Στο σπίτι του αρχιεισπράκτορα Στίτσκιν, μια από τις μέρες που είχε ρεπό, είχε πάει, ύστερα από πρόσκληση του, η Αγάπη Γκριγκόριεβνα, μια γεροδεμένη και με πλούσια περιφέρεια κυρία γύρω στα σαράντα. Ήταν προξενήτρα, αλλά έκανε και πολλές άλλες δουλειές, για τις οποίες μιλούσε μόνο ψιθυριστά. Ο Στίτσκιν τα είχε λίγο χαμένα, αλλά, όπως πάντα, ήταν σοβαρός, θετικός και αυστηρός. Περπατούσε μέσα στο δωμάτιο, κάπνιζε το πούρο του κι έλεγε:
— Χαίρω πάρα πολύ για τη γνωριμία. Ο Σεμιόν Ιβάνοβιτς μου συνέστησε εσάς σχετικά με τη βοήθεια που μπορείτε να μου προσφέρετε σ’ ένα τόσο λεπτό, όσο και πολύ σοβαρό, ζήτημα, που αφορά την ευτυχία της ζωής μου. Εγώ, Αγάπη Γκριγκόριεβνα, είμαι πενήντα δύο χρονών. Είμαι, δηλαδή, σε τέτοια ηλικία όπου πολλοί άνθρωποι έχουν πλέον μεγάλα παιδιά. Η δουλειά μου είναι πολύ καλή. Η περιουσία μου, μόλο που δεν είναι μεγάλη, μου επιτρέπει να μπορώ να θρέψω ένα αγαπητό πρόσωπο και παιδιά. Θα σας πω —κι αυτό ας μείνει μεταξύ μας— ότι, εκτός απ’ το μισθό, έχω και χρήματα στην τράπεζα, τα οποία εξοικονόμησα χάρη στον τρόπο ζωής που κάνω. Είμαι θετικός και νηφάλιος άνθρωπος, κάνω πολύ καλή και ρυθμισμένη ζωή, τόσο, που μπορώ να γίνω παράδειγμα για πολλούς άλλους.
Ένα μόνο πράγμα μού λείπει. Η θαλπωρή του σπιτιού και η γυναίκα. Η ζωή μου είναι ζωή περιπλανώμενου Μαγιάρου, από μέρος σε μέρος, χωρίς καμιά ευχαρίστηση, δεν έχω με ποιον ν’ αλλάξω δυο κουβέντες, αν αρρωστήσω δεν υπάρχει κανένας να μου δώσει ένα ποτήρι νερό, και λοιπά και λοιπά… Εκτός όμως απ’ αυτά, Αγάπη Γκριγκόριεβνα, ο παντρεμένος έχει περισσότερο κύρος στην κοινωνία απ’ τον ανύπαντρο… Ανήκω στην τάξη των μορφωμένων ανθρώπων, έχω χρήματα, αλλά, αν με δείτε διαφορετικά, ποιος είμαι; Ένα γεροντοπαλίκαρο που δεν του δίνουν σημασία, ένα ρεμάλι. Γι’ αυτόν λοιπόν το λόγο θα επιθυμούσα πάρα πολύ να δεθώ με τα δεσμά του Ηγουμεναίου*, να κάνω, δηλαδή, ένα νόμιμο γάμο με κάποιο αντάξιο πρόσωπο.
— Καλή σκέψη! είπε η προξενήτρα παίρνοντας βαθιά ανάσα.
— Είμαι μόνος και δε γνωρίζω κανέναν σ’ αυτή την πόλη. Σε ποιον να πάω και σε ποιον να μιλήσω, αφού μου είναι όλοι άγνωστοι; Να γιατί ο Σεμιόν Ιβάνοβιτς με συμβούλεψε ν’ απευθυνθώ σ’ ένα άτομο ειδικό, σ’ ένα άτομο που έχει σαν επάγγελμα να σκέπτεται και να μεριμνά για την ευτυχία των ανθρώπων. Γι’ αυτό, Αγάπη Γκριγκόριεβνα, επιμένω πολύ και σας παρακαλώ, με τη δική σας συμβολή και βοήθεια, να κανονίσω κι εγώ την τύχη μου. Εσείς στην πόλη γνωρίζετε όλες τις υποψήφιες νύφες και δε θα σας ήταν δύσκολο να βρείτε μία που να μου ταιριάζει.
— Αυτό μπορεί να γίνει…
— Φάτε κάτι, ταπεινά σας παρακαλώ…
Η προξενήτρα πλησίασε με το συνηθισμένο της τρόπο το ποτηράκι στο στόμα και ήπιε χωρίς κανένα μορφασμό.
— Αυτό μπορεί να γίνει, είπε πάλι. Και πώς θέλετε να είναι η νύφη, Νικολάι Νικολάιτς;
— Εγώ; Ό,τι μου γράφει η τύχη μου.
— Αυτά, βέβαια, είναι τυχερά πράγματα, αλλά ο καθένας έχει και τις δικές του προτιμήσεις. Σ’ άλλους αρέσουν οι μελαχρινές, σ’ άλλους οι ξανθές.
— Αγάπη Γκριγκόριεβνα, είπε ο Στίτσκιν με σταθερή φωνή και παίρνοντας βαθιά ανάσα, εγώ είμαι άνθρωπος θετικός, άνθρωπος με χαρακτήρα. Η ομορφιά και γενικότερα η εμφάνιση είναι για μένα δευτερεύοντα πράγματα, διότι, όπως κι η ίδια γνωρίζετε, το πρόσωπο ξεγελάει. Οι όμορφες γυναίκες φέρνουν πάρα πολλές σκοτούρες. Πιστεύω πως στη γυναίκα το βασικότερο δεν είναι η εμφάνιση, αλλά αυτό που έχει μέσα της, δηλαδή τα ψυχικά χαρίσματα. Φάτε κάτι, ταπεινά σας παρακαλώ… Θα ήταν βέβαια πολύ καλό να είναι γεματούλα, αλλά δεν είναι αυτή η ουσία, ούτε για τον άντρα ούτε για τη γυναίκα. Η βάση είναι το μυαλό. Για να πούμε την αλήθεια, στη γυναίκα δε χρειάζεται ούτε το μυαλό, γιατί τότε θα έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της και η σκέψη της θα πλανιέται σε διάφορα ιδανικά. Στην εποχή μας, βέβαια, είναι απαραίτητο να έχει και μόρφωση, αλλά τι είδους μόρφωση; Είναι ωραίο πράγμα να μιλάει η γυναίκα σου γαλλικά και γερμανικά, ν’ ακούς κι άλλες φωνές, πολύ ωραίο. Ποια όμως η προκοπή αν δεν ξέρει να σου ράψει, ας πούμε, ένα κουμπί; Ανήκω στην τάξη των μορφωμένων ανθρώπων, με τον κόμητα Κανίτελιν μπορώ να πω ότι είμαστε ένα, να, όπως τώρα με σας, αλλά εγώ έχω εύκολο χαρακτήρα. Έχω ανάγκη από μια απλή κοπέλα. Το κυριότερο δε απ’ όλα είναι να με σέβεται και να αισθάνεται ότι μαζί μου είναι ευτυχισμένη.
— Αυτά είναι γνωστά πράγματα.
— Λοιπόν, ας έρθουμε τώρα στο προκείμενο… Πλούσια δεν τη θέλω. Δε θα επιτρέψω στον εαυτό μου μια τέτοια παλιανθρωπιά, να παντρευτώ για τα λεφτά. Δεν επιθυμώ να τρώω το ψωμί της γυναίκας μου, αλλά να τρώει εκείνη το δικό μου, έτσι ώστε να συναισθάνεται. Αλλά ούτε και φτωχή θέλω να παντρευτώ. Είμαι άνθρωπος που, μόλο που έχω τα μέσα και μόλο που δεν παντρεύομαι για τα λεφτά αλλά για την αγάπη, δεν πρέπει να πάρω φτωχή, γιατί, το ξέρετε και σεις η ίδια, έχουν όλα ακριβύνει τώρα, θα υπάρξουν και παιδιά.
— Μπορεί να βρεθεί και προίκα, είπε η προξενήτρα.
— Φάτε κάτι, ταπεινά σας παρακαλώ…
Σώπασαν για πέντε λεπτά. Η προξενήτρα πήρε βαθιά ανάσα, κοίταξε λοξά τον εισπράκτορα και ρώτησε:
— Πες μου, φίλε μου… μήπως, σαν εργένης, έχεις κάποιες… ανάγκες; Υπάρχει πολύ καλό πράγμα.
Μια Γαλλίδα και άλλη μια από την Ελλάδα. Είναι κι οι δυο σπουδαίες.
Ο εισπράκτορας σκέφτηκε και είπε:
— Όχι, σας ευχαριστώ. Βλέποντας από την πλευρά σας τόσο καλή διάθεση, επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω, πόσα χρήματα θα πάρετε για όλο τον κόπο σας σχετικά με τη νύφη;
— Λίγα. Θα μου δώσετε ένα τέταρτο*, ύφασμα για ένα φόρεμα, όπως συνηθίζεται, και ένα ευχαριστώ… Για την προίκα θα με πληρώσετε ιδιαιτέρως, αυτός είναι άλλος λογαριασμός.
Ο Στίτσκιν σταύρωσε τα χέρια στο στήθος κι άρχισε να σκέφτεται χωρίς να μιλάει. Πήρε ύστερα μια βαθιά ανάσα και είπε:
— Είναι ακριβά…
— Δεν είναι καθόλου ακριβά, Νικολάι Νικολάιτς! Μπορεί, πρώτα, όταν γίνονταν πολλοί γάμοι, να ήταν φθηνότερα, αλλά στην εποχή που ζούμε ποιο είναι το κέρδος μας; Αν κερδίσεις δυο τέταρτα σ’ ένα μήνα που δεν έχει νηστεία, να πεις δοξασμένος ο Θεός. Εξάλλου, φίλε μου, δε ζούμε μόνο απ’ τους γάμους.
Ο Στίτσκιν την κοίταξε με απορία και σήκωσε τους ώμους.
— Χμ!… Και μήπως τα δύο τέταρτα είναι λίγα; ρώτησε.
— Βέβαια λίγα! Πριν από μερικά χρόνια, τύχαινε μερικές φορές να κερδίζουμε πάνω από εκατό ρούβλια.
* Εννοεί των εκατό ρουβλίων, δηλαδή είκοσι πέντε ρούβλια.
— Χμ!… ποτέ δεν περίμενα ότι μπορεί να κερδίσει κανείς τέτοιο ποσό απ’ αυτές τις δουλειές. Πενήντα ρούβλια! Τόσα βγάζουν κι οι άντρες! Φάτε κάτι, ταπεινά σας παρακαλώ…
Η προξενήτρα άδειασε το ποτηράκι χωρίς κανένα μορφασμό. Ο Στίτσκιν. σιωπηλός, την κοίταξε προσεκτικά από τα νύχια ως το κεφάλι.
— Πενήντα ρούβλια… Αυτό μας κάνει εξακόσια ρούβλια το χρόνο… Πάρτε κάτι, ταπεινά σας παρακαλώ… Με τέτοια κέρδη, Αγάπη Γκριγκόριεβνα, δεν είναι, ξέρετε, δύσκολο να παντρευτείτε…
— Εγώ; είπε γελώντας η προξενήτρα. Εγώ είμαι γριά…
— Καθόλου… Και η κορμοστασιά σας είναι ωραία και πρόσωπο έχετε παχουλό και άσπρο, και τα λοιπά.
Η προξενήτρα τα ‘χασε. Ο Στίτσκιν τα ‘χασε κι αυτός και κάθισε κοντά της.
— Μπορείτε ακόμα να αρέσετε, της είπε. Αν σας τύχει ένας σύζυγος θετικός, σοβαρός και οικονόμος, τότε, με το δικό του μισθό και με τα δικά σας κέρδη, μπορεί να του αρέσετε πολύ, ίσως και πάρα πολύ, να ζήσετε αγαπημένα…
— Ένας θεός ξέρει τι σημαίνουν αυτά που λέτε, Νικολάι Νικολάιτς…
— Τι πράγμα; Τίποτα, τίποτα…
Σώπασαν. Ο Στίτσκιν άρχισε να φυσάει δυνατά τη μύτη του, η προξενήτρα κοκκίνισε ολόκληρη και, κοιτάζοντας τον ντροπαλά, ρώτησε:
— Και σεις, Νικολάι Νικολάιτς, πόσα λεφτά βγάζετε;
— Εγώ; Εβδομήντα πέντε ρούβλια, χωρίς τα δώρα… Εκτός απ’ αυτά, έχω και έσοδα από τα σπαρματσέτα κι από τους λαγούς.
— Πηγαίνετε κυνήγι;
— Όχι βέβαια, λέμε λαγούς τους επιβάτες που δεν έχουν εισιτήρια.
Πέρασε ακόμα ένα λεπτό σιωπής. Ο Στίτσκιν σηκώθηκε και άρχισε ανήσυχος να περπατάει στο δωμάτιο.
— Εγώ δεν πρέπει να πάρω νέα γυναίκα, είπε. Είμαι ηλικιωμένος άνθρωπος και μου χρειάζεται μια γυναίκα, ας πούμε, να… σαν εσάς… σοβαρή και γερή… να έχει τη δική σας εμφάνιση…
— Ο Θεός ξέρει τι λέτε τώρα… είπε η προξενήτρα με χαχανητά, κρύβοντας με το μαντίλι το κατακόκκινο πρόσωπο της.
— Γιατί να το σκεφτόμαστε τόσο; Μ’ αρέσετε πολύ κι ο χαρακτήρας σας μου ταιριάζει. Είμαι θετικός άνθρωπος εγώ, δε μεθάω, κι αν σας αρέσω, τότε… τόσο το καλύτερο! Επιτρέψτε μου να σας κάνω πρόταση γάμου!
Η προξενήτρα δάκρυσε, χαμογέλασε και, σαν δείγμα συμφωνίας, τσούγκρισε το ποτήρι της με τον Στίτσκιν.
— Λοιπόν, είπε ευτυχισμένος ο αρχιεισπράκτορας, ας μου επιτρέψετε τώρα να σας εξηγήσω ποια συμπεριφορά και ποιον τρόπο ζωής επιθυμώ από σας… Είμαι ένας αυστηρός άνθρωπος, σοβαρός, θετικός, τα κατανοώ όλα με γενναιοφροσύνη και θέλω τη γυναίκα μου να είναι κι αυτή αυστηρή και να καταλαβαίνει ότι γι’ αυτή είμαι ευεργέτης και πρώτος στη σειρά.
Κάθισε, κι αφού πήρε μια βαθιά αναπνοή, άρχισε να λέει και να εξηγεί στην αρραβωνιαστικιά του τις απόψεις που είχε για την οικογενειακή ζωή και για τις υποχρεώσεις της παντρεμένης γυναίκας.
* Παράφραση του Υμεναίου, μυθολογικού θεού προστάτη του γάμου
Άντον Τσέχοφ ~Διηγήματα & μονόπρακτα / Πρώτη έκδοση στο περιοδικό Αποσπάσματα, 1887
Το διάβασα στο Αντικλείδι , http://antikleidi.com
— Πενήντα ρούβλια… Αυτό μας κάνει εξακόσια ρούβλια το χρόνο… Πάρτε κάτι, ταπεινά σας παρακαλώ… Με τέτοια κέρδη, Αγάπη Γκριγκόριεβνα, δεν είναι, ξέρετε, δύσκολο να παντρευτείτε…
— Εγώ; είπε γελώντας η προξενήτρα. Εγώ είμαι γριά…
— Καθόλου… Και η κορμοστασιά σας είναι ωραία και πρόσωπο έχετε παχουλό και άσπρο, και τα λοιπά.
Η προξενήτρα τα ‘χασε. Ο Στίτσκιν τα ‘χασε κι αυτός και κάθισε κοντά της.
— Μπορείτε ακόμα να αρέσετε, της είπε. Αν σας τύχει ένας σύζυγος θετικός, σοβαρός και οικονόμος, τότε, με το δικό του μισθό και με τα δικά σας κέρδη, μπορεί να του αρέσετε πολύ, ίσως και πάρα πολύ, να ζήσετε αγαπημένα…
— Ένας θεός ξέρει τι σημαίνουν αυτά που λέτε, Νικολάι Νικολάιτς…
— Τι πράγμα; Τίποτα, τίποτα…
Σώπασαν. Ο Στίτσκιν άρχισε να φυσάει δυνατά τη μύτη του, η προξενήτρα κοκκίνισε ολόκληρη και, κοιτάζοντας τον ντροπαλά, ρώτησε:
— Και σεις, Νικολάι Νικολάιτς, πόσα λεφτά βγάζετε;
— Εγώ; Εβδομήντα πέντε ρούβλια, χωρίς τα δώρα… Εκτός απ’ αυτά, έχω και έσοδα από τα σπαρματσέτα κι από τους λαγούς.
— Πηγαίνετε κυνήγι;
— Όχι βέβαια, λέμε λαγούς τους επιβάτες που δεν έχουν εισιτήρια.
Πέρασε ακόμα ένα λεπτό σιωπής. Ο Στίτσκιν σηκώθηκε και άρχισε ανήσυχος να περπατάει στο δωμάτιο.
— Εγώ δεν πρέπει να πάρω νέα γυναίκα, είπε. Είμαι ηλικιωμένος άνθρωπος και μου χρειάζεται μια γυναίκα, ας πούμε, να… σαν εσάς… σοβαρή και γερή… να έχει τη δική σας εμφάνιση…
— Ο Θεός ξέρει τι λέτε τώρα… είπε η προξενήτρα με χαχανητά, κρύβοντας με το μαντίλι το κατακόκκινο πρόσωπο της.
— Γιατί να το σκεφτόμαστε τόσο; Μ’ αρέσετε πολύ κι ο χαρακτήρας σας μου ταιριάζει. Είμαι θετικός άνθρωπος εγώ, δε μεθάω, κι αν σας αρέσω, τότε… τόσο το καλύτερο! Επιτρέψτε μου να σας κάνω πρόταση γάμου!
Η προξενήτρα δάκρυσε, χαμογέλασε και, σαν δείγμα συμφωνίας, τσούγκρισε το ποτήρι της με τον Στίτσκιν.
— Λοιπόν, είπε ευτυχισμένος ο αρχιεισπράκτορας, ας μου επιτρέψετε τώρα να σας εξηγήσω ποια συμπεριφορά και ποιον τρόπο ζωής επιθυμώ από σας… Είμαι ένας αυστηρός άνθρωπος, σοβαρός, θετικός, τα κατανοώ όλα με γενναιοφροσύνη και θέλω τη γυναίκα μου να είναι κι αυτή αυστηρή και να καταλαβαίνει ότι γι’ αυτή είμαι ευεργέτης και πρώτος στη σειρά.
Κάθισε, κι αφού πήρε μια βαθιά αναπνοή, άρχισε να λέει και να εξηγεί στην αρραβωνιαστικιά του τις απόψεις που είχε για την οικογενειακή ζωή και για τις υποχρεώσεις της παντρεμένης γυναίκας.
* Παράφραση του Υμεναίου, μυθολογικού θεού προστάτη του γάμου
Άντον Τσέχοφ ~Διηγήματα & μονόπρακτα / Πρώτη έκδοση στο περιοδικό Αποσπάσματα, 1887
Το διάβασα στο Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου