Στην ταβέρνα του Πατσόπουλου, ενώ ο βοριάς φυσούσε, και ψηλά στα βουνά χιόνιζε, ένα πρωί, μπήκε να πιει ένα ρούμι να ζεσταθεί ο μάστρο Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από τη γυναίκα του, υβρισμένος από την πεθερά του, δαρμένος από τον κουνιάδο του, ξορκισμένος από την κυρα-Στρατίνα τη σπιτονοικοκυρά του, και φασκελωμένος από το μικρό τρίχρονο γιο του, που ο προκομμένος θείος του τον δίδασκε με επιμέλεια, όπως κάνουν και γονείς ακόμα στα «κατώτερα στρώματα», πώς να μουντζώνει, να βρίζει, να βλαστημάει και να κατεβάζει κάτω σταυρούς, Παναγίες, καντήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα γράψε αθηναϊκά διηγήματα!
Ο προβλεπτικός ταβερνιάρης, για να έρχονται ασκανδάλιστα να ψωνίζουν οι καλές νοικοκυράδες, οι γειτόνισσες, είχε κοντά στα βαρέλια και τα μπουκάλια, πιο πολύ για επίδειξη, λίγο σαπούνι, κόλλα, ρύζι και ζάχαρη, είχε ακόμα και μύλο, για να κόβει καφέ. Αλλά έβλεπε κανείς, πρωί και βράδυ, να βγαίνουν απεριποίητες και μισοχτενισμένες γυναίκες που είχαν το ένα χέρι κάτω από το φόρεμά τους, κοντά στο γοφό, και αυτό σήμαινε, ότι τα ψώνια δεν ήταν σαπούνι, ούτε ρύζι ή ζάχαρη.
Ερχόταν πολλές φορές την ημέρα η γρια-Βασίλω, φτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, που δεν είχε προλήψεις και έπινε φανερά το ρούμι της. Ερχόταν και η κυρά-Κώσταινα η Κλησιάρισσα, που βοηθούσε όσο μπορούσε στην εκκλησία, όρθια κοντά στο μανουάλι, για να στερεώνει τα κεριά, και όσες πεντάρες έπαιρνε την Κυριακή, όλες τις έπινε, με ευσυνείδητη ακρίβεια, τη Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη.
Ερχόταν και η Στρατίνα, νοικοκυρά με δυο σπίτια, που φώναζε στην αυλόπορτα, στο δρόμο και
στο καπηλειό όλα τα μυστικά της, δηλαδή τα μυστικά των άλλων, και ένα μέρος απ’ αυτά έμεναν στην αυλή, ένα μέρος έπεφταν στο καπηλειό, και τα περισσότερα χύνονταν στο δρόμο, και φώναζε δυνατά και με τρόπο υβριστικό τα ονόματα του κόσμου, ποια νοικάρισσα της καθυστερεί δυο νοίκια, ποιος της χρωστάει τον τόκο, ποια γειτόνισσα της πήρε ένα είδος, δανεικό κι αγύριστο.
Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκοράφτης της χρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε, και το μήνα που έτρεχε, έξι. Η Λενιώ η κουμπάρα της, της πέρασε δεύτερη υποθήκη με πονηριά στο σπίτι, και τώρα ήταν ανάγκη να τρέχει σε δικηγόρους και συμβολαιογράφους, για να εξασφαλίσει το δίκιο της.
Η Κατίνα, η ανεψιά της από τον πρώτο άντρα της, της είχε αφήσει ένα αμανάτι για να την δανείσει δέκα δραχμές, και τώρα, όπως είπαν δυο χρυσοχόοι, αποδείχτηκε ότι το ασημικό ήταν κάλπικο και δεν άξιζε ούτε όσο άξιζαν τα δυο φυσέκια με τις σκουριασμένες μπακίρες που, αφού, κατά τη συνήθειά της (αυτό δεν το έλεγε, αλλά ήταν γνωστό), έβγαλε έξω το γερο-Στρατή, τον άντρα της, την κόρη της, τη Μαργαρίτα και την εγγονή της, τη Λενούλα, άνοιξε την κρυπτή, τοποθέτησε εκεί το ενέχυρο, έβγαλε το κομπόδεμα, πήρε τα φυσέκια και τα έδωσε με τρόπο, που σήμαινε να τα δώσει και να μην τα δώσει στη φτωχή Κατίνα, και φαινόταν σα να κολλούσαν τα χέρια της.
Η Ασημίνα, η παλιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρια στο επάγγελμα, όταν ξεκουμπίστηκε κι έφυγε, της χρωστούσε τρία μηνιάτικα κι εννέα ημέρες. Και τα έπιπλα, που έπρεπε βέβαια κατά δίκαιο τρόπο να τα δώσει στη σπιτονοικοκυρά, τα παρέδωσε στον καύκο της, τον τελευταίο αγαπητικό της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ… Και σ’ αυτήν δεν έδωσε άλλο τίποτα, παρά ένα παλιοφυλαχτό εκεί, λιγδιασμένο, και της είπε με τρόπο μυστηριώδη, ότι αυτό είχε μέσα Τίμιο Ξύλο… Σαν γκρεμοτσακίστηκε κι έφυγε, το ανοίγει κι αυτή από περιέργεια, και αντί Τίμιο
Ξύλο, τι βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχες, τουρκικά γράμματα, σκοντάματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ’ ακούτε σεις αυτά;
Μπήκε στην ταβέρνα, τρέμοντας, ο μαστρο-Παυλάκης και ζήτησε ένα ρούμι. Το παιδί του καπηλειού, που τον ήξερε καλά, του είπε:
—Έχεις πεντάρα;
Ο άνθρωπος κούνησε τους ώμους του με τρόπο διφορούμενο.
— Βάλε εσύ το ρούμι, είπε.
Πώς να έχει πεντάρα; Καλά και τα λεφτά, καλή κι η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά.
Καλύτερη απ’ όλα η τεμπελιά, το ντόλτσε φαρ νιέντε των αδελφών Ιταλών. Αν τον έβαζαν να συντάξει τον κανονισμό της εβδομάδας, θα όριζε την Κυριακή για σχόλη, τη Δευτέρα για χουζοΰρι, την Τρίτη για σουλάτσο, την Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή για εργασία, και το Σάββατο για ξεκούρασμα. Ποιος λέει ότι οι γιορτές είναι πάρα πολλές για τους ορθόδοξους Έλληνες και οι εργάσιμες πολύ λίγες; Αυτά τα λένε όσοι δεν έκαναν ποτέ σωματική εργασία και ξέρουν να φτιάχνουν νόμους μόνο για τους άλλους.
Ακριβώς την ώρα αυτή ήρθε απ’ αντίκρυ ο Δημήτρης ο φραγκοράφτης, για να πιει το πρωινό του. Μόνη παρηγοριά είχε να κάνει αυτά τα συχνά ταξιδάκια, όπως τα ονόμαζε. Σταματούσε για πέντε λεπτά τη δουλειά του, δέκα φορές την ημέρα, κι ερχόταν να πιει ένα κρασί. Έπαιρνε εργασία από τα μαγαζιά και δούλευε σα ράφτης στο δωμάτιό του. Μπήκε και παράγγειλε ένα κρασί. Έπειτα, όταν είδε τον Παύλο:
—Βάλε και του μάστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπε.
Σα να ήταν σταλμένος από το Θεό, για να λύσει το ζήτημα της πεντάρας, ανάμεσα στον πελάτη και το παιδί του μαγαζιού, κάθισε κοντά στον Παύλο και άρχισε τέτοια κουβέντα, που ήταν βέβαια συνέχεια των δικών του συλλογισμών, όμως στον Παύλο φάνηκαν σα να υπερασπιζόταν τα δικά του παράπονα.
— Πού σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπε, ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ’ Άη-Νικολάου δουλέψαμε, τ’ Άη-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχονται Χριστούγεννα και θαρρώ πως θα δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα…
— Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται, πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουνε διορισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσια τις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε εβδομάδες και μήνες τις καθημερινές.
— Είναι και η τεμπελιά στο μέσο, είπε με πονηρή αυθάδεια το παιδί του καπηλειού, που επωφελήθηκε από μια στιγμή, που ο αφέντης του είχε συζήτηση στο κατώφλι της πόρτας και δεν μπορούσε ν’ ακούσει.
—Ας είναι, τι να σου κάνει η προκομάδα και η τεμπελιά; είπε ο Δημήτρης. Το σωστό είναι πολλά κεσάτια και λίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρό-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας, ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γιος μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ’ όλα αυτά δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για τη σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για το μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της, ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή.
— Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, είπε ο Παυλέτος, απαντώντας στις δικές του σκέψεις. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαριά, ρευματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζεις τα τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πια, άργασε…
— Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλο, αυθα-δίασε πάλι ο νεαρός, υπονοώντας ίσως τις σκηνές ανάμεσα στον Παύλο και το γυναικάδελφό του.
Έπειτα μπήκε ο κάπελας. Ο μαστρο-Δημήτρης έφυγε, να συνεχίσει την εργασία του και η συζήτηση σταμάτησε.
Ο μάστρο-Παύλος αφέθηκε στις φαντασίες του. Σάββατο σήμερα, μεθαύριο παραμονή, την άλλη Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεφτά για ν’ αγοράσει ένα γαλόπουλο, να κάνει κι αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, όπως όλοι! Μετανοούσε τώρα πικρά, που δεν πήγε τις τελευταίες μέρες στα βυρσοδεψεία να δουλέψει και να βγάλει λίγα λεφτά, για να περάσει φτωχικά τις γιορτές. «Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαριά, κόπιασε να αργάζεις τομάρια! Το δικό μας το τομάρι θέλει άργασμα!»
Είχε ακούσει το λαϊκό μύθο για τον τεμπέλη, που πήγαινε να τον κρεμάσουν και που συμφωνούσε να ζήσει με τον όρο να είναι «βρεμένο το παξιμάδι». Γνώριζε και την άλλη ιστορία για το τεμπελχανιό, που το ίδρυσε, λένε, ο Μεχμέτ Αλής στην πατρίδα του, την Καβάλα. Εκεί, επειδή το κακό είχε παραγίνει, ο επιστάτης σοφίστηκε να στρώνει μια ψάθα, που πάνω σ’ αυτήν ανάγκαζε τους άεργους να ξαπλώνουν. Έπειτα έβαζε φωτιά στην ψάθα. Όποιος προτιμούσε να καεί, παρά να σηκωθεί από τη θέση του, ήταν σωστός τεμπέλης, και είχε δικαίωμα να φάει δωρεάν το πιλάφι. Όποιος σηκωνόταν και έφευγε από τη φωτιά, δεν ήταν σωστός τεμπέλης και έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, σκεπτόταν ο μασιρο-Παύλος, και κανείς απ’ αυτούς να μην ιδρύσει κάτι παρόμοιο στην Αθήνα!
Ο μάστρο-Παυλάκης τριγύριζε άσκοπα ακόμα δυο μέρες και την άλλη ήταν παραμονή. Το γαλόπουλο δε σταματούσε να το ονειροπολεί και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευτεί;
Αφού νύχτωσε, διωγμένος καθώς ήταν από το σπίτι, αποτόλμησε και ήρθε από ένα πλάγιο δρομάκι και ήταν έτοιμος να χωθεί στο καπηλειό. Ο νους του ήταν κολλημένος στο γαλόπουλο. Θα χρησίμευε αυτό, αν το είχε, και σα μέσο συμφιλίωσης με τη γυναίκα του.
Εκεί, καθώς στράφηκε να μπει στο καπηλειό, βλέπει ένα παιδί της αγοράς, με μια κοφίνα στους ώμους, που φαινόταν ακριβώς να περιέχει ένα γάλο, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρο και άλλα καλά πράγματα. Το παιδί κοίταζε δεξιά και αριστερά και φαινόταν να αναζητάει κάποιο σπίτι. Ήταν έτοιμο να μπει στο καπηλειό για να ρωτήσει. Έπειτα είδε τον Παύλο και στράφηκε σ’ αυτόν:
— Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, πού είναι εδώ χάμω το σπίτι του κυρ-Θανάση του Μπελιόπουλου;
—Του κυρ-Θανάση του Μπε…
Αστραπή, σαν ιδέα, έλαμψε στο μυαλό του Παύλου.
— Μούπε τον αριθμό και τον ξέχασα. Τώρα γρήγορα έπιασε σπίτι εδώ χάμω, σ’ αυτό το δρόμο… τον είχα μουστερή από πρώτα… μπροστύτερα καθόταν πάρα πέρα, στο Γεράνι.
—Του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου! αυτοσχέδιασε ο μάστρο-Παύλος· να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξεις την κυρα-Παύλαινα, μέσα στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο… αυτή είναι η νοικοκυρά του… πώς να πω; είναι η γενιά του… την έχει λύσε-δέσε, σ’ όλα τα πάντα… οικονόμισ-σα στο νοικοκυριό του… είναι κουνιάδα του, μαθές θέλω να πω, ανιψιό του… φώναξέ την και δώσε της τα ψώνια.
Και αφού προχώρησε ο ίδιος πέντε βήματα, προς την πόρτα της αυλής, έκανε πως φώναξε:
— Κυρά-Παύλαινα, κόπιασ’ εδώ να πάρεις τα ψώνια, που σου στέλνει ο κύριος… ο αφέντης σου.
Καλά ήρθαν τα πράγματα ως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τα χέρια του και αισθανόταν στη μύτη του τη μυρωδιά του ψητού γάλου. Και δεν τον ένοιαζε τόσο για το γάλο, αλλά θα συμφιλιωνόταν με τη γυναίκα του. Τη νύχτα την πέρασε σε ένα ολονύχτιο καφενείο και το πρωί πήγε στην εκκλησία.
Όλη τη μέρα προσκολλήθηκε σε μια συντροφιά, έπειτα σε μια άλλη παλιών γνωστών του, στο καπηλειό, που έμενε τις περισσότερες ώρες ανοιχτό, με τα παράθυρα κλεισμένα, και πέρασε με λίγους μεζέδες και αρκετά κεράσματα.
Το βράδυ, αφού νύχτωσε, πήγε με τόλμη από το πολύ πιοτό και από τη θύμηση του γάλου και χτύπησε την πόρτα της οικογένειάς του. Η πόρτα ήταν κλεισμένη από μέσα.
— Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, φώναξε απ’ έξω, χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλε;
Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Όλη η αυλή ήταν ήσυχη. Τα ισόγεια, οι τρώγλες, τα κοτέτσια της κυρα-Στρατίνας, όλα κοιμούνταν. Ο σκύλος μόνο γνώρισε το μαστρο-Παύλο, έγρυξε λίγο και πάλι ησύχασε.
Υπήρχαν εκεί εκτός από τρεις ή τέσσερις οικογένειες, που κατοικούσαν στ’ ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσερις γάτες, δυο γαλοπούλες και πολλά ζευγάρια περιστέρια. Οι δυο γίδες κοιμούνταν βαθιά στο σκεπασμένο μαντράκι τους, οι κότες κακάριζαν πνιχτά στα κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζευτεί στους περιστερώνες έντρομα από το κυνήγι που άρχιζαν εναντίον τους τη νύχτα οι γάτες. Όλοι αυτοί οι θόρυβοι ήταν το ροχάλισμα της κοιμισμένης αυλής.
Αμέσως ακούστηκε κρότος βημάτων στο σπίτι.
— Ε, μάστρο-Παύλε, είπε πλησιάζοντας η κυρα-Στρατίνα, νάχουμε και καλό ρώτημα… Τι γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μώχεις, ασίκη μου; Είδαμε και πάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μην προσβαλθεί το σπίτι… Εκείνος που ήταν δικός του ο γάλος, ήρθε μεσάνυχτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζε όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά… κλειδώθηκε μες την κάμαρα, και δεν ήξευρε τι να κάμει… Είπε και ο κουνιάδος σου… καλό κελεπούρι ήτανε κι αυτό, μαθές… και επέρασε η φαμίλια σου όλη την ημέρα κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβο μην ξαναέρθει εκείνος πούχε το γάλο και μας φέρει και την αστυνομία… ήταν φόβος να μην προσβαλθεί κι εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοια αστεία να μην τα κάνεις, μάστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπει από το σπίτι μου, εμένα, τ’ άκουσες;
Ο μάστρο-Παύλος ρώτησε δειλά:
—Τώρα… είναι μέσα η φαμίλια μου;
— Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, για το φόβο των Ιουδαίων. Κοίταξε, μη σε νιώσει από πουθενά, κείνος ο σκιάς88 ο κουνιάδος σου, πάλε…
— Είναι μέσα;
— Ή μέσα είναι, ή όπου είναι έφτασε… να’ κάπου ακούω τη φωνή του.
Ακούστηκε, πράγματι, μια φωνή εκεί κοντά, που δεν υποσχόταν καλά για το νυχτερινό επισκέπτη.
— Ε, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος…
Ποιος ήταν αυτός που μίλησε, άγνωστο. Τσως να ήταν ο μαστρο-Δημήτρης ο γείτονας. Μπορεί να ήταν και ο φόβερός γυναικάδελφος του μάστρο-Παύλου.
— Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παραπονέθηκε ωστόσο ο άνθρωπός μας.
—Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβε η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα. Άφσε τα αυτά. Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παληκάρια. Ό,τι έγινε-έγινε, να πας να δουλέψεις να μου φέρεις εμένα τα νοίκια μου. Τ’ ακούς;
—Τ’ ακούω.
—Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, τη θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε.
Ακούστηκε από μέσα βραχνό μουρμουρητό, έπειτα φωνή μικρού παιδιού είπε.
— Την υγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμελόκυλο, κακέ πατέλα! Τόνε φάαμε το λάλο. Να, πάλε κι εσύ πέντε, κι άλλα πέντε δέκα!
Προφανώς ήταν μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, που είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάζει αυτά.
— Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, είπε η Στρατίνα. Το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!…
Ακούστηκε κρότος, σα να σηκώθηκε κάποιος από μέσα και να πλησίαζε με βήμα βαρύ προς την πόρτα.
— Δρόμο, επανέλαβε μηχανικά ο Παύλος, που συμμορφώθηκε έμπρακτα με τη λέξη… δρόμο και δουλειά!
Εφημερίδα «Ακρόπολις», 25 Δεκ. 1896
Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος – Διηγήματα για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά
Το διάβασα στο Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Σα να ήταν σταλμένος από το Θεό, για να λύσει το ζήτημα της πεντάρας, ανάμεσα στον πελάτη και το παιδί του μαγαζιού, κάθισε κοντά στον Παύλο και άρχισε τέτοια κουβέντα, που ήταν βέβαια συνέχεια των δικών του συλλογισμών, όμως στον Παύλο φάνηκαν σα να υπερασπιζόταν τα δικά του παράπονα.
— Πού σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπε, ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ’ Άη-Νικολάου δουλέψαμε, τ’ Άη-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχονται Χριστούγεννα και θαρρώ πως θα δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα…
— Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται, πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουνε διορισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσια τις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε εβδομάδες και μήνες τις καθημερινές.
— Είναι και η τεμπελιά στο μέσο, είπε με πονηρή αυθάδεια το παιδί του καπηλειού, που επωφελήθηκε από μια στιγμή, που ο αφέντης του είχε συζήτηση στο κατώφλι της πόρτας και δεν μπορούσε ν’ ακούσει.
—Ας είναι, τι να σου κάνει η προκομάδα και η τεμπελιά; είπε ο Δημήτρης. Το σωστό είναι πολλά κεσάτια και λίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρό-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας, ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γιος μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ’ όλα αυτά δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για τη σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για το μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της, ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή.
— Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, είπε ο Παυλέτος, απαντώντας στις δικές του σκέψεις. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαριά, ρευματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζεις τα τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πια, άργασε…
— Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλο, αυθα-δίασε πάλι ο νεαρός, υπονοώντας ίσως τις σκηνές ανάμεσα στον Παύλο και το γυναικάδελφό του.
Έπειτα μπήκε ο κάπελας. Ο μαστρο-Δημήτρης έφυγε, να συνεχίσει την εργασία του και η συζήτηση σταμάτησε.
Ο μάστρο-Παύλος αφέθηκε στις φαντασίες του. Σάββατο σήμερα, μεθαύριο παραμονή, την άλλη Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεφτά για ν’ αγοράσει ένα γαλόπουλο, να κάνει κι αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, όπως όλοι! Μετανοούσε τώρα πικρά, που δεν πήγε τις τελευταίες μέρες στα βυρσοδεψεία να δουλέψει και να βγάλει λίγα λεφτά, για να περάσει φτωχικά τις γιορτές. «Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαριά, κόπιασε να αργάζεις τομάρια! Το δικό μας το τομάρι θέλει άργασμα!»
Είχε ακούσει το λαϊκό μύθο για τον τεμπέλη, που πήγαινε να τον κρεμάσουν και που συμφωνούσε να ζήσει με τον όρο να είναι «βρεμένο το παξιμάδι». Γνώριζε και την άλλη ιστορία για το τεμπελχανιό, που το ίδρυσε, λένε, ο Μεχμέτ Αλής στην πατρίδα του, την Καβάλα. Εκεί, επειδή το κακό είχε παραγίνει, ο επιστάτης σοφίστηκε να στρώνει μια ψάθα, που πάνω σ’ αυτήν ανάγκαζε τους άεργους να ξαπλώνουν. Έπειτα έβαζε φωτιά στην ψάθα. Όποιος προτιμούσε να καεί, παρά να σηκωθεί από τη θέση του, ήταν σωστός τεμπέλης, και είχε δικαίωμα να φάει δωρεάν το πιλάφι. Όποιος σηκωνόταν και έφευγε από τη φωτιά, δεν ήταν σωστός τεμπέλης και έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, σκεπτόταν ο μασιρο-Παύλος, και κανείς απ’ αυτούς να μην ιδρύσει κάτι παρόμοιο στην Αθήνα!
Ο μάστρο-Παυλάκης τριγύριζε άσκοπα ακόμα δυο μέρες και την άλλη ήταν παραμονή. Το γαλόπουλο δε σταματούσε να το ονειροπολεί και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευτεί;
Αφού νύχτωσε, διωγμένος καθώς ήταν από το σπίτι, αποτόλμησε και ήρθε από ένα πλάγιο δρομάκι και ήταν έτοιμος να χωθεί στο καπηλειό. Ο νους του ήταν κολλημένος στο γαλόπουλο. Θα χρησίμευε αυτό, αν το είχε, και σα μέσο συμφιλίωσης με τη γυναίκα του.
Εκεί, καθώς στράφηκε να μπει στο καπηλειό, βλέπει ένα παιδί της αγοράς, με μια κοφίνα στους ώμους, που φαινόταν ακριβώς να περιέχει ένα γάλο, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρο και άλλα καλά πράγματα. Το παιδί κοίταζε δεξιά και αριστερά και φαινόταν να αναζητάει κάποιο σπίτι. Ήταν έτοιμο να μπει στο καπηλειό για να ρωτήσει. Έπειτα είδε τον Παύλο και στράφηκε σ’ αυτόν:
— Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, πού είναι εδώ χάμω το σπίτι του κυρ-Θανάση του Μπελιόπουλου;
—Του κυρ-Θανάση του Μπε…
Αστραπή, σαν ιδέα, έλαμψε στο μυαλό του Παύλου.
— Μούπε τον αριθμό και τον ξέχασα. Τώρα γρήγορα έπιασε σπίτι εδώ χάμω, σ’ αυτό το δρόμο… τον είχα μουστερή από πρώτα… μπροστύτερα καθόταν πάρα πέρα, στο Γεράνι.
—Του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου! αυτοσχέδιασε ο μάστρο-Παύλος· να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξεις την κυρα-Παύλαινα, μέσα στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο… αυτή είναι η νοικοκυρά του… πώς να πω; είναι η γενιά του… την έχει λύσε-δέσε, σ’ όλα τα πάντα… οικονόμισ-σα στο νοικοκυριό του… είναι κουνιάδα του, μαθές θέλω να πω, ανιψιό του… φώναξέ την και δώσε της τα ψώνια.
Και αφού προχώρησε ο ίδιος πέντε βήματα, προς την πόρτα της αυλής, έκανε πως φώναξε:
— Κυρά-Παύλαινα, κόπιασ’ εδώ να πάρεις τα ψώνια, που σου στέλνει ο κύριος… ο αφέντης σου.
Καλά ήρθαν τα πράγματα ως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τα χέρια του και αισθανόταν στη μύτη του τη μυρωδιά του ψητού γάλου. Και δεν τον ένοιαζε τόσο για το γάλο, αλλά θα συμφιλιωνόταν με τη γυναίκα του. Τη νύχτα την πέρασε σε ένα ολονύχτιο καφενείο και το πρωί πήγε στην εκκλησία.
Όλη τη μέρα προσκολλήθηκε σε μια συντροφιά, έπειτα σε μια άλλη παλιών γνωστών του, στο καπηλειό, που έμενε τις περισσότερες ώρες ανοιχτό, με τα παράθυρα κλεισμένα, και πέρασε με λίγους μεζέδες και αρκετά κεράσματα.
Το βράδυ, αφού νύχτωσε, πήγε με τόλμη από το πολύ πιοτό και από τη θύμηση του γάλου και χτύπησε την πόρτα της οικογένειάς του. Η πόρτα ήταν κλεισμένη από μέσα.
— Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, φώναξε απ’ έξω, χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλε;
Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Όλη η αυλή ήταν ήσυχη. Τα ισόγεια, οι τρώγλες, τα κοτέτσια της κυρα-Στρατίνας, όλα κοιμούνταν. Ο σκύλος μόνο γνώρισε το μαστρο-Παύλο, έγρυξε λίγο και πάλι ησύχασε.
Υπήρχαν εκεί εκτός από τρεις ή τέσσερις οικογένειες, που κατοικούσαν στ’ ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσερις γάτες, δυο γαλοπούλες και πολλά ζευγάρια περιστέρια. Οι δυο γίδες κοιμούνταν βαθιά στο σκεπασμένο μαντράκι τους, οι κότες κακάριζαν πνιχτά στα κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζευτεί στους περιστερώνες έντρομα από το κυνήγι που άρχιζαν εναντίον τους τη νύχτα οι γάτες. Όλοι αυτοί οι θόρυβοι ήταν το ροχάλισμα της κοιμισμένης αυλής.
Αμέσως ακούστηκε κρότος βημάτων στο σπίτι.
— Ε, μάστρο-Παύλε, είπε πλησιάζοντας η κυρα-Στρατίνα, νάχουμε και καλό ρώτημα… Τι γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μώχεις, ασίκη μου; Είδαμε και πάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μην προσβαλθεί το σπίτι… Εκείνος που ήταν δικός του ο γάλος, ήρθε μεσάνυχτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζε όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά… κλειδώθηκε μες την κάμαρα, και δεν ήξευρε τι να κάμει… Είπε και ο κουνιάδος σου… καλό κελεπούρι ήτανε κι αυτό, μαθές… και επέρασε η φαμίλια σου όλη την ημέρα κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβο μην ξαναέρθει εκείνος πούχε το γάλο και μας φέρει και την αστυνομία… ήταν φόβος να μην προσβαλθεί κι εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοια αστεία να μην τα κάνεις, μάστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπει από το σπίτι μου, εμένα, τ’ άκουσες;
Ο μάστρο-Παύλος ρώτησε δειλά:
—Τώρα… είναι μέσα η φαμίλια μου;
— Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, για το φόβο των Ιουδαίων. Κοίταξε, μη σε νιώσει από πουθενά, κείνος ο σκιάς88 ο κουνιάδος σου, πάλε…
— Είναι μέσα;
— Ή μέσα είναι, ή όπου είναι έφτασε… να’ κάπου ακούω τη φωνή του.
Ακούστηκε, πράγματι, μια φωνή εκεί κοντά, που δεν υποσχόταν καλά για το νυχτερινό επισκέπτη.
— Ε, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος…
Ποιος ήταν αυτός που μίλησε, άγνωστο. Τσως να ήταν ο μαστρο-Δημήτρης ο γείτονας. Μπορεί να ήταν και ο φόβερός γυναικάδελφος του μάστρο-Παύλου.
— Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παραπονέθηκε ωστόσο ο άνθρωπός μας.
—Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβε η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα. Άφσε τα αυτά. Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παληκάρια. Ό,τι έγινε-έγινε, να πας να δουλέψεις να μου φέρεις εμένα τα νοίκια μου. Τ’ ακούς;
—Τ’ ακούω.
—Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, τη θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε.
Ακούστηκε από μέσα βραχνό μουρμουρητό, έπειτα φωνή μικρού παιδιού είπε.
— Την υγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμελόκυλο, κακέ πατέλα! Τόνε φάαμε το λάλο. Να, πάλε κι εσύ πέντε, κι άλλα πέντε δέκα!
Προφανώς ήταν μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, που είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάζει αυτά.
— Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, είπε η Στρατίνα. Το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!…
Ακούστηκε κρότος, σα να σηκώθηκε κάποιος από μέσα και να πλησίαζε με βήμα βαρύ προς την πόρτα.
— Δρόμο, επανέλαβε μηχανικά ο Παύλος, που συμμορφώθηκε έμπρακτα με τη λέξη… δρόμο και δουλειά!
Εφημερίδα «Ακρόπολις», 25 Δεκ. 1896
Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος – Διηγήματα για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά
Το διάβασα στο Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου