Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

"ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ"



Η αμυγδαλιά

Μύθος: Η Φυλλίς, η όμορφη αμυγδαλιά.

Φυλλίς, μια όμορφη κοπέλα, ήταν κόρη του βασιλιά της Θράκης. Κάποτε πέρασε από τη Θράκη ο Δημοφώντας, ο γιος του Θησέα και μόλις την είδε μαγεύτηκε από την ομορφιά της και την αγάπησε. Ο βασιλιάς, με χαρά, του την έδωσε για γυναίκα. Μετά από λίγο καιρό όμως, ο Δημοφώντας νοστάλγησε την πατρίδα του, την Αθήνα και έφυγε αφού υποσχέθηκε στη Φυλλίδα να γυρίσει γρήγορα κοντά της. Η Φυλλίς που αγαπούσε πολύ τον Δημοφώντα τον περίμενε με μεγάλη αγωνία, ανεβασμένη σε μια αμυγδαλιά για να αγναντεύει το δρόμο. Ο καιρός όμως περνούσε ο Δημοφώντας δε φαινόταν και η Φυλλίς μαράζωνε από τον καημό της. Μέρα και νύχτα, νηστική και λυπημένη, έλεγε τον πόνο της στην καλή αμυγδαλιά και την πότιζε με τα δάκρυά της. Τελικά δεν άντεξε και πέθανε κάτω από το δέντρο. Η αμυγδαλιά ξεράθηκε αμέσως από τη λύπη της. Η ψυχή της Φυλλίδας πέρασε μέσα στον κορμό του δέντρου. Ήταν Γενάρης, στην καρδιά του χειμώνα, όταν ο Δημοφώντας επέστρεψε. Μόλις έμαθε για το χαμό της γυναίκας του, έτρεξε κοντά στην αμυγδαλιά, την αγκάλιασε κι έκλαψε. Το δέντρο πλημμύρισε ξαφνικά από άσπρα και ροζ λουλούδια. Ήταν η ψυχή της Φυλλίδας που χάρηκε βλέποντας τον αγαπημένο της κι έκανε το δέντρο να ανθίσει μέσα στο βαρύ χειμώνα, δείχνοντας τη μεγάλη δύναμη της αγάπης. Από τότε οι αμυγδαλιές ανθίζουν μέσα στο Γενάρη και στολίζονται στα ροζ και στα λευκά πριν ακόμη βγάλουν φύλλα.

«Ανθισμένη Αμυγδαλιά»

«Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά (δις)

με τα χεράκια της και γέμισ’ από τ΄ άνθη η πλάτη,

η αγκαλιά και τα μαλλάκια της.

Και γέμισ’ από τ΄ άνθη…»


έγραψε ο Γ. Δροσίνης


ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ (1888-1962)

ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ

Ωχρό φωτίζει απόψε το φεγγάρι
τις στράτες του χωριού, στη σιγαλιά.
Γυρτή πίσω απ’ το φράχτη κι έχει πάρει
μια ανήσυχη έγνοια η άσπρη αμυγδαλιά.

Στεφάνια έχει ανθοπλέξει ένα ζευγάρι
δεσμούς για την αγάπη την παλιά.
Κι οι πόθοι της στου ονείρου όλη τη χάρη
Πετούν, ξαναγυρνούν, τρελά πουλιά.

Γλυκέ ερωμένε, Μάρτη, Μάρτη, ακόμα
δε φαίνεσαι, να σμίξτε στόμα στόμα
στην ήμερη ησυχία του χωριού

Κι η νύφη από κλωνάρι, από μιαν άκρη
τρεμάμενο να στάξει αφήνει δάκρυ
διαμάντι μες στο φως του φεγγαριού.


Μια μυγδαλιά και δίπλα της,Εσύ.

Μια μυγδαλιά και δίπλα της,Εσύ.
Μα πότε ανθίσατε;
Στέκομαι στο παράθυρο
Και σας κοιτώ και κλαίω

Τόση χαρά δεν την μπορούν Τα μάτια.

Δος μου, Θεέ μου,
Όλες τις στέρνες τ’ ουρανού
Να στις γιομίσω.

(Νικηφόρος Βρεττάκος )


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου