Μια φορά κι έναν καιρό, κοντινό ή μακρινό, μέσα σε μια κούτα στη σοφίτα ενός τρανού αρχοντικού, ζούσε ένα παλιό λουλουδάτο ψάθινο καπέλο, με μακριές ροζ κορδέλες, που το έλεγαν Νίνα. Βρισκόταν εκεί εγκαταλειμμένη από χρόνια, ποιος ξέρει πόσα. Κάποια μέρα η πόρτα της σοφίτας άνοιξε τριζοκοπώντας κι ακούστηκαν βήματα να πλησιάζουν.
Το καπάκι της κούτας άνοιξε και κάποιος πέταξε μέσα έναν τσίγκινο κουρδιστό παλιάτσο.
Μόλις η πόρτα έκλεισε κι ησυχία σκέπασε ξανά τη σοφίτα, η Νίνα άκουσε τον παλιάτσο να θρηνεί και να βογκάει.
«Τι έχεις και στενάζεις μικρέ παλιάτσε;» ρώτησε το καπέλο.
«Είμαι δυστυχισμένος…» απάντησε βουρκωμένος ο παλιάτσος.
«Έλα, μη μου στεναχωριέσαι» τον καλόπιασε το καπέλο. «Εγώ είμαι η Νίνα, θα μου πεις τ’ όνομά σου;» του συστήθηκε.
«Με λένε Τσάρλι» ρούφηξε κείνος τη μύτη του «και κανείς δεν μ’ αγαπάει» είπε με τόνο δραματικό.
«Τι σου συνέβη Τσάρλι, μπορείς να μου πεις;» ενδιαφέρθηκε η Νίνα.
«Τα παιδιά δε με θέλουν πια» μοιρολόγησε ο παλιάτσος. «Έβαλα τα δυνατά μου, έκαμα την καλύτερή μου παράσταση, όμως κείνα έχουν τόσα πολλά φανταχτερά και πανέξυπνα παιχνίδια, που ελάχιστη σημασία μου ‘δωσαν. Με βαρέθηκαν και με παράτησαν στο ράφι. Και σα να μην έφτανε τούτο, χάσανε και το κλειδί που με κουρδίζανε κι έτσι απέμεινα άνεργος κι άχρηστος, ο τελευταίος των τελευταίων» τον έπνιξε το παράπονο. Απ’ το ζωγραφιστό του μάτι κύλισε λίγη μπογιά κι έβαψε στο μάγουλό του ένα δάκρυ, που ‘μεινε για πάντα να του θυμίζει κείνη την απαίσια μέρα που τον πετάξανε στη σοφίτα.
Η Νίνα έπιασε να τον παρηγορεί. Καθόντουσαν και λέγανε τα δικά τους, μοιραζόντουσαν τους καημούς και τα όνειρά τους μες στη σιωπή και στην υγρασία και γρήγορα γίνανε φίλοι καρδιακοί.
Ο Τσάρλι έκλαιγε τη μαύρη τους τη μοίρα, πως η ζωή είχε πια τελειώσει, ότι γι’ αυτούς δεν υπήρχε αύριο. Μόνο, έλεγε και κατσιπόδιαζε, θα περίμεναν να περάσει μια μέρα ο σκουπιδιάρης, να τους πάρει και να τους πετάξει στη χωματερή να σαπίσουν. «Ποτέ πια» μουρμούριζε θλιβερά «ποτέ πια».
Μα η Νίνα δεν εννοούσε να το βάλει κάτω. Βλέπεις, την είχε φορέσει για χρόνια η αδερφή του αφεντικού, που ‘φυγε αδέκαρη για την Αμερική για να γλιτώσει από έναν αναγκαστικό γάμο κι έφτασε να γίνει καθηγήτρια στο πιο φημισμένο πανεπιστήμιο του κόσμου. Καθώς στεκότανε μέρες και χρόνια απάνω στο κεφάλι της, το καπέλο είχε πάρει λιγάκι απ’ την εξυπνάδα, το κουράγιο και το λεύτερο πνεύμα της χαρισματικής κοπέλας.
Το σκεφτόταν η Νίνα εδώ και χρόνια να φύγει, να ταξιδέψει μακριά, μα δεν είχε βλέπεις πόδια κι έτσι που ήταν παραχωμένη δεν της δόθηκε ποτέ η ευκαιρία. Ίσως πάλι δεν το προσπάθησε ποτέ στα σοβαρά. Της άρεσε να χάνεται σε βαθύγνωμες σκέψεις, χωρίς κανείς να διακόπτει τη ροή τους, είχε συνηθίσει τη μοναξιά και σχεδόν την απολάμβανε.
Σαν γνώρισε όμως τον θλιμμένο παλιάτσο η θέληση της Νίνας δυνάμωσε κι αποφάσισε να φύγει ό,τι κι αν γινόταν. Γιατί ο Τσάρλι τής θύμιζε πως εκεί έξω υπήρχε ήλιος και βροχή και άνεμος δροσάτος και την έκαμε να θέλει όσο τίποτε άλλο να βγει ξανά στη ζωή και να γλεντήσει, έστω για μια μέρα, παρά να κάθεται εκεί και να προσμένει τον σκουπιδιάρη.
Σαν μίλησε στον Τσάρλι για τα σχέδια και τα όνειρά της, κείνος χαμογέλασε πικρά. «Μα τι είναι αυτά που σκέφτεσαι; Τούτο δεν μπορεί να γίνει, είναι αδύνατο» της είπε σοβαρά. Μα η Νίνα δεν έπαιρνε από λόγια.
«Πάντα υπάρχει κάποιος τρόπος, για όποιον ποθεί τη λευτεριά» έλεγε στον απαισιόδοξο παλιάτσο. Κείνος πάλι κουνούσε το κεφάλι κι απαντούσε: «Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου. Άμα γινότανε, θα το ‘χανε σκάσει και τ’ άλλα παιχνίδια μέσα από την κούτα».
«Τ’ άλλα παιχνίδια δεν το ‘χουνε πάρει απόφαση, ούτε το ποθούνε όσο εγώ» του ‘λεγε ξανά η Νίνα. Μα κείνος αντιλογούσε.
«Και πού θε να πας δηλαδή; Έξω ο κόσμος είναι σκληρός, επικίνδυνος, μπορεί να σε κόψουν σε λωρίδες, δε φοβάσαι;» έλεγε και ξανάλεγε.
«Παρά να μουχλιάζω εδώ μέσα, προτιμότερο να πάθω ό,τι πάθω» ανταπαντούσε η Νίνα.
«Του φοβητσιάρη η μάνα ποτέ δεν έκλαψε» θυμοσοφούσε ο παλιάτσος.
«Δεν έχω μάνα να με κλάψει» του αντιγυρνούσε το καπέλο.
Έτσι περνούσε ο καιρός, μέσα σε όνειρα και σχέδια και διαφωνίες που δεν έβγαζαν πουθενά. Ώσπου μια μέρα τρύπωσε στη σοφίτα ο αγαπημένος γάτος των αφεντικών, που ήτανε πολύ ανακατωσούρης κι ήθελε όλα να τα εξερευνήσει, να μη μείνει γωνιά του αρχοντικού χωρίς τη μυρωδιά του.
Μα κάποιος κατά λάθος κλείδωσε την πόρτα κι ο γάτος έμεινε αμανάτι πάνω εκεί και δεν μπορούσε πια να βγει. Η ώρα πέρασε, άρχισε ο φουκαράς να πεινάει και να νιαουρίζει γοερά για να του ανοίξουνε. Μα το σπίτι ήτανε πολύ μεγάλο κι αψηλή η σοφίτα, έτσι κανείς δεν άκουγε το νιαουρητό του.
Σαν είδε και απόειδε, αρχίνισε να χαρχαλεύει τα κιβώτια της σοφίτας, μπας και βρει κατιτίς να ξεγελάσει λιγουλάκι την πείνα του. Όπως ψαχούλευε, χώθηκε μες στην κούτα των άχρηστων. Τότε η Νίνα βρήκε την ευκαιρία που ζητούσε.
«Ψιτ γατούλη, μ’ ακούς που σου μιλάω;» ψιθύρισε. Κείνος ταράχτηκε και φρούμαξε.
«Ήρεμα, μη φοβάσαι» τον καλμάρισε αυτή. «Νομίζω ότι ξέρω τη λύση για το πρόβλημά σου».
«Μπα, σοβαρά; Και ποια είναι αυτή, για να ‘χουμε το καλό ρώτημα;» έκαμε καχύποπτα ο κυρ γάτος.
«Αν ανοίξεις το παράθυρο της σοφίτας θα βγεις στα κεραμίδια, μετά θα πηδήξεις στη βεράντα από κάτω, θα πας γύρω-γύρω και θα μπεις στο σπίτι απ’ την μπαλκονόπορτα της κουζίνας» του εξήγησε.
«Κι εσύ πού τα ξέρεις όλα αυτά;» ξαναρώτησε ο κυρ γάτος.
«Η κυρά μου συνήθιζε να βγαίνει απ’ αυτό το παράθυρο και να περιδιαβαίνει στη σκεπή. Μου φαίνεται πως κείνη ήτανε πιο γάτα από σένα καημένε» του πέταξε περγελαχτά. Ο γάταρος θίχτηκε. Ακούς εκεί, να ‘ναι μια κοπελιά, και μάλιστα δίποδη, πιο γενναία απ’ την αφεντιά του!
«Πολύ καλά» πήρε ύφος επίσημο. «Στο κάτω-κάτω γάτος είμαι, τα κεραμίδια και τα παράθυρα είναι το βασίλειό μου» κορδώθηκε. Πήρε φόρα, πήδηξε, κρεμάστηκε απ’ το πόμολο του παράθυρου και κείνο άνοιξε. Ο γάταρος σκαρφάλωσε στο περβάζι κι ετοιμάστηκε να σαλτάρει. «Έχε γεια καλό μου καπέλο, σ’ ευχαριστώ για όλα» φώναξε πριν εξαφανιστεί.
Η Νίνα χαμογέλασε. Το σχέδιό της είχε αρχίσει να δουλεύει. Μόλις σιγουρεύτηκε πως ο κυρ γάτος την είχε κοπανήσει, έκαμε τη φωνή της ψιλή και φώναξε: «Γλυκά μου ποντικάκια, ο κακός γάταρος έφυγε, τον έδιωξα από δω μέσα. Μπορείτε να βγείτε τώρα, είστε ασφαλή».
Τα ποντίκια έβγαζαν δειλά τις μουσούδες τους μέσα απ’ τις τρύπες κι οσμίζονταν τον αέρα, να δούνε αν τους έλεγε την αλήθεια. Με το που κατάλαβαν ότι ο τρομερός κυνηγός είχε φύγει, βγήκανε κι έπιασαν να χοροπηδούν απ’ τη χαρά τους. «Ζήτω το καπέλο που ‘διωξε τον γάτο, σ’ ευχαριστούμε πολύ» φωνάζανε.
«Παρακαλώ» απάντησε η Νίνα «όμως νομίζω ότι μου χρωστάτε κι εσείς μια χάρη, ποντικάκια μου».
«Εμείς τα ποντίκια είμαστε πλάσματα καματερά και κοιτάμε μονάχα τις δουλειές μας. Δεν είμαστε όμως αχάριστα, τους φίλους τους φροντίζουμε. Τι μπορούμε το λοιπόν να κάμουμε για σένα;» ρώτησε ο αρχηγός της ποντικίσιας συμμορίας.
«Να με βγάλετε απ’ την κούτα μου, να με πάτε μέχρι το παράθυρο και να με πετάξετε έξω στη λευτεριά» είπε η Νίνα.
Ο κυρ πόντικας συλλογίστηκε για λίγο κι έπειτα αποκρίθηκε: «Αυτό μπορούμε να το καταφέρουμε. Κάμε μόνο λίγη υπομονή να μαζέψω ολάκερο το ασκέρι».
«Όμως μην καθυστερείς. Πρέπει να γίνει σήμερα που φυσάει δυνατά» τον ορμήνεψε η Νίνα.
Ο κυρ πόντικας έδωσε μια κι εξαφανίστηκε σε κάποια τρύπα.
Η Νίνα σα να τρελάθηκε απ’ τη χαρά της. «Φεύγω, τώρα φεύγω…» αρχίνισε να τραγουδάει κι αν είχε πόδια σίγουρα θα χόρευε κιόλας. Ο Τσάρλι τρομοκρατήθηκε και μόνο με τη σκέψη.
«Είσαι άμυαλη κι ασύνετη, πηγαίνεις στην καταστροφή» θρηνολογούσε. Μα η Νίνα ήταν αποφασισμένη και ό,τι κι αν της έλεγε, γνώμη δεν της άλλαζε.
«Κι εμένα πού θα μ’ αφήσεις εδώ μονάχο μου;» παραπονέθηκε ο Τσάρλι.
«Άμα θες μπορείς να ‘ρθεις κι εσύ μαζί» αποκρίθηκε η Νίνα.
«Φο.. φοβίζομαι πολύ, δεν… δεν είμαι εγώ για τέτοια» τρεμούλιασε ο παλιάτσος.
«Τότε κάτσε εδώ να κλαψουρίζεις. Εγώ πάντως πίσω δε μένω» είπε η Νίνα πεισματωμένη.
Ξάφνου εμφανίστηκε ο κυρ πόντικας με μια ολόκληρη στρατιά ποντικάκια ξωπίσω του. Η Νίνα γελούσε σαν παιδί σ’ εργοστάσιο σοκολάτας. Γύρισε στον φίλο της για να τον αποχαιρετήσει. Κείνος έβαλε τα κλάματα: «Σε ικετεύω, μη μ’ αφήνεις μονάχο μου, δε θα τ’ αντέξω».
«Δε γίνεται να τ’ αναβάλω, δε θα ‘χω άλλη ευκαιρία».
«Στάσου τότε, θα ‘ρθω κι εγώ μαζί σου κι ό,τι θέλει ας γενεί» είπε απελπισμένος ο Τσάρλι. Μόλις κατάλαβε τι είχε ξεστομίσει, κόντεψε να λιποθυμήσει απ’ τον φόβο του. Πού την είχε βρει τόση αποκοτιά; Μα η σκέψη να χάσει τη μοναδική του παρέα, τον τρόμαζε πιο πολύ κι απ’ την επικίνδυνη λευτεριά. «Στο κάτω-κάτω, αν σκοτωθώ θα ‘μαι μαζί μ’ αυτήν που αγαπώ» είπε στον εαυτό του για να πάρει λίγο θάρρος.
Έδεσε τα χέρια του με τις κορδέλες της Νίνας κι έκαμε βουβά την προσευχή του. Τα ποντίκια όρμησαν όλα μαζί μες στην κούτα, τσάκωσαν τους δυο φίλους και τους κουβάλησαν σηκωτούς μέχρι το παράθυρο. Ύστερα έβαλαν δύναμη και τους ανέβασαν στο περβάζι. Εκεί σκαρφάλωσε ο κυρ πόντικας, πατώντας πάνω στις πλάτες των δικών του, κι αγκάλιασε τη Νίνα και τον Τσάρλι γι’ αποχαιρετισμό. «Καλό ταξίδι και καλή λευτεριά» τους ευχήθηκε.
«Σ’ ευχαριστούμε φίλε πόντικα, δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ» είπε ενθουσιασμένη η Νίνα. Ο Τσάρλι ένιωθε ένα τέτοιο σφίξιμο στο στήθος, που δεν είχε ανάκαρα να πει κουβέντα.
«Έτοιμοι; Πάμε!» φώναξε ο κυρ πόντικας και με το ένα, με το δύο, με το τρία, σκούντηξε τους δυο φίλους έξω απ’ το παράθυρο.
Ο τρανός άνεμος άρπαξε το καπέλο και το ανέβασε ψηλά σαν αερόστατο. Μαζί του σήκωσε και τον φτωχό παλιάτσο, που κόντευε να κατουρηθεί απ’ την τρομάρα του. «Αχ, τι το ‘θελα τώρα αυτό» έλεγε από μέσα του «εγώ το μόνο που ζητούσα απ’ τη ζωή ήταν να δίνω τις παραστάσεις μου, δε μ’ ένοιαζε η άτιμη η λευτεριά, ποθούσα μονάχα τη μουσική και το θέατρο, αμάν τι έπαθα ο καψερός…»
Η Νίνα, με τα μάτια της ορθάνοιχτα, ρουφούσε την καλλονή του απέραντου κόσμου και δε χόρταινε. «Τι μεγάλο θάμα είναι τούτη η πλάση, καλά το ‘λεγε η κυρά μου» σκεφτότανε.
Ο Τσάρλι δεν αποκοτούσε να ρίξει ούτε βλέμμα. Στην αρχή τουλάχιστον. Γιατί οι παλιάτσοι είναι πλάσματα φιλοπερίεργα κι όσο κι αν φοβούνται, τους αρέσει στο βάθος η σκανταλιά. Έτσι, η περιέργεια έγινε δυνατότερη απ’ την τρομάρα κι αποφάσισε ν’ ανοίξει κι αυτός δειλά δειλά τα μάτια.
Το θέαμα τον χτύπησε κατάστηθα, τόσο δυνατά που ξέχασε κάθε φόβο, μπροστά στον άσωστο θαυμασμό που τον περιμάζωξε. Ασύνορο γαλάζιο από πάνω κι από κάτω, το ουρανοθάλασσο λαμποκοπούσε λαγαρό και μεθυστικό, όπως δεν το ‘χε ξαναδεί ποτέ στην άχαρη ζήση του.
Έμεινε με το στόμα ανοιχτό να χάσκει άναυδος. «Ααα, αααα…» ήτανε το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει, μπροστά στην πρωτόγνωρη εμορφιά που αντίκριζε. Δεν υπήρχανε λόγια να εκφράσουν όσα ένιωθε.
«Μπα, άφησες βλέπω τις κλάψες και τους φόβους κι άρχισε να σ’ αρέσει το ταξίδι μας» γέλασε πειραχτικά η Νίνα. «Κι αν πέσουμε και τσακιστούμε;» του ‘πε.
«Ούτε που με κόφτει! Όποιος αγαπάει, αψηφά τον φόβο κι ακροβατεί στην αραχνοΰφαντη γραμμή αναμεσίς ζωής και θανάτου» μίλησε για πρώτη φορά με θάρρος και με πάθος ο παλιάτσος και στ’ αλήθεια το εννοούσε. Ολάκερη η ζωή του ήτανε μικρότερη από τούτες τις στιγμές.
Η Νίνα τύλιξε τις κορδέλες της, μέχρι που ο Τσάρλι βρέθηκε στον κόρφο της κι έτσι σφιχταγκαλιασμένοι συνέχισαν το ουράνιο ταξίδι τους.
Μετά από ώρα είδαν από κάτω έναν ορμαθό από νησιά, μεγάλα και μικρά, πράσινα, χρυσοκάπνιστα και κατάλευκα, που στραφτάλιζαν σα σμαραγδένιο περιδέραιο, δεμένο με χρυσό κι ασήμι, πάνω σε γαλανό βελούδο. Οι δυο ερωτευμένοι έμειναν για λίγο αμίλητοι και θαύμαζαν τη θέα.
Μετά ο παλιάτσος ρώτησε: «Μα τα χίλια ελατήρια, τι ‘ναι τούτο που αντικρίζουνε τα τυχερά μου μάτια;»
«Είναι το υπέροχο Αιγαίο, το εμορφότερο πέλαο της πλάσης» αποκρίθηκε η Νίνα η πολυκάτεχη.
«Τούτο ξεπερνάει ακόμα και τη φαντασία» είπε ο Τσάρλι.
«Όλα μοιάζουνε πανώρια σαν κοιτάς από ψηλά, περίμενε να δούμε άμα κατέβουμε» απάντησε το σοφό καπέλο.
Με το που το ‘πε, σάμπως να την κρυφάκουγε ο Αίολος, ο αφέντης των ανέμων, ξάφνου ο αγέρας κόπασε κι οι φίλοι μας αρχίνισαν να πέφτουν προς τη θάλασσα.
«Δεν ξέρω κολύμπι, θα πνιγώ ή τουλάχιστον θα βραχώ και θα σκουριάσω ολάκερος» τρόμαξε ο Τσάρλι.
«Μη σκιάζεσαι, εγώ είμαι εδώ» τον αναψύχωσε η Νίνα. Αμέσως γύρισε ανάποδα κι ο Τσάρλι βρέθηκε να στέκεται μέσα της, σαν σε πετούμενο καλάθι. Αργά και λικνιστικά, οι ερωτευμένοι πέσανε στη θάλασσα. Μα η Νίνα ήταν ελαφριά και δε βούλιαζε. Γένηκε βάρκα κι έπλεχε στα νερά και το κύμα τούς έσπρωχνε προς μια δαντελωτή ακτή, που χρυσολογούσε αμμουδερή.
Άξαφνα εμφανίστηκε ένα γρήγορο σκάφος, που από πίσω του έσερνε μια μικρή φουσκωτή βάρκα, παραφορτωμένη με ανθρώπους ως τα μπούνια. «Κοντραμπατζήδες, έχω διαβάσει για δαύτους. Μη βγάλεις άχνα!» σιγομίλησε η Νίνα στον Τσάρλι, που μούλωξε αυτοστιγμεί.
Ένας αγριωπός άντρας με δασιά μαύρη γενειάδα εμφανίστηκε στην πρύμνη του μεγάλου σκάφους, κρατώντας μια σπάθα κι ένα πιστόλι. Σήκωσε το πιστόλι, πυροβόλησε τρεις φορές τη βάρκα κι ύστερα έδωκε μια με τη σπάθα κι έκοψε το σκοινί που τη ρυμουλκούσε.
Αμέσως η βάρκα ξεφούσκωσε και βούλιαξε. Οι άνθρωποι πέσανε στη θάλασσα, γυναίκες, παιδιά, άντρες νέοι και γέροι, κι άρχισαν να παραδέρνουνε στα κύματα, φορώντας κάτι παλιά πορτοκαλιά σωσίβια, που κι αυτά με το ζόρι τους κρατούσαν.
Πάσκιζαν να βγούνε στην ακτή, μα πολλοί δεν τα κατάφερναν. Ένας ένας βούλιαζαν ουρλιάζοντας την ύστατη πνοή τους. Μαζί πάλευαν κι οι δυο δραπέτες. Η Νίνα έριξε πίσω τις κορδέλες της και τις στριφογυρνούσε σαν προπέλες, ενώ ο Τσάρλι ξέχασε την απέχθεια που ‘χε για το νερό κι έκαμε τα χέρια του κουπιά κι έλαμνε μ’ όλη του τη δύναμη.
Με τα πολλά κατάφεραν να βγούνε στην ακτή. Έντρομοι οι δυο δραπέτες είδανε λίγο πιο πάνω τον παλιό τους αφέντη, μαζί με τα παιδιά και την κυρά του, να λιάζονται ξαπλωτοί και να παίζουν με την άμμο.
«Όχι, που να πάρει η οργή!» ξεσπάθωσε η Νίνα. «Κάμαμε τόσον δρόμο για να πέσουμε απάνω τους; Τώρα θα μας μαζέψουνε και θα μας γυρίσουν πίσω».
«Και γιατί να κάμουν κάτι τέτοιο; Αφού τους είμαστε άχρηστοι» αναρωτήθηκε ο Τσάρλι.
«Οι αφεντάδες δεν αποχωρίζονται ποτέ τ’ αποκτήματά τους κι ας μην τα χρειάζονται» του ‘πε η Νίνα.
Ο αφέντης σηκώθηκε και κοίταξε προς την ακτή. Μόλις είδε τους φτωχούς ανθρώπους να ξεπροβάλουν απ’ το νερό, φώναξε κάτι στη φαμίλια κι όλοι μαζί γύρισαν επιδεικτικά απ’ την άλλη και καμώνονταν πως δεν έβλεπαν, απασχολημένοι τάχα με τα κινητά τους τηλέφωνα. Ούτε που πρόσεξαν τους δυο δραπέτες.
Μετά από λίγο, δίπλα τους βγήκαν ένας πατέρας μ’ ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, εφτά και πέντε χρονώ. Έμειναν ξεπνεμένοι για λίγο στην παραλία. Έπειτα γονάτισαν κι ευχαρίστησαν, σε κάποιαν άγνωστη γλώσσα, τον Θεό που τους είχε λυπηθεί.
Τότε τα παιδιά πρόσεξαν το παράξενο ζευγάρι. Το κορίτσι πήρε το κατάβροχο καπέλο και το φόρεσε. Μετά έδωσε στον αδερφούλη της τον παλιάτσο κι ο μικρός χαμογέλασε, όπως δεν είχανε δει ποτέ τους παιδί να χαμογελά. Όσοι είχανε γλιτώσει τον πνιγμό, κίνησαν προς την ενδοχώρα.
Εκεί τους πρόσμεναν στρατιώτες που όρμησαν να τους συλλάβουν, γαυγίζοντας κι αυτοί σ' άγνωστες γλώσσες. Κόσμος είχε μαζευτεί και κοιτούσε. Μερικοί τους καλωσορίζανε και κάμποσοι τους έβριζαν, στη γλώσσα που οι φίλοι μας γνωρίζανε καλά. Οι περισσότεροι ολοτρόγυρα απλώς αδιαφορούσαν.
Οι αλλόθροοι φαντάροι άρπαξαν τους ναυαγούς και τους ανέβασαν σε κάτι μεγάλα φορτηγά, που μούγκριζαν σα θεριά. Η Νίνα είχε στήσει αφτί και γρήγορα κατάλαβε τι γινόταν.
«Τούτοι οι άνθρωποι είναι πρόσφυγες, έρχονται κάπου απ’ την Ανατολή όπου γίνεται πόλεμος. Σκαπέτισαν απ’ τον θάνατο κι ήρθαν εδώ να βρουν τη λευτεριά» εξήγησε στον Τσάρλι.
«Όμως γιατί μονάχα λίγοι τους καλωσορίζουνε;» απόρησε ο παλιάτσος.
«Οι πιο πολλοί αντιπαθούν όσους ζητούν τη λευτεριά» αποκρίθηκε πικρά το καπέλο.
«Και γιατί τους αντιπαθούν;» έκαμε εμβρόντητος ο Τσάρλι.
«Επειδή τους θυμίζουν τη σκλαβιά που ‘χουνε διαλέξει για ζωή. Όλοι προτιμάνε να πιστεύουν πως είναι τάχα λεύτεροι» ξανάπε η Νίνα.
Ο Τσάρλι δεν βρήκε τι να πει και κατέβασε το κεφάλι. Μια σταγόνα βαφή κύλισε απ’ το ζωγραφιστό του μάτι κι έγραψε στο άλλο του μάγουλο ένα δάκρυ, που κι αυτό δεν σβήστηκε ποτέ. Έτσι, οι δυο δραπέτες ακολούθησαν τη μοίρα τους, πρόσφυγες μαζί με τους πρόσφυγες, ξένοι μαζί με τους ξένους. Τα καμιόνια τούς ξεφόρτωσαν σ’ ένα στρατόπεδο, όπου βρήκανε κι άλλους σαν κι αυτούς.
Τους βάλανε σ’ ένα αντίσκηνο. Το κορίτσι δεν έβγαζε ποτέ τη Νίνα απ’ το κεφάλι του. Το αγόρι έδειχνε με καμάρι στ’ άλλα παιδιά τον Τσάρλι κι όλα θέλανε να παίξουνε μαζί του και τον τραβολογούσανε.
Ο πατέρας των παιδιών, που ήτανε σιδεράς, κατάφερε να φτιάξει ένα καινούριο κλειδί για να κουρδίζουν τον παλιάτσο. Έπειτα τόνε λάδωσε καλά καλά και τον έκαμε θαρρείς καινούριο.
Το κλειδί γύρισε, γύρισε κι όταν τερμάτισε, ο πατέρας έβαλε τον Τσάρλι πάνω σε μια σπασμένη πόρτα, που την έκαμε πάλκο, ενώ όλα τα παιδιά του καταυλισμού μαζεύτηκαν τριγύρα να δούνε. Κι ο παλιάτσος έπιασε να παίζει μουσική, να χορεύει, να κάμει τούμπες και πιρουέτες, ακόμα και πράματα πρωτόφαντα, που δεν τα ‘χε προετοιμάσει.
Απόσωσε την παράσταση κι υποκλίθηκε, με την τελευταία δύναμη που ‘χανε τα ελατήριά του. Τα παιδιά σηκώθηκαν όρθια κι άρχισαν να χειροκροτούν και να φωνάζουν σαν τρελά. Τόση επιτυχία, ο έρμος ο παλιάτσος ούτε που την είχε ονειρευτεί, μες στη μουχλιασμένη σοφίτα. Τα παιδιά ζητούσαν κι άλλο. Ο σιδεράς τον ξανακούρδισε κι ο Τσάρλι ξεκίνησε την παράστασή του απ’ την αρχή…
Η Νίνα κι ο Τσάρλι σιγά σιγά έμαθαν την αλλόκοτη γλώσσα και μπορούσανε ν’ ακούσουν την αγάπη, την εκτίμηση και τον θαυμασμό που νιώθανε τα ξένα παιδιά για του λόγου τους. Κάθε απόγεμα μαζεύονταν γύρω απ’ την πρόχειρη σκηνή κι απολάμβαναν την αγαπημένη τους παράσταση. Μετά η Νίνα τους έλεγε παραμύθια κι ιστορίες θαυμαστές, γιατί ήτανε σοφό και γλυκομίλητο καπέλο κι ήξερε να κάμνει τα παιδιά ευτυχισμένα.
Ποτέ δεν έζησε καλλιτέχνης πιο δοξασμένος κι ευτυχισμένος απ’ τον Τσάρλι, τον τενεκεδένιο παλιάτσο, ούτε ξόμπλι πιο περήφανο απ’ τη Νίνα, το λουλουδάτο ψάθινο καπέλο με τις ροζ κορδέλες.
Κι όταν τα παιδιά μεγάλωσαν κι ο πόλεμος τέλειωσε και κίνησαν με το καλό να γυρίσουν στην πατρίδα τους, δεν τους πήγε η καρδιά ν’ αφήσουνε πίσω τούς δυο αγαπημένους και πιστούς τους φίλους. Τους πήρανε μαζί στη μαγεμένη Ανατολή. Βρήκανε τη χώρα καμένη κι ερειπωμένη και την ξανάχτισαν απ’ την αρχή, με τα ίδια τους τα χέρια.
Κι ο Τσάρλι με τη Νίνα έζησαν αγαπημένοι και διασκέδαζαν τα μικρά παιδιά, μέχρι που οι δυο τους φτάσανε στα βαθιά γεράματα.
Ήμουνα κι εγώ εκεί κι είχα παπούτσια από χαρτί…
Πηγή: otto-great-chaos - Δημοσιεύτηκε από το λογοτεχνικό περιοδικό Φράκταλ
Το διάβασα στο http://antikleidi.com
«Παρακαλώ» απάντησε η Νίνα «όμως νομίζω ότι μου χρωστάτε κι εσείς μια χάρη, ποντικάκια μου».
«Εμείς τα ποντίκια είμαστε πλάσματα καματερά και κοιτάμε μονάχα τις δουλειές μας. Δεν είμαστε όμως αχάριστα, τους φίλους τους φροντίζουμε. Τι μπορούμε το λοιπόν να κάμουμε για σένα;» ρώτησε ο αρχηγός της ποντικίσιας συμμορίας.
«Να με βγάλετε απ’ την κούτα μου, να με πάτε μέχρι το παράθυρο και να με πετάξετε έξω στη λευτεριά» είπε η Νίνα.
Ο κυρ πόντικας συλλογίστηκε για λίγο κι έπειτα αποκρίθηκε: «Αυτό μπορούμε να το καταφέρουμε. Κάμε μόνο λίγη υπομονή να μαζέψω ολάκερο το ασκέρι».
«Όμως μην καθυστερείς. Πρέπει να γίνει σήμερα που φυσάει δυνατά» τον ορμήνεψε η Νίνα.
Ο κυρ πόντικας έδωσε μια κι εξαφανίστηκε σε κάποια τρύπα.
Η Νίνα σα να τρελάθηκε απ’ τη χαρά της. «Φεύγω, τώρα φεύγω…» αρχίνισε να τραγουδάει κι αν είχε πόδια σίγουρα θα χόρευε κιόλας. Ο Τσάρλι τρομοκρατήθηκε και μόνο με τη σκέψη.
«Είσαι άμυαλη κι ασύνετη, πηγαίνεις στην καταστροφή» θρηνολογούσε. Μα η Νίνα ήταν αποφασισμένη και ό,τι κι αν της έλεγε, γνώμη δεν της άλλαζε.
«Κι εμένα πού θα μ’ αφήσεις εδώ μονάχο μου;» παραπονέθηκε ο Τσάρλι.
«Άμα θες μπορείς να ‘ρθεις κι εσύ μαζί» αποκρίθηκε η Νίνα.
«Φο.. φοβίζομαι πολύ, δεν… δεν είμαι εγώ για τέτοια» τρεμούλιασε ο παλιάτσος.
«Τότε κάτσε εδώ να κλαψουρίζεις. Εγώ πάντως πίσω δε μένω» είπε η Νίνα πεισματωμένη.
Ξάφνου εμφανίστηκε ο κυρ πόντικας με μια ολόκληρη στρατιά ποντικάκια ξωπίσω του. Η Νίνα γελούσε σαν παιδί σ’ εργοστάσιο σοκολάτας. Γύρισε στον φίλο της για να τον αποχαιρετήσει. Κείνος έβαλε τα κλάματα: «Σε ικετεύω, μη μ’ αφήνεις μονάχο μου, δε θα τ’ αντέξω».
«Δε γίνεται να τ’ αναβάλω, δε θα ‘χω άλλη ευκαιρία».
«Στάσου τότε, θα ‘ρθω κι εγώ μαζί σου κι ό,τι θέλει ας γενεί» είπε απελπισμένος ο Τσάρλι. Μόλις κατάλαβε τι είχε ξεστομίσει, κόντεψε να λιποθυμήσει απ’ τον φόβο του. Πού την είχε βρει τόση αποκοτιά; Μα η σκέψη να χάσει τη μοναδική του παρέα, τον τρόμαζε πιο πολύ κι απ’ την επικίνδυνη λευτεριά. «Στο κάτω-κάτω, αν σκοτωθώ θα ‘μαι μαζί μ’ αυτήν που αγαπώ» είπε στον εαυτό του για να πάρει λίγο θάρρος.
Έδεσε τα χέρια του με τις κορδέλες της Νίνας κι έκαμε βουβά την προσευχή του. Τα ποντίκια όρμησαν όλα μαζί μες στην κούτα, τσάκωσαν τους δυο φίλους και τους κουβάλησαν σηκωτούς μέχρι το παράθυρο. Ύστερα έβαλαν δύναμη και τους ανέβασαν στο περβάζι. Εκεί σκαρφάλωσε ο κυρ πόντικας, πατώντας πάνω στις πλάτες των δικών του, κι αγκάλιασε τη Νίνα και τον Τσάρλι γι’ αποχαιρετισμό. «Καλό ταξίδι και καλή λευτεριά» τους ευχήθηκε.
«Σ’ ευχαριστούμε φίλε πόντικα, δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ» είπε ενθουσιασμένη η Νίνα. Ο Τσάρλι ένιωθε ένα τέτοιο σφίξιμο στο στήθος, που δεν είχε ανάκαρα να πει κουβέντα.
«Έτοιμοι; Πάμε!» φώναξε ο κυρ πόντικας και με το ένα, με το δύο, με το τρία, σκούντηξε τους δυο φίλους έξω απ’ το παράθυρο.
Ο τρανός άνεμος άρπαξε το καπέλο και το ανέβασε ψηλά σαν αερόστατο. Μαζί του σήκωσε και τον φτωχό παλιάτσο, που κόντευε να κατουρηθεί απ’ την τρομάρα του. «Αχ, τι το ‘θελα τώρα αυτό» έλεγε από μέσα του «εγώ το μόνο που ζητούσα απ’ τη ζωή ήταν να δίνω τις παραστάσεις μου, δε μ’ ένοιαζε η άτιμη η λευτεριά, ποθούσα μονάχα τη μουσική και το θέατρο, αμάν τι έπαθα ο καψερός…»
Η Νίνα, με τα μάτια της ορθάνοιχτα, ρουφούσε την καλλονή του απέραντου κόσμου και δε χόρταινε. «Τι μεγάλο θάμα είναι τούτη η πλάση, καλά το ‘λεγε η κυρά μου» σκεφτότανε.
Ο Τσάρλι δεν αποκοτούσε να ρίξει ούτε βλέμμα. Στην αρχή τουλάχιστον. Γιατί οι παλιάτσοι είναι πλάσματα φιλοπερίεργα κι όσο κι αν φοβούνται, τους αρέσει στο βάθος η σκανταλιά. Έτσι, η περιέργεια έγινε δυνατότερη απ’ την τρομάρα κι αποφάσισε ν’ ανοίξει κι αυτός δειλά δειλά τα μάτια.
Το θέαμα τον χτύπησε κατάστηθα, τόσο δυνατά που ξέχασε κάθε φόβο, μπροστά στον άσωστο θαυμασμό που τον περιμάζωξε. Ασύνορο γαλάζιο από πάνω κι από κάτω, το ουρανοθάλασσο λαμποκοπούσε λαγαρό και μεθυστικό, όπως δεν το ‘χε ξαναδεί ποτέ στην άχαρη ζήση του.
Έμεινε με το στόμα ανοιχτό να χάσκει άναυδος. «Ααα, αααα…» ήτανε το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει, μπροστά στην πρωτόγνωρη εμορφιά που αντίκριζε. Δεν υπήρχανε λόγια να εκφράσουν όσα ένιωθε.
«Μπα, άφησες βλέπω τις κλάψες και τους φόβους κι άρχισε να σ’ αρέσει το ταξίδι μας» γέλασε πειραχτικά η Νίνα. «Κι αν πέσουμε και τσακιστούμε;» του ‘πε.
«Ούτε που με κόφτει! Όποιος αγαπάει, αψηφά τον φόβο κι ακροβατεί στην αραχνοΰφαντη γραμμή αναμεσίς ζωής και θανάτου» μίλησε για πρώτη φορά με θάρρος και με πάθος ο παλιάτσος και στ’ αλήθεια το εννοούσε. Ολάκερη η ζωή του ήτανε μικρότερη από τούτες τις στιγμές.
Η Νίνα τύλιξε τις κορδέλες της, μέχρι που ο Τσάρλι βρέθηκε στον κόρφο της κι έτσι σφιχταγκαλιασμένοι συνέχισαν το ουράνιο ταξίδι τους.
Μετά από ώρα είδαν από κάτω έναν ορμαθό από νησιά, μεγάλα και μικρά, πράσινα, χρυσοκάπνιστα και κατάλευκα, που στραφτάλιζαν σα σμαραγδένιο περιδέραιο, δεμένο με χρυσό κι ασήμι, πάνω σε γαλανό βελούδο. Οι δυο ερωτευμένοι έμειναν για λίγο αμίλητοι και θαύμαζαν τη θέα.
Μετά ο παλιάτσος ρώτησε: «Μα τα χίλια ελατήρια, τι ‘ναι τούτο που αντικρίζουνε τα τυχερά μου μάτια;»
«Είναι το υπέροχο Αιγαίο, το εμορφότερο πέλαο της πλάσης» αποκρίθηκε η Νίνα η πολυκάτεχη.
«Τούτο ξεπερνάει ακόμα και τη φαντασία» είπε ο Τσάρλι.
«Όλα μοιάζουνε πανώρια σαν κοιτάς από ψηλά, περίμενε να δούμε άμα κατέβουμε» απάντησε το σοφό καπέλο.
Με το που το ‘πε, σάμπως να την κρυφάκουγε ο Αίολος, ο αφέντης των ανέμων, ξάφνου ο αγέρας κόπασε κι οι φίλοι μας αρχίνισαν να πέφτουν προς τη θάλασσα.
«Δεν ξέρω κολύμπι, θα πνιγώ ή τουλάχιστον θα βραχώ και θα σκουριάσω ολάκερος» τρόμαξε ο Τσάρλι.
«Μη σκιάζεσαι, εγώ είμαι εδώ» τον αναψύχωσε η Νίνα. Αμέσως γύρισε ανάποδα κι ο Τσάρλι βρέθηκε να στέκεται μέσα της, σαν σε πετούμενο καλάθι. Αργά και λικνιστικά, οι ερωτευμένοι πέσανε στη θάλασσα. Μα η Νίνα ήταν ελαφριά και δε βούλιαζε. Γένηκε βάρκα κι έπλεχε στα νερά και το κύμα τούς έσπρωχνε προς μια δαντελωτή ακτή, που χρυσολογούσε αμμουδερή.
Άξαφνα εμφανίστηκε ένα γρήγορο σκάφος, που από πίσω του έσερνε μια μικρή φουσκωτή βάρκα, παραφορτωμένη με ανθρώπους ως τα μπούνια. «Κοντραμπατζήδες, έχω διαβάσει για δαύτους. Μη βγάλεις άχνα!» σιγομίλησε η Νίνα στον Τσάρλι, που μούλωξε αυτοστιγμεί.
Ένας αγριωπός άντρας με δασιά μαύρη γενειάδα εμφανίστηκε στην πρύμνη του μεγάλου σκάφους, κρατώντας μια σπάθα κι ένα πιστόλι. Σήκωσε το πιστόλι, πυροβόλησε τρεις φορές τη βάρκα κι ύστερα έδωκε μια με τη σπάθα κι έκοψε το σκοινί που τη ρυμουλκούσε.
Αμέσως η βάρκα ξεφούσκωσε και βούλιαξε. Οι άνθρωποι πέσανε στη θάλασσα, γυναίκες, παιδιά, άντρες νέοι και γέροι, κι άρχισαν να παραδέρνουνε στα κύματα, φορώντας κάτι παλιά πορτοκαλιά σωσίβια, που κι αυτά με το ζόρι τους κρατούσαν.
Πάσκιζαν να βγούνε στην ακτή, μα πολλοί δεν τα κατάφερναν. Ένας ένας βούλιαζαν ουρλιάζοντας την ύστατη πνοή τους. Μαζί πάλευαν κι οι δυο δραπέτες. Η Νίνα έριξε πίσω τις κορδέλες της και τις στριφογυρνούσε σαν προπέλες, ενώ ο Τσάρλι ξέχασε την απέχθεια που ‘χε για το νερό κι έκαμε τα χέρια του κουπιά κι έλαμνε μ’ όλη του τη δύναμη.
Με τα πολλά κατάφεραν να βγούνε στην ακτή. Έντρομοι οι δυο δραπέτες είδανε λίγο πιο πάνω τον παλιό τους αφέντη, μαζί με τα παιδιά και την κυρά του, να λιάζονται ξαπλωτοί και να παίζουν με την άμμο.
«Όχι, που να πάρει η οργή!» ξεσπάθωσε η Νίνα. «Κάμαμε τόσον δρόμο για να πέσουμε απάνω τους; Τώρα θα μας μαζέψουνε και θα μας γυρίσουν πίσω».
«Και γιατί να κάμουν κάτι τέτοιο; Αφού τους είμαστε άχρηστοι» αναρωτήθηκε ο Τσάρλι.
«Οι αφεντάδες δεν αποχωρίζονται ποτέ τ’ αποκτήματά τους κι ας μην τα χρειάζονται» του ‘πε η Νίνα.
Ο αφέντης σηκώθηκε και κοίταξε προς την ακτή. Μόλις είδε τους φτωχούς ανθρώπους να ξεπροβάλουν απ’ το νερό, φώναξε κάτι στη φαμίλια κι όλοι μαζί γύρισαν επιδεικτικά απ’ την άλλη και καμώνονταν πως δεν έβλεπαν, απασχολημένοι τάχα με τα κινητά τους τηλέφωνα. Ούτε που πρόσεξαν τους δυο δραπέτες.
Μετά από λίγο, δίπλα τους βγήκαν ένας πατέρας μ’ ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, εφτά και πέντε χρονώ. Έμειναν ξεπνεμένοι για λίγο στην παραλία. Έπειτα γονάτισαν κι ευχαρίστησαν, σε κάποιαν άγνωστη γλώσσα, τον Θεό που τους είχε λυπηθεί.
Τότε τα παιδιά πρόσεξαν το παράξενο ζευγάρι. Το κορίτσι πήρε το κατάβροχο καπέλο και το φόρεσε. Μετά έδωσε στον αδερφούλη της τον παλιάτσο κι ο μικρός χαμογέλασε, όπως δεν είχανε δει ποτέ τους παιδί να χαμογελά. Όσοι είχανε γλιτώσει τον πνιγμό, κίνησαν προς την ενδοχώρα.
Εκεί τους πρόσμεναν στρατιώτες που όρμησαν να τους συλλάβουν, γαυγίζοντας κι αυτοί σ' άγνωστες γλώσσες. Κόσμος είχε μαζευτεί και κοιτούσε. Μερικοί τους καλωσορίζανε και κάμποσοι τους έβριζαν, στη γλώσσα που οι φίλοι μας γνωρίζανε καλά. Οι περισσότεροι ολοτρόγυρα απλώς αδιαφορούσαν.
Οι αλλόθροοι φαντάροι άρπαξαν τους ναυαγούς και τους ανέβασαν σε κάτι μεγάλα φορτηγά, που μούγκριζαν σα θεριά. Η Νίνα είχε στήσει αφτί και γρήγορα κατάλαβε τι γινόταν.
«Τούτοι οι άνθρωποι είναι πρόσφυγες, έρχονται κάπου απ’ την Ανατολή όπου γίνεται πόλεμος. Σκαπέτισαν απ’ τον θάνατο κι ήρθαν εδώ να βρουν τη λευτεριά» εξήγησε στον Τσάρλι.
«Όμως γιατί μονάχα λίγοι τους καλωσορίζουνε;» απόρησε ο παλιάτσος.
«Οι πιο πολλοί αντιπαθούν όσους ζητούν τη λευτεριά» αποκρίθηκε πικρά το καπέλο.
«Και γιατί τους αντιπαθούν;» έκαμε εμβρόντητος ο Τσάρλι.
«Επειδή τους θυμίζουν τη σκλαβιά που ‘χουνε διαλέξει για ζωή. Όλοι προτιμάνε να πιστεύουν πως είναι τάχα λεύτεροι» ξανάπε η Νίνα.
Ο Τσάρλι δεν βρήκε τι να πει και κατέβασε το κεφάλι. Μια σταγόνα βαφή κύλισε απ’ το ζωγραφιστό του μάτι κι έγραψε στο άλλο του μάγουλο ένα δάκρυ, που κι αυτό δεν σβήστηκε ποτέ. Έτσι, οι δυο δραπέτες ακολούθησαν τη μοίρα τους, πρόσφυγες μαζί με τους πρόσφυγες, ξένοι μαζί με τους ξένους. Τα καμιόνια τούς ξεφόρτωσαν σ’ ένα στρατόπεδο, όπου βρήκανε κι άλλους σαν κι αυτούς.
Τους βάλανε σ’ ένα αντίσκηνο. Το κορίτσι δεν έβγαζε ποτέ τη Νίνα απ’ το κεφάλι του. Το αγόρι έδειχνε με καμάρι στ’ άλλα παιδιά τον Τσάρλι κι όλα θέλανε να παίξουνε μαζί του και τον τραβολογούσανε.
Ο πατέρας των παιδιών, που ήτανε σιδεράς, κατάφερε να φτιάξει ένα καινούριο κλειδί για να κουρδίζουν τον παλιάτσο. Έπειτα τόνε λάδωσε καλά καλά και τον έκαμε θαρρείς καινούριο.
Το κλειδί γύρισε, γύρισε κι όταν τερμάτισε, ο πατέρας έβαλε τον Τσάρλι πάνω σε μια σπασμένη πόρτα, που την έκαμε πάλκο, ενώ όλα τα παιδιά του καταυλισμού μαζεύτηκαν τριγύρα να δούνε. Κι ο παλιάτσος έπιασε να παίζει μουσική, να χορεύει, να κάμει τούμπες και πιρουέτες, ακόμα και πράματα πρωτόφαντα, που δεν τα ‘χε προετοιμάσει.
Απόσωσε την παράσταση κι υποκλίθηκε, με την τελευταία δύναμη που ‘χανε τα ελατήριά του. Τα παιδιά σηκώθηκαν όρθια κι άρχισαν να χειροκροτούν και να φωνάζουν σαν τρελά. Τόση επιτυχία, ο έρμος ο παλιάτσος ούτε που την είχε ονειρευτεί, μες στη μουχλιασμένη σοφίτα. Τα παιδιά ζητούσαν κι άλλο. Ο σιδεράς τον ξανακούρδισε κι ο Τσάρλι ξεκίνησε την παράστασή του απ’ την αρχή…
Η Νίνα κι ο Τσάρλι σιγά σιγά έμαθαν την αλλόκοτη γλώσσα και μπορούσανε ν’ ακούσουν την αγάπη, την εκτίμηση και τον θαυμασμό που νιώθανε τα ξένα παιδιά για του λόγου τους. Κάθε απόγεμα μαζεύονταν γύρω απ’ την πρόχειρη σκηνή κι απολάμβαναν την αγαπημένη τους παράσταση. Μετά η Νίνα τους έλεγε παραμύθια κι ιστορίες θαυμαστές, γιατί ήτανε σοφό και γλυκομίλητο καπέλο κι ήξερε να κάμνει τα παιδιά ευτυχισμένα.
Ποτέ δεν έζησε καλλιτέχνης πιο δοξασμένος κι ευτυχισμένος απ’ τον Τσάρλι, τον τενεκεδένιο παλιάτσο, ούτε ξόμπλι πιο περήφανο απ’ τη Νίνα, το λουλουδάτο ψάθινο καπέλο με τις ροζ κορδέλες.
Κι όταν τα παιδιά μεγάλωσαν κι ο πόλεμος τέλειωσε και κίνησαν με το καλό να γυρίσουν στην πατρίδα τους, δεν τους πήγε η καρδιά ν’ αφήσουνε πίσω τούς δυο αγαπημένους και πιστούς τους φίλους. Τους πήρανε μαζί στη μαγεμένη Ανατολή. Βρήκανε τη χώρα καμένη κι ερειπωμένη και την ξανάχτισαν απ’ την αρχή, με τα ίδια τους τα χέρια.
Κι ο Τσάρλι με τη Νίνα έζησαν αγαπημένοι και διασκέδαζαν τα μικρά παιδιά, μέχρι που οι δυο τους φτάσανε στα βαθιά γεράματα.
Ήμουνα κι εγώ εκεί κι είχα παπούτσια από χαρτί…
Πηγή: otto-great-chaos - Δημοσιεύτηκε από το λογοτεχνικό περιοδικό Φράκταλ
Το διάβασα στο http://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου