους δρόμους του νησιού τους. Τα σχέδια και οι υδατογραφίες, καρπός αυτής της «εξόρμησης», θα διαδίδονταν αργότερα κατά εκατοντάδες, ως αναπαραγωγές σε χαρακτικά, ή μέσω των εικονογραφημένων περιοδικών, ιδιαίτερα δημοφιλών εκείνη την εποχή. Σε αυτό το κλίμα, το οποίο κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα είχε ήδη αρχίσει να καλλιεργεί την αδιαφορία για την αντικειμενική αναπαραγωγή των τοπίων αναζητώντας περισσότερη ιδιαιτερότητα στην έκφραση του ατομικού συναισθήματος απέναντι στη φύση -χάρη στα έργα του υδατογράφου Πωλ Σάντμπυ, αλλά κυρίως χάρη στις καθοριστικές καινοτομίες των Αλεξάντερ και Τζον Ρόμπερτ Κόζενς- διαμορφώθηκε ο Τέρνερ. Αν στη Βασιλική Ακαδημία πήρε μαθήματα σχεδίου και προοπτικής από τον Thomas Mahon, μαθητή του Σάντμπυ ειδικευμένου σε αρχιτεκτονικές απόψεις, στο εργαστήριο του χαράκτη J.R. Smith, όπου και εργάστηκε παράλληλα ως μαθητευόμενος, θα αφιέρωνε πολλές ώρες στη μελέτη τοπιογραφικών χαρακτικών των πιο διαφορετικών καλλιτεχνών.
Το σημείο εκκίνησης υπήρξε, πράγματι, τοπογραφικό και ο δρόμος φαινόταν να είναι ανοιχτός. Από τα 16 του χρόνια και, ουσιαστικά, μέχρι τις παραμονές του θανάτου του, ο Τέρνερ θα ταξίδευε στους πιο διαφορετικούς τόπους της Μεγάλης Βρετανίας, αναζητώντας θέματα για την καλλιτεχνική του δραστηριότητα. Στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν σταμάτησαν οι πολεμικές συγκρούσεις, η ίδια αυτή τάση θα τον οδηγούσε στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες και την Ελβετία. Πεζός, με άλογο ή με άμαξα, σχεδόν πάντοτε μόνος, ο Τέρνερ συνήθιζε να ταξιδεύει με λίγες αποσκευές (τα σύνεργα της δουλειάς, λίγα ρούχα, μια ομπρέλα, ένα φλάουτο), έτοιμος να δώσει, με τη βοήθεια των πινέλων του, μορφή τόσο στα έργα των ανθρώπων, όσο και στις εκδηλώσεις της φύσης, σε πυρετώδη αναζήτηση όλων εκείνων των στοιχείων που θα μπορούσαν να διεγείρουν τα συναισθήματα του, να απογειώσουν τη φαντασία του. Παράλληλα, φρόντιζε να εκτελεί παραγγελίες (δεν του έλειψαν, από την πρώτη κιόλας στιγμή) και να τροφοδοτεί συλλογές χαρακτικών ή σελίδες εικονογραφημένων περιοδικών, όπως, για παράδειγμα, του Copper Plate Magazine ή του Pocket Magazine, εξασφαλίζοντας αντίστοιχη αμοιβή. Έτσι, κατά την τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα, ο Τέρνερ διέσχιζε τα μονοπάτια της Αγγλίας και της Ουαλίας, γεμίζοντας τα τετράδιά του με σημειώσεις και σχέδια, τα οποία αργότερα, στο εργαστήριό του, θα μεταμόρφωνε σε υδατογραφίες και, σύντομα, σε ελαιογραφίες. Εξάλλου, την ίδια εποχή, ως θαμώνας των καλλιτεχνικών εσπερίδων που, στο σπίτι του στο Λονδίνο, διοργάνωνε ο Thomas Munro, γιατρός του Γεωργίου Γ' και μεγάλος συλλέκτης, είχε την ευκαιρία να συναναστραφεί άλλους καλλιτέχνες, οι οποίοι, όπως και αυτός, επιδίδονταν στον επιχρωματισμό σχεδίων του Τζον Ρόμπερτ Κόζενς.
Ηρώ και Λέανδρος, ο αποχαιρετισμός 1837
Ο συνδυασμός μαθητείας και εμπειρίας δεν θα αργούσε να δώσει αυθεντικούς καρπούς. Ο Τέρνερ θα αποκτήσει πολύ νωρίς δικό του ύφος, πρωτότυπη έκφραση. Αν στις απαρχές, όπως και τόσοι άλλοι, εκτελούσε με ακρίβεια γραμμικά σχέδια για να τα σκιάσει και να τα επιχρωματίσει εν συνεχεία με υδρόχρωμα, σύντομα θα έδινε πολύ λιγότερη προσοχή στη μορφολογική ακρίβεια απ’ ότι στα χρώματα των τοπίων και των σκηνών που αναπαριστούσε. Η έκσταση απέναντι στη φύση και τα φυσικά φαινόμενα στην πιο ακραία τους μορφή θα τον ωθούσε στην ολοένα και πιο ελεύθερη χρήση του χρώματος. Η φουρτουνιασμένη θάλασσα ή ένα ψηλό βουνό τού χρησίμευαν για να υπογραμμίζει πόσο εύθραυστα ήταν όλα τα ανθρώπινα έργα. Βαθμιαία, ο προσηλωμένος και ακριβής σχεδιαστής τοπογραφιών μεταμορφωνόταν στον μάγο ο οποίος, με τα πινέλα του, εξόρκιζε οπτασίες φανταστικών ιριδισμών, ξεδιάλυνε τα μυστικά της φύσης, προσπαθώντας να δώσει μορφή στους διάφορους συνδυασμούς των τεσσάρων πρωτογενών στοιχείων (γη, αέρας, νερό, φωτιά).
Παρ’ όλα αυτά, ο Τέρνερ δεν θα παραμελήσει την Ακαδημία. Παρέμεινε πάντα πιστός στις απαιτήσεις του συγκεκριμένου συστήματος υποχρεώσεων και κανόνων, συμμετέχοντας σε πολλές από τις κοινωνικές δραστηριότητες του ιδρύματος. Μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας από το 1799 και με πλήρη δικαιώματα από το 1802, υπήρξε άψογος για τρεις δεκαετίες στις υποχρεώσεις του ως καθηγητής της προοπτικής (1807-38) και συμμετείχε σε όλες, ουσιαστικά, τις ετήσιες εκθέσεις. Εκεί θα μελετήσει τους κλασικούς, εκεί θα διαποτιστεί από τις αντιλήψεις περί τοπίου των παλαιότερων ευρωπαίων Δασκάλων, τα έργα των οποίων είχε την ευκαιρία να θαυμάσει εκ του φυσικού όταν, ήδη το 1802, μπόρεσε να ταξιδέψει στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ο Κλωνί Λορέν, ο Πουσέν και ο Βαν ντε Βέλντε υπήρξα ν γι’ αυτόν σημεία αναφοράς, αλλά και καλλιτέχνες τους οποίους προσπάθησε να «ξεπεράσει» κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Έτσι λοιπόν, στην καλλιτεχνική πορεία του Τέρνερ, παρουσιάζεται ένας γόνιμος δυϊσμός, ο οποίος, συνδέοντάς τον με το παρελθόν, δεν τον εμποδίζει να προετοιμάζεται για το άλμα προς τη σύγχρονη εποχή. Από τη μια, βασιζόταν πάντοτε στην άμεση παρατήρηση της φύσης, στη φιλοτέχνηση πολλών εκατοντάδων βιαστικών σχεδίων, τα οποία αργότερα θα επεξεργαζόταν στο εργαστήριό του, μορφοποιώντας τις εντυπώσεις και τα συναισθήματά του στο μουσαμά ή στο χαρτί- ακόμα, προπορεύτηκε της ζωγραφικής στο ύπαιθρο όταν, μεταξύ 1805-10, από μια βάρκα στον Τάμεση, κοντά στο Windsor, φιλοτεχνούσε ελαιογραφίες απαλλαγμένες από οποιοδήποτε στοιχείο τεχνητής σύμβασης. Από την άλλη, ποτέ δεν απαξίωσε -αντίθετα, την καλλιέργησε πειθαρχημένα- τη λόγια μελέτη μέσω των μαθημάτων της Βασιλικής Ακαδημίας, αλλά και των επισκέψεών του σε μουσεία και ιδιωτικές συλλογές. Έτσι εξηγείται, άλλωστε, η τάση του να περιλαμβάνει στους πίνακές του ιστορικά και μυθολογικά στοιχεία, που τόσο τα εκτιμούσε η «μεγάλη τέχνη» της εποχής του.
Η Διδώ ιδρύει την Καρχηδόνα 1815
Για παράδειγμα, το έργο Η Διδώ ιδρύει την Καρχηδόνα εμπνέεται σαφώς από τα τοπία του Κλωντ Λορέν. Μάλιστα, στη διαθήκη του, κληροδοτώντας αυτόν τον πίνακα στην Εθνική Πινακοθήκη, ο Τέρνερ διατύπωνε την επιθυμία να αναρτηθεί κοντά στην Επιβίβαση της βασίλισσας τον Σαβά του μεγάλου γάλλου τοπιογράφου, επιθυμία που με τον καιρό θα γινόταν πραγματικότητα. Ωστόσο, σε πολλά από αυτά τα ιστορικά και μυθολογικά έργα, η ανθρώπινη παρουσία έχει αναμφίβολα ελαχιστοποιηθεί από την αναπαράσταση της παράφορης δύναμης της φύσης, όπως συμβαίνει στη Χιονοθύελλα.
Ο Αννίβας διασχίζει τις Άλπεις ή στο Ο Οδυσσέας ξεγελάει τον Πολύφημο , πίνακα που ο Τέρνερ παρουσίασε στην έκθεση της Βασιλικής Ακαδημίας το 1829.
Ψαρόβαρκες διαπραγματεύονται με τους εμπόρους για τα ψάρια 1838
Και πάντα, βέβαια, η θάλασσα. Προκλητική ή γαλήνια, φουρτουνιασμένη ή φαινομενικά ήρεμη, πανταχού παρούσα για τους Βρετανούς. Αν στο έργο του Τέρνερ υπάρχει κάποιο σταθερό γνώρισμα, αυτό είναι η έλξη για τα θαλασσινά θέματα, στοιχείο που τον συνοδέυσε από την αρχή της καριέρας του. Στις υδατογραφίες, καθώς και στις ελαιογραφίες του, ζωγράφισε ψαράδικα, ιστιοφόρα της γραμμής, πολεμικά πλοία, ακόμα και ατμόπλοια. Ορισμένα, δεμένα στο λιμάνι άλλα, να παλεύουν με τα κύματα ή απομονωμένα στη γραμμή του ορίζονται όλα, μαρτυρία της ανθρώπινης δραστηριότητας, τόσες και τόσες φορές ανυπεράσπιστης απέναντι στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της φύσης. Ήξερε όσο λίγοι να μορφοποιεί τις πολλαπλές αποχρώσεις των νερών, τις μεταβαλλόμενες διαθέσεις των φυσικών φαινομένων, την αντανάκλαση των ηλιακών ακτίνων ή της σελήνης, καθώς και τα περιγράμματα των πιο διαφορετικών ακτών. Το έκανε απλώνοντας το χρώμα με τρόπο ολοένα και πιο ελεύθερο και τολμηρό. Αστραφτερά και ατμοσφαιρικά, τα γαλάζια, τα κίτρινα, τα πορτοκαλιά, τα λευκά του ζωντάνευαν θαλασσινά τοπία εξαιρετικής ομορφιάς.
Σκιά και το σκοτάδι - το βράδυ του κατακλυσμού 1843
Και εδώ εμφανίζεται ακόμα ένας από τους δυϊσμούς του Τέρνερ. Παράλληλα αλλά και ανεξάρτητα, ο καλλιτέχνης ζωγράφιζε υδατογραφίες και ελαιογραφίες, προσπαθώντας να προσεγγίσει τη μεγαλύτερη δυνατή τελειότητα και στις δυο τεχνικές. Ευνοούσε έτσι ενδιαφέροντα δάνεια μεταξύ των δύο, παρότι το χρέος που οφείλουν οι ελαιογραφίες του στην υδατογραφία είναι κάτι περισσότερο από προφανές. Ούτε οι δυϊσμοί τελειώνουν εδώ: τα εκατοντάδες, τα χιλιάδες σχέδια τα οποία ο Τέρνερ φιλοτέχνησε στα ταξίδια του, ώστε αργότερα, στην απομόνωση του εργαστηρίου του, να τα μεταμορφώσει σε έργα προς κοινή έκθεση (και προς πώληση, τόσο στη δική του γκαλερί, όσο και στις ετήσιες εκθέσεις της Ακαδημίας) ή που ζωγράφιζε για να ανταποκριθεί στις πολλές παραγγελίες, χρησίμευσαν επιπλέον και σαν βάση για να αναπτύξει μια περισσότερο ιδιωτική, μυστική και πειραματική δραστηριότητα, η οποία θα έβγαινε στο φως μόνο όταν θα γινόταν γνωστό το τεράστιο κληροδότημα που άφησε στο βρετανικό έθνος, και που σήμερα βρίσκεται στην Πινακοθήκη Τέιτ. Σε αυτή την έντονη και μυστική δουλειά του, ο Τέρνερ έφτασε οε πρωτοφανή επίπεδα ελευθερίας. Το μεσογειακό φως που το προνομιούχο μάτι του είχε απορροφήσει, ιδιαίτερα στα δυο ταξίδια του στην Ιταλία (181 9 και 1829), ευνόησε την καθοριστική ανατροπή της παλέτας του, ώστε να οδηγηθεί στο έντονα χρωματικό, ατμοσφαιρικό και παλλόμενο σχέδιό του, πραγματικά αφηρημένο.
Ανατολή με θαλάσσια τέρατα 1845
Έστω και αν σήμερα κανείς δεν αμφιβάλλει για τον αναμφισβήτητο ρόλο του Τέρνερ στην απόδοση του ρομαντικού τοπίου, με την τύχη που επιφύλασσε η κριτική στο έργο του συνέβη ότι, προφητικά, διέβλεψε ο υπέρτατος απολογητής του καλλιτέχνη κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του, ο τότε νεαρός κριτικός Τζον Ράοκιν. Βαθιά επηρεασμένος από το θάνατο του δασκάλου, ο Ράοκιν διαβεβαίωνε ότι με το θάνατό του «θα λησμονούνταν μέσα στους λυγμούς περισσότερα μυστήρια της φύσης απ’ όσα θα μπορούσαν να επανανακαλύψουν τα μάτια μιας ολόκληρης γενιάς». Δεν είχε πέσει πολύ έξω' θα έπρεπε να περάσει ένα τέταρτο του αιώνα ώσπου μια νέα γενιά ζωγράφων, οι ιμπρεσιονιστές, να αρχίσει να εκτιμά το σπέρμα του μοντερνισμού που υπήρχε στις ενοράσεις και στα εικονογραφικά ευρήματα του Τέρνερ.
Franca Varallo - Μεγάλοι ζωγράφοι - Τέρνερ
Ο Τζόζεφ Μάλορντ Ουίλιαμ Τέρνερ γεννήθηκε στις 23 Απριλίου 1775, στον αριθμό 22 της Maiden Lane, στο Covent Garden του Λονδίνου. Ήταν γιος ενός ταπεινού, ήσυχου και εργατικού κουρέα και της Mary Marshall, εκκεντρικής και διανοητικά ασταθούς γυναίκας, η οποία, το 1800, κλείστηκε στο Bethlehem Hospital του Λονδίνου, όπου και παρέμεινε μέχρι το θάνατό της, τον Απρίλιο του 1804. Εξαιτίας της απουσίας μητέρας ικανής να εκπληρώσει, κατά πώς όφειλε, τα καθήκοντά της, ο πατέρας του είναι εκείνος που για πολλά χρόνια θα ασχοληθεί με τον γιο του, ενθαρρύνοντας εξαρχής την κλίση του και εκθέτοντας με καμάρι τα πρώτα του σχέδια στο παράθυρο του σπιτιού του.
Το διάβασα στο http://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου