Σάββατο του Λαζάρου, σήμερα, κι εδώ στα χωριά μας στο Πήλιο, τα κοριτσάκια με τα ανθοστολισμένα καλαθάκια τους, οι λεγόμενες Λαζαρίνες, βγαίνουν στις γειτονιές να τραγουδήσουν το Λάζαρο, να τραγουδήσουν την ανάσταση και τον ερχομό της άνοιξης, ενώ αρκετοί νοικοκυραίοι, πέρα από το καθιερωμένο πλέον χαρτζιλίκι που θα τους φιλέψουν, θα γεμίσουν τ'αδειανά τους λουλουδάτα καλαθάκια με λευκά αυγά για να τα βάψουν οι μανάδες τους τη μεγάλη Πέμπτη.
"Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια,
ήρθ' η Κυριακή που τρων τα ψάρια.
Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθ' η μάνα σου από την Πόλη
σού'φερε χαρτί και κόμπολόι.
-Το χαρτάκι σου τί γράφει μέσα;
-Γράφει Θόδωρος, γράφει Δημήτρης,
γράφει λέμονια και κυπαρίσσι.
Οι κοτίτσες σας αυγά γεννούνε,
οι φωλίτσες σας δεν τα χωρούνε,
δώστε μας κι εμάς να τα χαρούμε!
Και του χρόνου!"
Ένα από τα λίγα έθιμα που έχουν επιβιώσει στις μέρες μας στο Πήλιο, ένα από τα αγαπημένα μου έθιμα που πριν μερικά χρόνια επιβίωνε σε όλο τον ελλαδικό χώρο με πολλές κι ενδιαφέρουσες παραλλαγές (στους στίχους του τραγουδιού, στην ηλικία και το φύλλο των παιδιών, στο ομοίωμα ή λουλουδοστολισμένο σύμβολο του Λαζάρου, στην τρόπο αναπαράστασης, κ.λ.π.) αλλά πάντα με βασικό γνώρισμα την αναγγελία του επερχόμενης αναστάσεως μετά το θάνατο και, παράλληλα το καλωσόρισμα της ανοίξεως μετά το χειμώνα.... Ένα έθιμο με ρίζες αρχέγονες, αρχαιοελληνικές -αν θυμηθούμε τις εορτές που ελάμβαναν χώρα προς τιμήν του Αδώνιδος- όσο και χριστιανικές, που είναι κρίμα να χαθεί στις μέρες μας, όπως τόσα άλλα, μετά από χιλιάδες χρόνια επιβίωσης στη ζωή και στις παραδόσεις του λαού μας...
Ένα έθιμο συμβολικό που αρωματίζει τη ζωή με ελπίδα και υμνεί την ανάσταση και την άνοιξη.. της ψυχής και της πλάσης.. του ανθρώπου και της φύσης... σημαντικό για τις μέρες μας όσο ποτέ...
(Η τελευταία φωτογραφία, από το βιβλίο "Το δημοτικό τραγούδι στη Μαγνησία" του λαογράφου μας Κώστα Λιάπη.)
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες οι σχετικές καταγραφές του Φιλίππου Βρετάκου, στο βιβλίο του "Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των", όπου έχει συγκεντρώσει υλικό από πολλές και συχνά δυσεύρετες πηγές, για τα έθιμά μας:
Και μια και αναφέρθηκαν τα Λαζαράκια, τα νηστίσιμα ψωμάκια σε σχήμα ανθρώπου που φτιάχναν παλιά οι νοικοκυρές (αλλά ακόμα και σήμερα κυρίως στα νησιά μας) και φιλεύαν τα παιδιά, ας παραθέσω μία συνταγή (από τις διάφορες παραλλαγές που υπάρχουν) για αυτά για όποιον ενδιαφέρεται :
1 κιλό αλεύρι
3/4 του ποτηριού ελαιόλαδο
1 ποτήρι ζάχαρη
1,5 με 2 ποτήρια ζουμί από βρασμένη κανέλα (να είναι χλιαρό - όχι καυτό- όταν το ρίξουμε στο αλεύρι)
1,5 φακελάκι στεγνή μαγιά (αφού τη διαλύσουμε σε λίγο χλιαρό νερό και την αφήσουμε 5 λεπτά να "φουσκώσει")
1 κουταλάκι κοπανισμένα κανελογαρίφαλα
250γρ (ή και περισσότερο) σταφίδες μαύρες
Διαδικασία:
Σε μια λεκανίτσα ρίχνουμε το αλεύρι. Κάνουμε μια λακουβίτσα στο κέντρο και προσθέτουμε τη μαγιά, το λάδι, τη ζάχαρη και ανακατεύοντας προσθέτουμε σιγά-σιγά το κανελόζουμο μέχρι η ζύμη να μπορεί να πλάθεται. Μετά φτιάχνουμε τα "ανθρωπάκια" (στη φωτογραφία είναι παραλλαγές από διάφορα σχέδια που κάνουν, ανάλογα με την τοποθεσία), στην "κοιλίτσα" των οποίων, παραχώνουμε και τις σταφίδες. Τα τοποθετούμε σε λαδωμένο ταψί και τα αφήνουμε να φουσκώσουν περίπου δύο ώρες. Τα βρέχουμε με ζαχαρόνερο και τα αφήνουμε να ψηθούν σε προθερμασμένο φούρνο (180 βαθμούς περίπου) για καμιά ωρίτσα (μέχρι να ροδίσουν). Μερικοί βάζουν και σουσάμι. Για ματάκια, αλλού βάζουν γαρίφαλα, αλλού ρεβύθια, αλλού σταφίδες, κ.λ.π.
(από το "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου" του Ι.Πασσά)
Σε κάθε περιοχή του τόπου μας το έθιμο παράλλαζε.. αλλού τραγουδούσαν μονάχα τα κορίτσια, αλλού οι κοπέλες που ετοιμάζονταν για παντρειά, σε άλλα μέρη ομάδες αγοριών. Όσο για το ομοίωμα του Λαζάρου που κρατούσαν τα παιδιά, αλλού ήταν ένα πάνινο κουκλάκι, αλλού έπαιρνε τη μορφή τσολιά (Κόρινθος), σε άλλες περιοχές αντιστοιχούσε σε ένα σταυρό, ένα στεφάνι ή ακόμα και μια τρυπητή κουτάλα (Σκύρος) ή μια σκούπα (Έβρος) ντυμένη με λουλούδια. Σε χωριά της Ηπείρου, από την άλλη, τ'αγόρια τραγουδούσαν μασκαρεμένα κρατώντας κουδούνια και γιαταγάνια, ενώ στην Κύπρο γινόταν κανονική αναπαράσταση με ένα από τα παιδιά της ομάδας να παριστάνει το Λάζαρο στολισμένο με κίτρινα άνθη. Ένα έθιμο, λοιπόν, που αναβιώνε σε όλη την ελληνική γη, με εντυπωσιακές ιδιαιτερότητες σε κάθε τόπο.
Γράφει ο Δ.Λουκάτος στα "Πασχαλινά και της `Ανοιξης": "Το Σάββατο του Λαζάρου, κινούμενο συνήθως μέσα στις καλύτερες ώρες της `Ανοιξης, ήταν εθιμικά, όπως είναι και ψυχολογικά, ένα χαρούμενο προανάκρουσμα της Μεγάλης Γιορτής, μια θαυμαστή προανάσταση συνανθρώπου, που έφερνε πάντα τους χριστιανικούς λαούς, ιδιαίτερα εμάς τους ανατολικούς, τους πιο βασανισμένους από δουλείες και ξενοκρατίες, πολύ πιο κοντά στην ολοκληρωμένη χαρά της θεϊκής ανάστασης της Λαμπρής, απ'όσο θα την άφηναν οι δύσκολες μέρες του Πάθους."
Γράφει ο τοπικός μας λαογράφος, Κ.Λιάπης στις "Ώρες του Πηλίου"" Οι Λαζαρίνες του Πηλίου αποτελούν μια χαρακτηριστική γραφική νότα καθώς ξεχύνονται σε χαρούμενες συντροφιές πρωί-πρωί την παραμονή ή ανήμερα της γιορτής του Λαζάρου στις μοσχομύριστες γειτονιές, έχοντας στο καλαίσθητο στολισμένο με αγριόκρινους (λαζάρια) καλαθάκι τους την κούκλα ή το πάνινο ομοίωμα του Λαζάρου. Οι δροσερές κοριτσίστικες φωνούλες ακούονται πασίχαρες μέσα στο ανοιξιάτικο πρωινό καθώς τραγουδούν.
Οι παραλλαγές των τραγουδιών με τα οποία οι πηλιορείτισσες Λαζαρίνες χαιρετίζουν το θαύμα της Ανάστασης του Λαζάρου είναι αρκετές, φαινόμενο που αποδείχνει την πλατιά απήχηση που είχε το γεγονός που τις υπόθαλψε στη λαϊκή ψυχή."
- Βρε τον ταλαίπωρο, λέει χαμογελώντας ο Λάζαρος, για ιδές πως φεύγει με το κλεμμένο σταμνί. Ξεχνάει ότι κι αυτός είναι ένα κομμάτι χώμα, όπως και το σταμνί. Τό'να χώμα κλέβει τ'άλλο. Μα δεν είναι να γελούν κι οι πικραμένοι;"
"... Αύριο θα πάω να πω τα Λαζαράκια. Θα πάω μόνη μου, αφού δεν ξέρω άλλα παιδιά να πάμε μαζί. Και θα πάω μόνο εδώ μέσα στην πολυκατοικία. Βρήκα και καλαθάκι.
Στη Σύμη βγαίνουμε παρέες παρέες. Έναν τον ντύνουμε με το σεντόνι Λάζαρο. Κάνει, δηλαδή, τον Αναστημένο Λάζαρο. Κι εμείς πάμε στα σπίτια, λέμε το τροπάριο και μας δίνουν αυγά, που τα βάζουμε στα καλαθάκια μας. Μας δίνουν και Λαζαράκια. Κάτι ψωμάκια, δηλαδή, με καρύδια και μύγδαλα και σουσάμι και μπαχάρια διάφορα. Κι όπως είμαστε απ'τη νηστεία του σαραντάμερου... μας φαίνονται σπουδαία!...
Για αυτό και σήμερα ζυμώσαμε με τη μάνα μου Λαζαράκια. Για τα παιδάκια που θά'ρθουν αύριο να μας τα πούνε.
[...]
Σήμερα έβαλα τα καλά μου, πήρα το καλαθάκι μου και βγήκα. Πήγα πρώτα εδώ δίπλα, στη γριά. Αυτή ποτέ δε βγαίνει απ'το σπίτι της. Κάποια κυρία έρχεται δυο τρεις φορές το μήνα και της φέρνει κάτι πακέτα τρόφιμα. Χτυπάω, μου ανοίγει η γριά. Από μέσα φαίνεται η χοντρή. Φοράει πάλι την αντρική πιτζάμα... Της λέω το τροπάριο.
Πές μας, Λάζαρε, τί είδες
εις τον Άδη που επήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους
είδα βάσανα και πόνους.
"Όξω και μακριά, γρουσούζα, αναθεματισμένη" φώναξε η γριά και μού'κλεισε την πόρτα στη μούρη.
Η μάνα μου τ'άκουσε, άνοιξε και μού'πε: "Δεν πειράζει, πήγαινε αλλού. Αυτή είναι παράξενη... Μη στεναχωριέσαι..."
Στου κυρίου Αλέκου δε μου άνοιξαν. Πήγα στους αποπάνω. Στο ισόγειο. Εκεί που κλαίει το μωρό. Μου ρίξαν στο καλαθάκι μου πέντε δραχμές!...
Άλλο και τούτο!... Αυγά καλέ!... Αυγά, πρέπει να βάλουν στο καλαθάκι. Άσπρα, άβραστα αυγά. Θα τα βάψουμε με τα δικά μας, τη Μεγάλη Πέμπτη, για το καλό! Αυγά! Ένα, δύο, τρία... Αλλά αυγά.
Ε, φαίνεται δεν είχε αυγά, έδωσε λεφτά. Τέλος πάντων... Δεν πειράζει!... Έκανα το γύρο της πολυκατοικίας. Άλλοι με διώξανε, άλλοι μου δώσανε λεφτά. Αυγά μού'δωσε μόνο η Μαρία...
Η Μαρία!... Όταν με είδε με το καλαθάκι μου να της λέω το τροπάριο, έβαλε τα κλάματα. Σαράντα χρόνια, λέει, είχε ν'ακούσει του Λαζάρου. Σαράντα χρόνια!... Εμείς το λέμε κάθε χρόνο στη Σύμη. Γίνεται να μην πούμε του Λαζάρου;...
Μού'δωσε πέντε αυγά. Με φίλησε και μ'έβαλε να το ξαναπώ, για να τ'ακούσει κι ο άντρας της, ο Κυριάκος.
"Εδώ, λέει, στην Αθήνα δεν τό'χουν αυτό το συνήθειο. Δεν τα λένε του Λαζάρου".
Και τί κάνουν του Λαζάρου;... Τίποτα, λέει, δεν κάνουν. Τίποτα. Μου παραξενοφάνηκε, αλλά δεν είπα κουβέντα..."
(αποσπάσματα από την "Άστραδενή" της Ευγενίας Φακίνου)
Στη Σύμη βγαίνουμε παρέες παρέες. Έναν τον ντύνουμε με το σεντόνι Λάζαρο. Κάνει, δηλαδή, τον Αναστημένο Λάζαρο. Κι εμείς πάμε στα σπίτια, λέμε το τροπάριο και μας δίνουν αυγά, που τα βάζουμε στα καλαθάκια μας. Μας δίνουν και Λαζαράκια. Κάτι ψωμάκια, δηλαδή, με καρύδια και μύγδαλα και σουσάμι και μπαχάρια διάφορα. Κι όπως είμαστε απ'τη νηστεία του σαραντάμερου... μας φαίνονται σπουδαία!...
Για αυτό και σήμερα ζυμώσαμε με τη μάνα μου Λαζαράκια. Για τα παιδάκια που θά'ρθουν αύριο να μας τα πούνε.
[...]
Σήμερα έβαλα τα καλά μου, πήρα το καλαθάκι μου και βγήκα. Πήγα πρώτα εδώ δίπλα, στη γριά. Αυτή ποτέ δε βγαίνει απ'το σπίτι της. Κάποια κυρία έρχεται δυο τρεις φορές το μήνα και της φέρνει κάτι πακέτα τρόφιμα. Χτυπάω, μου ανοίγει η γριά. Από μέσα φαίνεται η χοντρή. Φοράει πάλι την αντρική πιτζάμα... Της λέω το τροπάριο.
Πές μας, Λάζαρε, τί είδες
εις τον Άδη που επήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους
είδα βάσανα και πόνους.
"Όξω και μακριά, γρουσούζα, αναθεματισμένη" φώναξε η γριά και μού'κλεισε την πόρτα στη μούρη.
Η μάνα μου τ'άκουσε, άνοιξε και μού'πε: "Δεν πειράζει, πήγαινε αλλού. Αυτή είναι παράξενη... Μη στεναχωριέσαι..."
Στου κυρίου Αλέκου δε μου άνοιξαν. Πήγα στους αποπάνω. Στο ισόγειο. Εκεί που κλαίει το μωρό. Μου ρίξαν στο καλαθάκι μου πέντε δραχμές!...
Άλλο και τούτο!... Αυγά καλέ!... Αυγά, πρέπει να βάλουν στο καλαθάκι. Άσπρα, άβραστα αυγά. Θα τα βάψουμε με τα δικά μας, τη Μεγάλη Πέμπτη, για το καλό! Αυγά! Ένα, δύο, τρία... Αλλά αυγά.
Ε, φαίνεται δεν είχε αυγά, έδωσε λεφτά. Τέλος πάντων... Δεν πειράζει!... Έκανα το γύρο της πολυκατοικίας. Άλλοι με διώξανε, άλλοι μου δώσανε λεφτά. Αυγά μού'δωσε μόνο η Μαρία...
Η Μαρία!... Όταν με είδε με το καλαθάκι μου να της λέω το τροπάριο, έβαλε τα κλάματα. Σαράντα χρόνια, λέει, είχε ν'ακούσει του Λαζάρου. Σαράντα χρόνια!... Εμείς το λέμε κάθε χρόνο στη Σύμη. Γίνεται να μην πούμε του Λαζάρου;...
Μού'δωσε πέντε αυγά. Με φίλησε και μ'έβαλε να το ξαναπώ, για να τ'ακούσει κι ο άντρας της, ο Κυριάκος.
"Εδώ, λέει, στην Αθήνα δεν τό'χουν αυτό το συνήθειο. Δεν τα λένε του Λαζάρου".
Και τί κάνουν του Λαζάρου;... Τίποτα, λέει, δεν κάνουν. Τίποτα. Μου παραξενοφάνηκε, αλλά δεν είπα κουβέντα..."
(αποσπάσματα από την "Άστραδενή" της Ευγενίας Φακίνου)
Πηγή: firiki.pblogs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου