Σαν σήμερα,στις 22 Μαΐου του 1917, γεννήθηκε ο Στέλιος Ανεμοδουράς. Δημοσιογράφος, εκδότης και συγγραφέας του ιστορικού αναγνώσματος και περιοδικού "Ο Μικρός Ήρως" (με το ψευδώνυμο Θάνος Αστρίτης). Ο Γιώργος Θαλάσσης, η Κατερίνα, ο Σπίθας. Ας ξαναθυμηθούμε (οι μεγαλύτεροι) τις πρώτες παραγράφους του πρώτου τεύχους αυτού του τόσο αγαπημένου αναγνώσματος χιλιάδων παιδιών κι όχι μόνο (ακολουθεί απόσπασμα από το 1ο τεύχος του περιοδικού με τίτλο "Ελεύθερος σκλάβος" )
Ένα παλικάρι πεθαίνει!
Είναι νύχτα. Μια ξάστερη, γλυκιά ανοιξιάτικη νύχτα. Χιλιάδες ασημένια άστρα τρεμοπαίζουν γλυκά πάνω από την κοιμισμένη Αθήνα, σαν να προκαλούν τους κατοίκους της να βγουν έξω και να χαρούν την ομορφιά της νύχτας. Μα οι κάτοικοι τής Αθήνας δεν βγαίνουν από τα σπίτια τους Ξέρουν ότι μέσα στη γλυκιά νύχτα παραμονεύει ο θάνατος!
Δεν είναι ελεύθεροι! Είναι σκλάβοι πού στενάζουν κάτω από την μπότα του σκληρού Γερμανού και το μαστίγιο τού νικημένου Ιταλού! Είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους και περιμένουν. Περιμένουν με αγωνία μήπως ακούσουν το χτύπημα του θανάτου, το χτύπημα των Γερμανών στην πόρτα τους!
Και περιμένουν με λαχτάρα τη Μεγάλη Στιγμή, όταν πίσω από τα μαύρα σύννεφα τής σκλαβιάς θα ξεπηδήσει ο ήλιος της Ελευθερίας!..
Ξαφνικά, μέσα στην ήσυχη νύχτα, ποδοβολητά αντηχούν. Μπότες, βροντούν υπόκωφα τρέχοντας πάνω στην άσφαλτο. Δυνατές κραυγές σε γερμανική γλώσσα ακούγονται.
Ένας άνθρωπος τρέχει μέσα σ’ ένα σκοτεινό δρόμο.
Πίσω του τρέχουν άλλοι άνθρωποι. Μ’ όλο το σκοτάδι, ξεχωρίζει κανείς εύκολα τη στολή τους. Είναι Γερμανοί. Τέσσερις στρατιώτες κι ένας αξιωματικός!
— Στάσου!, ουρλιάζει ο αξιωματικός στον άνθρωπο πού τρέχει μπροστά! Θα πυροβολήσουμε !
Μα ο άνθρωπος δεν σταματάει. Τρέχει ακόμα πιο γρήγορα. ’Ακόμα πιο τρελά.
— Πυρ!, μουγκρίζει ο Γερμανός.
Πυροβολισμοί αντηχούν βροντερά. Σφαίρες σφυρίζουν πάνω από το κεφάλι του ανθρώπου πού φεύγει, κάνοντάς τον να σκύβει.
Φτάνει σε μια γωνία. Στρίβει αριστερά και μπαίνει σ’ ένα δρομάκο.
Αυτό είναι ένα μοιραίο σφάλμα. Γιατί ό δρομάκος είναι τυφλός. Αδιέξοδος. Ένα σπίτι τον φράζει στο βάθος, σχηματίζοντας έτσι ένα είδος παγίδας!
Ο κυνηγημένος άνθρωπος βρίσκεται έτσι παγιδευμένος!
Ενώ οι Γερμανοί τρέχουν προς το μέρος του πυροβολώντας, αυτός κοιτάζει γύρω ζητώντας νά βρει κάποιο τρόπο νά ξεφύγει.
Βλέπει μια ψηλή μάντρα. Πίσω της είναι ένα άχτιστο οικόπεδο. Αν πηδούσε τη μάντρα, θα κατάφερνε ίσως να βγει σε κανέναν άλλο δρόμο και να ξεφύγει!
Μ’ ένα πήδημα αρπάζεται από τήν κορυφή τού τοίχου. “Ένα ουρλιαχτό πόνου βγαίνει από τό στήθος του. Στον τοίχο είναι μπηγμένα σπασμένα γυαλιά, που χώνονται στά χέρια του κατακόβοντάς τα!
Μα ο δυστυχισμένος άνθρωπος δεν παρατάει τον τοίχο. Ξέρει ότι, αν τον πιάσουν οι Γερμανοί, θα πεθάνει με φριχτά βασανιστήρια!
Τα μπράτσα του συσπώνται απότομα. Τό κορμί του πετάγεται προς τα πάνω καί βρίσκεται καθισμένο στή ράχη τού τοίχου.
Την ίδια στιγμή μιά σφαίρα από τα πιστόλια τών Γερμανών χτυπάει τον φυγάδα στον αριστερό ώμο!
Τα δόντια του ανθρώπου σφίγγονται από τον πόνο καί τό κορμί του λικνίζεται μπρος πίσω καί πάει νά πέσει.
Μα κατορθώνει νά διατηρήσει την ισορροπία του. Ενώ οι Γερμανοί πλησιάζουν πυροβολώντας πάντα και ουρλιάζοντας μέ μανία, ο τραυματίας χώνει το δεξιό του χέρι στην τσέπη του και το ξαναβγάζει γοργά.
Το χέρι του είναι τώρα οπλισμένο μ’ ένα πιστόλι!
Τό δάχτυλό του πιέζει δυο φορές τη σκανδάλη. Δύο μικρές κοκκινοκίτρινες φλογίτσες ξεπηδούν από την κάννη του πιστολιού.
Ένας από τούς Γερμανούς σταματάει απότομα. Μένει ακίνητος, με το κεφάλι μισοσκυμμένο σαν νά προσπαθεί να θυμηθεί κάτι. Έπειτα σαν να τού ήρθε ξαφνικά η επιθυμία να χορέψει, τεντώνει τό κορμί του, κάνει μια στροφή γύρω από τον εαυτό του, διπλώνεται στα δύο, γονατίζει καί ξαπλώνεται απαλά χάμω!
Μένει ασάλευτος, με μια σφαίρα καρφωμένη ατό στήθος!
Ο κυνηγημένος πηδάει από την άλλη μεριά του τοίχου καί τρέχει με ασταθή βήματα προς το βάθος τού άκτιστου οικοπέδου.
Μα δεν προλαβαίνει να προχωρήσει πολύ.
Ένας Γερμανός κάνει σκαμνάκι στη βάση τού τοίχου.
Ο Αξιωματικός πατάει στην πλάτη του και προβάλλει το κεφάλι του πάνω από τον τοίχο. Σηκώνει το πιστόλι του, σημαδεύει με προσοχή και πιέζει τη σκανδάλη.
Χτυπημένος από τη σφαίρα τού Γερμανού στο κεφάλι, ο άνθρωπος πέφτει!
Οι Γερμανοί, ο ένας μετά τον άλλο, πηδούν τη μάντρα και τρέχουν κοντά του.
Ο αξιωματικός σκύβει και ρίχνει στον άνθρωπο το φως του φαναριού του, φωτίζοντας ένα όμορφο νεανικός καί μελαχρινό πρόσωπο, όπου έχει κιόλας απλωθεί ή χλωράδα τού θανάτου.
— Είναι νεκρός!, λέει ο αξιωματικός, με λύσσα. Έπρεπε να τον πιάσουμε ζωντανό, γιατί ό άνθρωπος αυτός ήταν ένας από τους πιο επικίνδυνους Έλληνες κατασκόπους των Αγγλοαμερικανών και ήξερε πολλά πράγματα ! "Ας είναι όμως... Γλυτώσαμε, τουλάχιστον, από ένα τρομερό αντίπαλο!
Ψάχνει, τις τσέπες τού νεκρού, ενώ ένας στρατιώτης τού φέγγει με το φανάρι.
Ξαφνικά, ό αξιωματικός αφήνει μια κραυγή χαράς και θριάμβου και σηκώνεται όρθιος κρατώντας ένα χαρτί κι ένα μικρό σημειωματάριο
— Η επιτυχία μας, λέει είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο περίμενα! Όλα όσα θα μπορούσε να μας πει ο άνθρωπος αυτός είναι γραμμένα σ’ αυτό τό χαρτί! Είναι ένας κατάλογος όλων των πρακτόρων μέ τούς όποιους συνεργαζόταν! Βέβαια, τα ονόματα είναι γραμμένα κρυπτογραφικά, άλλα μέσα σ’ αυτό τό σημειωματάριο υπάρχει ό κρυπτογραφικός κώδικας!
Γυρίζει στους τρεις στρατιώτες:
— Πηγαίνετε να φέρετε ένα αυτοκίνητο για να πάρετε από αιδώ το πτώμα και τον σύντροφό μας πού τραυματίσθηκε. Εγώ πηγαίνω στο σπίτι μου για να προσπαθήσω να αποκρυπτογραφήσω τον κατάλογο αυτό! Σε λίγο, ολόκληρη ή κατασκοπευτική αυτή οργάνωση θα έχει πέσει στα χέρια μας! Χάϊλ Χίτλερ!
— Χάϊλ Χίτλερ!, φωνάζουν και οι στρατιώτες τεντώνοντας το δεξιό τους χέρι.
Ενώ οι Γερμανοί τρέχουν προς το μέρος του πυροβολώντας, αυτός κοιτάζει γύρω ζητώντας νά βρει κάποιο τρόπο νά ξεφύγει.
Βλέπει μια ψηλή μάντρα. Πίσω της είναι ένα άχτιστο οικόπεδο. Αν πηδούσε τη μάντρα, θα κατάφερνε ίσως να βγει σε κανέναν άλλο δρόμο και να ξεφύγει!
Μ’ ένα πήδημα αρπάζεται από τήν κορυφή τού τοίχου. “Ένα ουρλιαχτό πόνου βγαίνει από τό στήθος του. Στον τοίχο είναι μπηγμένα σπασμένα γυαλιά, που χώνονται στά χέρια του κατακόβοντάς τα!
Μα ο δυστυχισμένος άνθρωπος δεν παρατάει τον τοίχο. Ξέρει ότι, αν τον πιάσουν οι Γερμανοί, θα πεθάνει με φριχτά βασανιστήρια!
Τα μπράτσα του συσπώνται απότομα. Τό κορμί του πετάγεται προς τα πάνω καί βρίσκεται καθισμένο στή ράχη τού τοίχου.
Την ίδια στιγμή μιά σφαίρα από τα πιστόλια τών Γερμανών χτυπάει τον φυγάδα στον αριστερό ώμο!
Τα δόντια του ανθρώπου σφίγγονται από τον πόνο καί τό κορμί του λικνίζεται μπρος πίσω καί πάει νά πέσει.
Μα κατορθώνει νά διατηρήσει την ισορροπία του. Ενώ οι Γερμανοί πλησιάζουν πυροβολώντας πάντα και ουρλιάζοντας μέ μανία, ο τραυματίας χώνει το δεξιό του χέρι στην τσέπη του και το ξαναβγάζει γοργά.
Το χέρι του είναι τώρα οπλισμένο μ’ ένα πιστόλι!
Τό δάχτυλό του πιέζει δυο φορές τη σκανδάλη. Δύο μικρές κοκκινοκίτρινες φλογίτσες ξεπηδούν από την κάννη του πιστολιού.
Ένας από τούς Γερμανούς σταματάει απότομα. Μένει ακίνητος, με το κεφάλι μισοσκυμμένο σαν νά προσπαθεί να θυμηθεί κάτι. Έπειτα σαν να τού ήρθε ξαφνικά η επιθυμία να χορέψει, τεντώνει τό κορμί του, κάνει μια στροφή γύρω από τον εαυτό του, διπλώνεται στα δύο, γονατίζει καί ξαπλώνεται απαλά χάμω!
Μένει ασάλευτος, με μια σφαίρα καρφωμένη ατό στήθος!
Ο κυνηγημένος πηδάει από την άλλη μεριά του τοίχου καί τρέχει με ασταθή βήματα προς το βάθος τού άκτιστου οικοπέδου.
Μα δεν προλαβαίνει να προχωρήσει πολύ.
Ένας Γερμανός κάνει σκαμνάκι στη βάση τού τοίχου.
Ο Αξιωματικός πατάει στην πλάτη του και προβάλλει το κεφάλι του πάνω από τον τοίχο. Σηκώνει το πιστόλι του, σημαδεύει με προσοχή και πιέζει τη σκανδάλη.
Χτυπημένος από τη σφαίρα τού Γερμανού στο κεφάλι, ο άνθρωπος πέφτει!
Οι Γερμανοί, ο ένας μετά τον άλλο, πηδούν τη μάντρα και τρέχουν κοντά του.
Ο αξιωματικός σκύβει και ρίχνει στον άνθρωπο το φως του φαναριού του, φωτίζοντας ένα όμορφο νεανικός καί μελαχρινό πρόσωπο, όπου έχει κιόλας απλωθεί ή χλωράδα τού θανάτου.
— Είναι νεκρός!, λέει ο αξιωματικός, με λύσσα. Έπρεπε να τον πιάσουμε ζωντανό, γιατί ό άνθρωπος αυτός ήταν ένας από τους πιο επικίνδυνους Έλληνες κατασκόπους των Αγγλοαμερικανών και ήξερε πολλά πράγματα ! "Ας είναι όμως... Γλυτώσαμε, τουλάχιστον, από ένα τρομερό αντίπαλο!
Ψάχνει, τις τσέπες τού νεκρού, ενώ ένας στρατιώτης τού φέγγει με το φανάρι.
Ξαφνικά, ό αξιωματικός αφήνει μια κραυγή χαράς και θριάμβου και σηκώνεται όρθιος κρατώντας ένα χαρτί κι ένα μικρό σημειωματάριο
— Η επιτυχία μας, λέει είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο περίμενα! Όλα όσα θα μπορούσε να μας πει ο άνθρωπος αυτός είναι γραμμένα σ’ αυτό τό χαρτί! Είναι ένας κατάλογος όλων των πρακτόρων μέ τούς όποιους συνεργαζόταν! Βέβαια, τα ονόματα είναι γραμμένα κρυπτογραφικά, άλλα μέσα σ’ αυτό τό σημειωματάριο υπάρχει ό κρυπτογραφικός κώδικας!
Γυρίζει στους τρεις στρατιώτες:
— Πηγαίνετε να φέρετε ένα αυτοκίνητο για να πάρετε από αιδώ το πτώμα και τον σύντροφό μας πού τραυματίσθηκε. Εγώ πηγαίνω στο σπίτι μου για να προσπαθήσω να αποκρυπτογραφήσω τον κατάλογο αυτό! Σε λίγο, ολόκληρη ή κατασκοπευτική αυτή οργάνωση θα έχει πέσει στα χέρια μας! Χάϊλ Χίτλερ!
— Χάϊλ Χίτλερ!, φωνάζουν και οι στρατιώτες τεντώνοντας το δεξιό τους χέρι.
Στην υπηρεσία ενός νεκρού
Οι Γερμανοί απομακρύνονται αφήνοντας τον νεκρό μόνο μέσα στη νύχτα, κάτω από τα ασημένια άστρα που τρεμοπαίζουν ψηλά...
Περνούν μερικές στιγμές, ξαφνικά, μιά σιλουέτα πηδάει τον τοίχο, από την άλλη μεριά τού οικοπέδου, και προχωρεί σκυφτά προς το θύμα των Γερμανών.
Είναι ένα παιδί. Ένα μελαχρινό παιδί δώδεκα ή δεκατριών χρονών, με μαύρα μαλλιά, γεροδεμένο σώμα και πονηρό προσωπάκι. Τα μάτια του λάμπουν ζωηρά από αγωνία μέσα στο σκοτάδι.
Το παιδί γονατίζει κοντά στον "Έλληνα πράκτορα. Δυο πικρά, καφτά δάκρυα κυλούν από τα μάτια του και σταλάζουν πάνω στο πρόσωπο του νεκρού.
Το παιδί πού μένει κάπου εκεί κοντά, είχε ακούσει τούς πυροβολισμούς και είχε τρέμει για να δει τι συνέβαινε.
Έτσι είχε παρακολουθήσει, κρυμμένο πίσω από τον τοίχο, τη συμπλοκή και το θάνατο τού Έλληνα κατασκόπου!
Η ψυχή του, ψυχή ενός περήφανου Ελληνόπουλου που διψάει για Ελευθερία, ματώνει από πόνο καθώς σκύβει πάνω στο θύμα των τυράννων.
— Ο καημένος!, μουρμουρίζει Είναι τόσο νέος, τόσο...
Σωπαίνει. Ένα βογκητό βγαίνει από το στήθος τού ανθρώπου. Δεν έχει ακόμα πεθάνει!
Ανοίγει τα μάτια του. Κοιτάζει το παιδικό πρόσωπο πού είναι σκυμμένο επάνω του.
— Ποιος είσαι; ψιθυρίζει αδύναμα
— Ένα Ελληνόπουλο!, απαντά- το παιδί με φωνή πού τρέμει από συγκίνηση. Οι Γερμανοί έφυγαν, μα θα ξαναγυρίσουν! Θα σέ κουβαλήσω...
— Μη με πειράξεις, γιατί θα πεθάνω αμέσως, λέει με δυσκολία ό μελλοθάνατος
Βάλε μόνο τό χέρι σου στην εσωτερική αριστερή τσέπη του σακακιού μου. Θα βρεις ένα χαρτί κι’ ένα σημειωματάριο.
— Δεν είναι πια εκεί. Τα πήρε ό αξιωματικός. Τον είδα κρυμμένος πίσω από τον τοίχο! Είναι ένας κατάλογος κι ένας κρυπτογραφικός κώδικας, δεν είν’ έτσι;
— Ναι. Πώς το ξέρεις;
— Άκουσα το Γερμανό νά τό λέει! απαντά το παιδί. Ξέρω γερμανικά. Πηγαίνει τώρα σπίτι του για να αποκρυπτογραφήσει τον κατάλογο!
— Θεέ μου!, μουρμουρίζει ό πληγωμένος. Τι να κάνω; Αν δεν ειδοποιηθούν οι άλλοι, θα πιαστούν όλοι από τους Γερμανούς και θα εκτελεσθούν!
— Δεν μπορώ νά βοηθήσω εγώ σέ τίποτα; ρωτάει το παιδί με μάτια πού λάμπουν.
— Εσύ! "Ένα παιδί... Μα για στάσου! Βέβαια! Μπορείς να πας σ’ ένα σπίτι όχι πολύ μακριά από δω, και να ειδοποιήσεις κάποιον;
— Μπορώ!
— Μπράβο, παιδί μου! Άκουσε: Θα πας στο σπίτι αριθμός 313 τής οδού Γεράκη και θα ζητήσεις κάποιον κ. Θωμά Χαρίτο. Θα τού πεις: «Σάς εύχομαι χρόνια πολλά!». Αυτός θα σού απαντήσει: «Χρόνια πολλά σε σένα!» "Έτσι θα καταλάβεις πώς είναι ό άνθρωπος που ζητείς. Θα τού πεις τότε: «Με στέλνει ό Ίκαρος. Τον σκότωσαν απόψε. Τα παιδιά πρέπει νά ειδοποιηθούν γιατί ο κατάλογος είναι στα χέρια τού Γερμανού ταγματάρχη Χάνς Μόλερτερ. Μένει στην οδό Ανατολής αριθμός 11α. 'Προσπαθήστε να τον πάρετε πίσω!» Θα του πεις επίσης ότι... ότι...
Η φωνή του πληγωμένου σβήνει σιγά-σιγά. Τό στόμα του μένει ανοιχτό. Τα μάτια του ορθάνοικτα, κοιτάζουν τα άστρα χωρίς νά βλέπουν. Είναι τώρα νεκρός! Πραγματικά νεκρός!
Ένας λυγμός φουσκώνει τό στήθος τού παιδιού. ’Ενώ άφθονοι δάκρυα κυλούν στα μάγουλά του, απλώνει τό χέρι του και κλείνει για πάντα τα μάτια τού παλικαριού, πού πρόσφερε τη ζωή του για την Ελευθερία της πατρίδας του!
Έπειτα, με το χέρι ακουμπισμένο στο στήθος τού νεκρού κάνει έναν όρκο:
— Εγώ ο Γιώργος Θαλάσσης, ορκίζομαι να αφιερώσω τη ζωή μου στην υπηρεσία τής πατρίδας μου! ‘Ορκίζομαι να κάνω ότι μπορέσω για να προστατεύσω τούς συμπατριώτες μου από τούς απάνθρωπους τυράννους! Ορκίζομαι να πολεμήσω εναντίων των βαρβάρων επιδρομέων ώσπου να δω την Ελλάδα ελεύθερη και ευτυχισμένη!
Το διάβασα στο http://antikleidi.com
Οι Γερμανοί απομακρύνονται αφήνοντας τον νεκρό μόνο μέσα στη νύχτα, κάτω από τα ασημένια άστρα που τρεμοπαίζουν ψηλά...
Περνούν μερικές στιγμές, ξαφνικά, μιά σιλουέτα πηδάει τον τοίχο, από την άλλη μεριά τού οικοπέδου, και προχωρεί σκυφτά προς το θύμα των Γερμανών.
Είναι ένα παιδί. Ένα μελαχρινό παιδί δώδεκα ή δεκατριών χρονών, με μαύρα μαλλιά, γεροδεμένο σώμα και πονηρό προσωπάκι. Τα μάτια του λάμπουν ζωηρά από αγωνία μέσα στο σκοτάδι.
Το παιδί γονατίζει κοντά στον "Έλληνα πράκτορα. Δυο πικρά, καφτά δάκρυα κυλούν από τα μάτια του και σταλάζουν πάνω στο πρόσωπο του νεκρού.
Το παιδί πού μένει κάπου εκεί κοντά, είχε ακούσει τούς πυροβολισμούς και είχε τρέμει για να δει τι συνέβαινε.
Έτσι είχε παρακολουθήσει, κρυμμένο πίσω από τον τοίχο, τη συμπλοκή και το θάνατο τού Έλληνα κατασκόπου!
Η ψυχή του, ψυχή ενός περήφανου Ελληνόπουλου που διψάει για Ελευθερία, ματώνει από πόνο καθώς σκύβει πάνω στο θύμα των τυράννων.
— Ο καημένος!, μουρμουρίζει Είναι τόσο νέος, τόσο...
Σωπαίνει. Ένα βογκητό βγαίνει από το στήθος τού ανθρώπου. Δεν έχει ακόμα πεθάνει!
Ανοίγει τα μάτια του. Κοιτάζει το παιδικό πρόσωπο πού είναι σκυμμένο επάνω του.
— Ποιος είσαι; ψιθυρίζει αδύναμα
— Ένα Ελληνόπουλο!, απαντά- το παιδί με φωνή πού τρέμει από συγκίνηση. Οι Γερμανοί έφυγαν, μα θα ξαναγυρίσουν! Θα σέ κουβαλήσω...
— Μη με πειράξεις, γιατί θα πεθάνω αμέσως, λέει με δυσκολία ό μελλοθάνατος
Βάλε μόνο τό χέρι σου στην εσωτερική αριστερή τσέπη του σακακιού μου. Θα βρεις ένα χαρτί κι’ ένα σημειωματάριο.
— Δεν είναι πια εκεί. Τα πήρε ό αξιωματικός. Τον είδα κρυμμένος πίσω από τον τοίχο! Είναι ένας κατάλογος κι ένας κρυπτογραφικός κώδικας, δεν είν’ έτσι;
— Ναι. Πώς το ξέρεις;
— Άκουσα το Γερμανό νά τό λέει! απαντά το παιδί. Ξέρω γερμανικά. Πηγαίνει τώρα σπίτι του για να αποκρυπτογραφήσει τον κατάλογο!
— Θεέ μου!, μουρμουρίζει ό πληγωμένος. Τι να κάνω; Αν δεν ειδοποιηθούν οι άλλοι, θα πιαστούν όλοι από τους Γερμανούς και θα εκτελεσθούν!
— Δεν μπορώ νά βοηθήσω εγώ σέ τίποτα; ρωτάει το παιδί με μάτια πού λάμπουν.
— Εσύ! "Ένα παιδί... Μα για στάσου! Βέβαια! Μπορείς να πας σ’ ένα σπίτι όχι πολύ μακριά από δω, και να ειδοποιήσεις κάποιον;
— Μπορώ!
— Μπράβο, παιδί μου! Άκουσε: Θα πας στο σπίτι αριθμός 313 τής οδού Γεράκη και θα ζητήσεις κάποιον κ. Θωμά Χαρίτο. Θα τού πεις: «Σάς εύχομαι χρόνια πολλά!». Αυτός θα σού απαντήσει: «Χρόνια πολλά σε σένα!» "Έτσι θα καταλάβεις πώς είναι ό άνθρωπος που ζητείς. Θα τού πεις τότε: «Με στέλνει ό Ίκαρος. Τον σκότωσαν απόψε. Τα παιδιά πρέπει νά ειδοποιηθούν γιατί ο κατάλογος είναι στα χέρια τού Γερμανού ταγματάρχη Χάνς Μόλερτερ. Μένει στην οδό Ανατολής αριθμός 11α. 'Προσπαθήστε να τον πάρετε πίσω!» Θα του πεις επίσης ότι... ότι...
Η φωνή του πληγωμένου σβήνει σιγά-σιγά. Τό στόμα του μένει ανοιχτό. Τα μάτια του ορθάνοικτα, κοιτάζουν τα άστρα χωρίς νά βλέπουν. Είναι τώρα νεκρός! Πραγματικά νεκρός!
Ένας λυγμός φουσκώνει τό στήθος τού παιδιού. ’Ενώ άφθονοι δάκρυα κυλούν στα μάγουλά του, απλώνει τό χέρι του και κλείνει για πάντα τα μάτια τού παλικαριού, πού πρόσφερε τη ζωή του για την Ελευθερία της πατρίδας του!
Έπειτα, με το χέρι ακουμπισμένο στο στήθος τού νεκρού κάνει έναν όρκο:
— Εγώ ο Γιώργος Θαλάσσης, ορκίζομαι να αφιερώσω τη ζωή μου στην υπηρεσία τής πατρίδας μου! ‘Ορκίζομαι να κάνω ότι μπορέσω για να προστατεύσω τούς συμπατριώτες μου από τούς απάνθρωπους τυράννους! Ορκίζομαι να πολεμήσω εναντίων των βαρβάρων επιδρομέων ώσπου να δω την Ελλάδα ελεύθερη και ευτυχισμένη!
Το διάβασα στο http://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου