Έχει υποστηριχτεί ότι «η παιδική λογοτεχνία ασκεί επίδραση τόσο στον ψυχικό όσο και στον νοητικό κόσμο του παιδιού. Το εξοικειώνει με την κοινωνική πραγματικότητα, προβάλλει πανανθρώπινες αξίες και ιδανικά, συμβάλλοντας ενεργά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και της προσωπικότητάς του». Με την ανάγνωση του λογοτεχνικού κειμένου κινητοποιείται ένας σημαντικός μηχανισμός δημιουργικής μάθησης που διαθέτει ο άνθρωπος: η φαντασία. «Το ανθρώπινο μυαλό δεν αποθηκεύει απλώς γεγονότα και πληροφορίες, αλλά συνθέτει και ανασυνθέτει πληροφορίες». Το παιδί οδηγείται σε πρωτότυπες σκέψεις και ιδέες καθώς και σε προσωπικές αποκαλύψεις εννοιών. Η γνώση που προκύπτει απ’ αυτή τη διαδικασία είναι έμπεδη, δεν χάνεται ποτέ. Αυτό το στοιχείο της λογοτεχνικής ανάγνωσης, η μάθηση δηλαδή, κάνει το λογοτεχνικό βιβλίο πολύτιμο αρωγό στην εκπαιδευτική διαδικασία.Ας γίνω πιο συγκεκριμένη μ’ ένα παράδειγμα. Διδάσκουμε ένα ιστορικό γεγονός από το σχολικό βιβλίο και προσπαθούμε να μεταδώσουμε στα παιδιά την εμπειρία του χώρου, του χρόνου και των προσώπων που εμπλέκονται στο γεγονός. Όσο κι αν προσπαθήσουμε όμως, ένα μέρος της αλήθειας κατακρατείται, εκείνο που αφορά την ψυχοσύνθεση των ηρώων, δηλαδή τη συναισθηματική φόρτιση του γεγονότος. Στο ιστορικό λογοτεχνικό βιβλίο το μέρος αυτό της αλήθειας ελευθερώνεται μόλις εμφανιστεί η συναισθηματική πλευρά του ιστορικού γεγονότος. Για να το πω κι αλλιώς: Πότε το παιδί θα κατανοήσει και θα συγκρατήσει τα σχετικά με τη δικτατορία του ’67; Όταν θα παρακολουθήσει τη σχολική γιορτή, ή όταν θα διαβάσει τα Γενέθλια της Ζωρζ Σαρή;
Πολλές φορές συμβουλεύουμε τα παιδιά να διαβάζουν λογοτεχνικά βιβλία για να «πλουτίσουν» το λεξιλόγιό τους. Συνδέουμε δηλαδή την ανάγνωση με τη γλωσσική ανάπτυξη, κάτι που μπορεί να είναι σωστό. Είναι λάθος όμως να περάσει η αντίληψη ότι η ανάγνωση της λογοτεχνίας αποσκοπεί στη συγκρότηση ενός ικανού λεξιλογίου, γιατί είναι σαν να παραδεχόμασταν ότι το παιδί που έχει ικανοποιητικό λεξιλόγιο δεν είναι ανάγκη να διαβάζει. Δεν νομίζω ότι πιστεύει κανείς κάτι τέτοιο. Όχι μόνο γιατί ο όρος «γλωσσική ανάπτυξη» σημαίνει βελτίωση της σκέψης και άπλωμα στον κόσμο, αλλά και γιατί «γλώσσα» είναι η χαρά της ομιλίας, της συνομιλίας, του αστεϊσμού, του δημιουργικού γραψίματος. Κι όσο ο άνθρωπος μιλά και αστειεύεται και γράφει, θα έχει και την ανάγκη να διαβάζει.
Η διανοητική και η γλωσσική ανάπτυξη λοιπόν είναι ωφέλειες που προκύπτουν από την ανάγνωση της λογοτεχνίας, και ως εκπαιδευτικός μπορώ ήδη να καταλήξω σε θετική πρόταση. Ως μητέρα όμως, που πρώτα και πάνω απ’ όλα μ’ ενδιαφέρει ο ψυχικός κόσμος των παιδιών μου, η αρμονική ένταξή τους στην κοινωνία, η ευτυχία τους με μια λέξη, δεν θα μπορούσα παρά να τονίσω την πρωταρχική,κατά τη γνώμη μου, ωφέλεια της παιδικής λογοτεχνίας που είναι η σύνδεση του παιδιού με τη ζωή.
Υπάρχει μια τάση να θεωρείται η λογοτεχνία ως κάτι ξέχωρο από τη ζωή.Όμως η ζωή γεννά τις ιστορίες που διαβάζουμε στα βιβλία. Η λογοτεχνία είναι η ίδια η ζωή. Η μητέρα που νανουρίζει το μωρό της με τραγουδάκια δεν απέχει πολύ από τον ποιητή που αποτυπώνει τη συγκίνησή σου σε στίχους. Η ανάγκη που νιώθουμε όλοι να αφηγηθούμε ένα περιστατικό είναι η ίδια με την ανάγκη που νιώθει ο συγγραφέας όταν καθίσει
μπροστά σ’ ένα άδειο χαρτί: Ανάγκη για επικοινωνία. Το αποτέλεσμα, βέβαια, αυτής της ανάγκης δεν είναι ίδιο σ’ όλες τις περιπτώσεις. Δεν είμαστε όλοι λογοτέχνες. Είμαστε όμως άνθρωποι που συμβιώνουμε κάτω από ένα πλέγμα διάφορων μορφών αρμονίας και κατανόησης για τους άλλους.
Η διανοητική και η γλωσσική ανάπτυξη λοιπόν είναι ωφέλειες που προκύπτουν από την ανάγνωση της λογοτεχνίας, και ως εκπαιδευτικός μπορώ ήδη να καταλήξω σε θετική πρόταση. Ως μητέρα όμως, που πρώτα και πάνω απ’ όλα μ’ ενδιαφέρει ο ψυχικός κόσμος των παιδιών μου, η αρμονική ένταξή τους στην κοινωνία, η ευτυχία τους με μια λέξη, δεν θα μπορούσα παρά να τονίσω την πρωταρχική,κατά τη γνώμη μου, ωφέλεια της παιδικής λογοτεχνίας που είναι η σύνδεση του παιδιού με τη ζωή.
Υπάρχει μια τάση να θεωρείται η λογοτεχνία ως κάτι ξέχωρο από τη ζωή.Όμως η ζωή γεννά τις ιστορίες που διαβάζουμε στα βιβλία. Η λογοτεχνία είναι η ίδια η ζωή. Η μητέρα που νανουρίζει το μωρό της με τραγουδάκια δεν απέχει πολύ από τον ποιητή που αποτυπώνει τη συγκίνησή σου σε στίχους. Η ανάγκη που νιώθουμε όλοι να αφηγηθούμε ένα περιστατικό είναι η ίδια με την ανάγκη που νιώθει ο συγγραφέας όταν καθίσει
μπροστά σ’ ένα άδειο χαρτί: Ανάγκη για επικοινωνία. Το αποτέλεσμα, βέβαια, αυτής της ανάγκης δεν είναι ίδιο σ’ όλες τις περιπτώσεις. Δεν είμαστε όλοι λογοτέχνες. Είμαστε όμως άνθρωποι που συμβιώνουμε κάτω από ένα πλέγμα διάφορων μορφών αρμονίας και κατανόησης για τους άλλους.
Πώς το παιδί μας θα μάθει την τέχνη τού να ζει σ’ αυτό το πλέγμα κατανοώντας τους άλλους αλλά και διατηρώντας την ατομικότητά του; Νομίζω ότι η παιδική λογοτεχνία ως καθαρή μορφή τέχνης αλλά και ως μέσο αγωγής μπορεί να προσφέρει σημαντική βοήθεια. Γιατί με την «πρισματική εικόνα ζωής που προσφέρει μέσα από ρεαλιστικές ή φανταστικές καταστάσεις, αποτελεί στην πραγματικότητα μια καθολική γνώση και τέχνη ζωής».
Τα πραγματικά έργα τέχνης του λόγου με τα θετικά πρότυπα των ηρώων που προβάλλουν, ποτίζουν την αδιαμόρφωτη παιδική ψυχή με τις αιώνιες αξίες του ανθρωπισμού, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ειρήνης, της ελευθερίας. Το παιδί βλέποντας το καλό να θριαμβεύει και ο θετικός ήρωας να επιβραβεύεται από τους συνανθρώπους του, υιοθετεί με τη διαδικασία της ταύτισης ανάλογες συμπεριφορές.
Απορίες και αγωνίες που βασανίζουν την ψυχή του μπορούν να βρουν τη λύση τους μέσα σ’ ένα σωστό παιδικό βιβλίο και να το ελευθερώσουν από τα άγχη. Γιατί την ώρα που διαβάζει, το παιδί γίνεται, όπως είπε ο Προυστ, αναγνώστης του εαυτού του, επικοινωνεί δηλαδή με το βιβλίο σε προσωπική βάση με τους συνειρμούς και την ανάκληση της πείρας του.
Ένα παιδί που δοκιμάζει συναισθήματα όπως η ζήλια, ο θυμός, η ενοχή, συναισθήματα που δεν τα ομολογεί ούτε στον εαυτό του, ανακουφίζεται όταν ανακαλύπτει ότι και άλλα παιδιά δοκιμάζουν παρόμοια συναισθήματα και παύει να νιώθει μειονεκτικά. Ακόμη, το παιδί που έζησε τον πόνο του θανάτου ενός αγαπημένου του προσώπου, που βίωσε το διαζύγιο των γονιών του, που απέτυχε σε μια προσπάθειά του, ανακουφίζεται όταν διαβάζει ότι κι άλλοι συνομήλικοί του είχαν ανάλογο πρόβλημα και το ξεπέρασαν. Πλημμυρίζει τότε η καρδιά του από αισιοδοξία και όρεξη να προχωρήσει, απαλλαγμένο από τα συμπλέγματα που το βασάνιζαν. Δεν ισχυρίζομαι ότι η ανάγνωση αποτελεί πανάκεια σε κάθε πρόβλημα ούτε ότι μπορεί να υποκαταστήσει την ανθρώπινη επαφή. Φυσικά, όταν το παιδί μας έχει κάποια ανάγκη, η βοήθειά μας δεν είναι μόνο να του δώσουμε το κατάλληλο βιβλίο. Η παρουσία μας δίπλα του και η συζήτηση είναι η πρώτη και αναντικατάστατη βοήθειά μας. Εκείνο που ήθελα να πω είναι ότι το παιδικό βιβλίο, ακριβώς επειδή έχει ήρωες παιδιά, μιλάει άμεσα στο παιδί, χωρίς να δίνει την εντύπωση της σκόπιμης καθοδήγησης και μπορεί έτσι να το επηρεάσει θετικά.
Μα ας αφήσουμε τα προβλήματα κι ας έρθουμε και στις χαρές. Το παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο είναι και πηγή χαράς.«Αποτελεί με τη γλωσσική του αρτιότητα απολαυστικό όραμα και άκουσμα» που το παιδί έχει ανάγκη όσο και το παιχνίδι.Έχουν εξάλλου επισημανθεί τα κοινά χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού διαβάσματος και του παιχνιδιού, που όντας και οι δύο εκούσιες δραστηριότητες μαγεύουν και καθηλώνουν το παιδί. Ομορφαίνουν τη ζωή του, γεγονός πολύ σημαντικό, αν πιστέψουμε τους ψυχολόγους που λένε ότι σε μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία οικοδομείται μια ευτυχισμένη ενήλικη ζωή.
Είναι λοιπόν ένας ακόμη λόγος που με κάνει να πιστεύω ότι η καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας είναι επένδυση στη ζωή των παιδιών μας.Η αγάπη για το διάβασμα δεν είναι μια έμφυτη τάση που ή την έχει κανείς ή δεν την έχει. Αντίθετα, είναι μια λειτουργία που αποκτάται μέσω μιας μακρόχρονης και συστηματικής παιδείας. Και είναι οι δάσκαλοι και οι γονείς που μπορούν να κινητοποιήσουν το ενδιαφέρον των παιδιών για το βιβλίο.
Πιστεύω ότι βασική εμψυχωτική ενέργεια προς την κατεύθυνση της φιλαναγνωσίας είναι η προσωπική πρακτική. Να διαβάζουμε, αν θέλουμε να πείσουμε τα παιδιά να διαβάζουν. Να μιλάμε στα παιδιά για τα βιβλία που διαβάσαμε, για βιβλία που θα θέλαμε να διαβάσουμε. Το παιδί από πολύ μικρό μιμείται συμπεριφορές ενηλίκων. Γιατί να μην μιμηθεί και το διάβασμα;
Τα πραγματικά έργα τέχνης του λόγου με τα θετικά πρότυπα των ηρώων που προβάλλουν, ποτίζουν την αδιαμόρφωτη παιδική ψυχή με τις αιώνιες αξίες του ανθρωπισμού, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ειρήνης, της ελευθερίας. Το παιδί βλέποντας το καλό να θριαμβεύει και ο θετικός ήρωας να επιβραβεύεται από τους συνανθρώπους του, υιοθετεί με τη διαδικασία της ταύτισης ανάλογες συμπεριφορές.
Απορίες και αγωνίες που βασανίζουν την ψυχή του μπορούν να βρουν τη λύση τους μέσα σ’ ένα σωστό παιδικό βιβλίο και να το ελευθερώσουν από τα άγχη. Γιατί την ώρα που διαβάζει, το παιδί γίνεται, όπως είπε ο Προυστ, αναγνώστης του εαυτού του, επικοινωνεί δηλαδή με το βιβλίο σε προσωπική βάση με τους συνειρμούς και την ανάκληση της πείρας του.
Ένα παιδί που δοκιμάζει συναισθήματα όπως η ζήλια, ο θυμός, η ενοχή, συναισθήματα που δεν τα ομολογεί ούτε στον εαυτό του, ανακουφίζεται όταν ανακαλύπτει ότι και άλλα παιδιά δοκιμάζουν παρόμοια συναισθήματα και παύει να νιώθει μειονεκτικά. Ακόμη, το παιδί που έζησε τον πόνο του θανάτου ενός αγαπημένου του προσώπου, που βίωσε το διαζύγιο των γονιών του, που απέτυχε σε μια προσπάθειά του, ανακουφίζεται όταν διαβάζει ότι κι άλλοι συνομήλικοί του είχαν ανάλογο πρόβλημα και το ξεπέρασαν. Πλημμυρίζει τότε η καρδιά του από αισιοδοξία και όρεξη να προχωρήσει, απαλλαγμένο από τα συμπλέγματα που το βασάνιζαν. Δεν ισχυρίζομαι ότι η ανάγνωση αποτελεί πανάκεια σε κάθε πρόβλημα ούτε ότι μπορεί να υποκαταστήσει την ανθρώπινη επαφή. Φυσικά, όταν το παιδί μας έχει κάποια ανάγκη, η βοήθειά μας δεν είναι μόνο να του δώσουμε το κατάλληλο βιβλίο. Η παρουσία μας δίπλα του και η συζήτηση είναι η πρώτη και αναντικατάστατη βοήθειά μας. Εκείνο που ήθελα να πω είναι ότι το παιδικό βιβλίο, ακριβώς επειδή έχει ήρωες παιδιά, μιλάει άμεσα στο παιδί, χωρίς να δίνει την εντύπωση της σκόπιμης καθοδήγησης και μπορεί έτσι να το επηρεάσει θετικά.
Μα ας αφήσουμε τα προβλήματα κι ας έρθουμε και στις χαρές. Το παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο είναι και πηγή χαράς.«Αποτελεί με τη γλωσσική του αρτιότητα απολαυστικό όραμα και άκουσμα» που το παιδί έχει ανάγκη όσο και το παιχνίδι.Έχουν εξάλλου επισημανθεί τα κοινά χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού διαβάσματος και του παιχνιδιού, που όντας και οι δύο εκούσιες δραστηριότητες μαγεύουν και καθηλώνουν το παιδί. Ομορφαίνουν τη ζωή του, γεγονός πολύ σημαντικό, αν πιστέψουμε τους ψυχολόγους που λένε ότι σε μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία οικοδομείται μια ευτυχισμένη ενήλικη ζωή.
Είναι λοιπόν ένας ακόμη λόγος που με κάνει να πιστεύω ότι η καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας είναι επένδυση στη ζωή των παιδιών μας.Η αγάπη για το διάβασμα δεν είναι μια έμφυτη τάση που ή την έχει κανείς ή δεν την έχει. Αντίθετα, είναι μια λειτουργία που αποκτάται μέσω μιας μακρόχρονης και συστηματικής παιδείας. Και είναι οι δάσκαλοι και οι γονείς που μπορούν να κινητοποιήσουν το ενδιαφέρον των παιδιών για το βιβλίο.
Πιστεύω ότι βασική εμψυχωτική ενέργεια προς την κατεύθυνση της φιλαναγνωσίας είναι η προσωπική πρακτική. Να διαβάζουμε, αν θέλουμε να πείσουμε τα παιδιά να διαβάζουν. Να μιλάμε στα παιδιά για τα βιβλία που διαβάσαμε, για βιβλία που θα θέλαμε να διαβάσουμε. Το παιδί από πολύ μικρό μιμείται συμπεριφορές ενηλίκων. Γιατί να μην μιμηθεί και το διάβασμα;
Κι ας έρθουμε στη σχολική πραγματικότητα. Ένα παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο πάνω στην έδρα του δασκάλου μπορεί να γίνει αφορμή για συζήτηση στην τάξη που θα καταλήξει σε πρόταση ανάγνωσης. Οποιαδήποτε συζήτηση
στην τάξη μπορεί να γίνει αφορμή για λογοτεχνικό διάβασμα. Συνηθίζουμε εμείς οι δάσκαλοι να δίνουμε στα παιδιά, λίγο πριν από τις διακοπές, μερικά βιβλία για να διαβάσουν, υποχρεωτικά ή προαιρετικά. Θεωρώ λάθος την ενέργεια αυτή. Είναι σαν να ψάχνουμε να γεμίσουμε τον ελεύθερο χρόνο των παιδιών, και μάλιστα σε μια εποχή που περιμένουν να ξεκουραστούν. Η λογοτεχνική ανάγνωση όμως είναι προϊόν ελεύθερης επιλογής,γι’ αυτό άλλωστε είναι γοητευτική. Είναι, νομίζω, καλύτερο να εμψυχώνουμε το παιδί για λογοτεχνικό διάβασμα μέσα στην καθημερινή σχολική ρουτίνα με φράσεις όπως: «Αν σας μείνει λίγη ώρα, διαβάστε μερικές σελίδες από το α ή το β βιβλίο και πέστε μου πώς σας φάνηκε». Ή,πάνω σε μια συζήτηση για το περιβάλλον: «Θα ’θελε κάποιος να διαβάσει το τάδε βιβλίο και να μας πει πώς μπόρεσαν τα παιδιά να προστατέψουν την πόλη τους από τον κίνδυνο της μόλυνσης;»
Ένα άλλο θέμα που αφορά τους εκπαιδευτικούς ως εμψυχωτές ανάγνωσης είναι η χρήση της σχολικής βιβλιοθήκης. Οι σχολικές βιβλιοθήκες υπάρχουν όπου υπάρχουν. Δεν είμαι όμως βέβαιη αν υπάρχουν για να βρίσκονται ή για να λειτουργούν. Ξέρω περιπτώσεις όπου υπάρχουν μερικά ράφια με βιβλία στο γραφείο των δασκάλων και στην καλύτερη περίπτωση σ’ ένα χωριστό δωμάτιο, όπου τα παιδιά δεν έχουν εύκολη και ελεύθερη πρόσβαση. Όπως και να ’χει, υπάρχουν βιβλία. Πώς θα φέρουμε τα παιδιά κοντά τους; Μερικές εμψυχωτικές ενέργειες θα μπορούσαν να είναι: Βγάζουμε τα βιβλία από τα ράφια, τα απλώνουμε σε πάγκους και λέμε στα παιδιά: «Έχουμε έκθεση βιβλίων που διαθέτει η βιβλιοθήκη του σχολείου μας. Μπορείτε να την επισκέπτεστε στα διαλείμματα».Επίσης μπορεί να μεταφερθεί ένα τμήμα της βιβλιοθήκης σε μια τάξη για μία μέρα και να αναλάβει η τάξη την ευθύνη δανεισμού των βιβλίων.Προτείνω δηλαδή να βάλουμε με κάθε τρόπο το βιβλίο κάτω από τη μύτη του παιδιού. Δεν είναι κακό ούτε δύσκολο. Είναι αποτελεσματικό; Ακόμη και ένα παιδί να πάρει με όρεξη κάποιο βιβλίο για να διαβάσει, θα έχουμε πετύχει.
Ας μεταφερθούμε τώρα για λίγο στην ατμόσφαιρα του σπιτιού. Το παιδί αφού διαβάσει τα μαθήματά του –κι αυτό είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων– στήνεται μπροστά στην τηλεόραση και μια αγανακτισμένη μητέρα φωνάζει: «Κλείσε την τηλεόραση κι άνοιξε και κανένα βιβλίο». Το έχω υποστηρίξει και με άλλη ευκαιρία: Ο μεγάλος εχθρός του βιβλίου δεν είναι η τηλεόραση, αλλά η έλλειψη εμψύχωσης για διάβασμα.Ένα σφάλμα που κάνουμε εμείς οι γονείς είναι το να σπρώχνουμε το παιδί για διάβασμα υπό την επήρεια νεύρων ή με τη μορφή της τιμωρίας. Δεν δημιουργούμε σε αυτή την περίπτωση φιλαναγνώστες, αλλά μισαναγνώστες, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω την έκφραση.
Δεν είναι πάντα οι συνθήκες κατάλληλες για ανάγνωση, και εν πάση περιπτώσει οι χειρότερες είναι αυτές που περιέγραψα παραπάνω. Το μυστικό είναι να προωθήσουμε το κατάλληλο βιβλίο στην κατάλληλη στιγμή. Μια οικογενειακή στιγμή χαλάρωσης, διαλόγου, παιχνιδιού, μια αποφορτισμένη ατμόσφαιρα είναι ευνοϊκή συνθήκη ώστε να διαβάσει ένα παιδί. Είναι βασικό να μην ξεχνάμε ότι το διάβασμα-απόλαυση δεν υποκινείται με τρόπο ορθολογικό και –πολύ περισσότερο– με τη βία. Αν πιστεύουμε ότι το «ταξίδι με το κείμενο» έχει προορισμό τη χαρά, δεν είναι λογικό να το ξεκινάμε με στενοχώρια.
Διάβασε το παιδί μας ένα βιβλίο; Ας μην του ζητήσουμε να μας δώσει αναφορά, δείχνοντάς του ότι πιστεύουμε πως μπορεί και να μην το διάβασε. Ας μη λογοκρίνουμε τις επιλογές του με φράσεις όπως «τι το διαβάζεις αυτό, δεν αξίζει», ή «σε τέτοια ηλικία και διαβάζεις ακόμα παραμύθια;» Ας το αφήσουμε να βεβαιωθεί ότι το διάβασμα είναι απόλαυση και θα ’χουμε αργότερα την ευκαιρία να του προτείνουμε πιο απαιτητικά βιβλία.
Αν αποφασίσουμε να δώσουμε στα παιδιά την όρεξη για διάβασμα, πρέπει να οπλιστούμε με υπομονή και επιμονή. Η φιλαναγνωσία είναι μια αρετή που κατακτάται δύσκολα, αλλά δεν χάνεται ποτέ. Αν οι γονείς νιώθουν αδυναμία στο να προτείνουν βιβλία στα παιδιά γιατί οι ίδιοι δεν γνωρίζουν την παιδική λογοτεχνία, μπορούν πάντα να ζητήσουν βοήθεια από πρόσωπα που έχουν ανάλογη γνώση και πείρα, όπως είναι οι βιβλιοθηκάριοι, οι δάσκαλοι και αρκετοί βιβλιοπώλες.Αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε.Την ώρα που ο μαθητής μας, το παιδί μας, θα πάρει στα χέρια του ένα βιβλίο και θα καθίσει στη γωνιά του να το διαβάσει, δεν θα χαρούμε απλά που το παιδί μας αγαπά το βιβλίο–θα χαρούμε γιατί θα ξέρουμε πως εκείνη τη στιγμή ταξιδεύει με τη φαντασία, το όνειρο, το συναίσθημα.Με μια λέξη,θα είναι ευτυχισμένο.
στην τάξη μπορεί να γίνει αφορμή για λογοτεχνικό διάβασμα. Συνηθίζουμε εμείς οι δάσκαλοι να δίνουμε στα παιδιά, λίγο πριν από τις διακοπές, μερικά βιβλία για να διαβάσουν, υποχρεωτικά ή προαιρετικά. Θεωρώ λάθος την ενέργεια αυτή. Είναι σαν να ψάχνουμε να γεμίσουμε τον ελεύθερο χρόνο των παιδιών, και μάλιστα σε μια εποχή που περιμένουν να ξεκουραστούν. Η λογοτεχνική ανάγνωση όμως είναι προϊόν ελεύθερης επιλογής,γι’ αυτό άλλωστε είναι γοητευτική. Είναι, νομίζω, καλύτερο να εμψυχώνουμε το παιδί για λογοτεχνικό διάβασμα μέσα στην καθημερινή σχολική ρουτίνα με φράσεις όπως: «Αν σας μείνει λίγη ώρα, διαβάστε μερικές σελίδες από το α ή το β βιβλίο και πέστε μου πώς σας φάνηκε». Ή,πάνω σε μια συζήτηση για το περιβάλλον: «Θα ’θελε κάποιος να διαβάσει το τάδε βιβλίο και να μας πει πώς μπόρεσαν τα παιδιά να προστατέψουν την πόλη τους από τον κίνδυνο της μόλυνσης;»
Ένα άλλο θέμα που αφορά τους εκπαιδευτικούς ως εμψυχωτές ανάγνωσης είναι η χρήση της σχολικής βιβλιοθήκης. Οι σχολικές βιβλιοθήκες υπάρχουν όπου υπάρχουν. Δεν είμαι όμως βέβαιη αν υπάρχουν για να βρίσκονται ή για να λειτουργούν. Ξέρω περιπτώσεις όπου υπάρχουν μερικά ράφια με βιβλία στο γραφείο των δασκάλων και στην καλύτερη περίπτωση σ’ ένα χωριστό δωμάτιο, όπου τα παιδιά δεν έχουν εύκολη και ελεύθερη πρόσβαση. Όπως και να ’χει, υπάρχουν βιβλία. Πώς θα φέρουμε τα παιδιά κοντά τους; Μερικές εμψυχωτικές ενέργειες θα μπορούσαν να είναι: Βγάζουμε τα βιβλία από τα ράφια, τα απλώνουμε σε πάγκους και λέμε στα παιδιά: «Έχουμε έκθεση βιβλίων που διαθέτει η βιβλιοθήκη του σχολείου μας. Μπορείτε να την επισκέπτεστε στα διαλείμματα».Επίσης μπορεί να μεταφερθεί ένα τμήμα της βιβλιοθήκης σε μια τάξη για μία μέρα και να αναλάβει η τάξη την ευθύνη δανεισμού των βιβλίων.Προτείνω δηλαδή να βάλουμε με κάθε τρόπο το βιβλίο κάτω από τη μύτη του παιδιού. Δεν είναι κακό ούτε δύσκολο. Είναι αποτελεσματικό; Ακόμη και ένα παιδί να πάρει με όρεξη κάποιο βιβλίο για να διαβάσει, θα έχουμε πετύχει.
Ας μεταφερθούμε τώρα για λίγο στην ατμόσφαιρα του σπιτιού. Το παιδί αφού διαβάσει τα μαθήματά του –κι αυτό είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων– στήνεται μπροστά στην τηλεόραση και μια αγανακτισμένη μητέρα φωνάζει: «Κλείσε την τηλεόραση κι άνοιξε και κανένα βιβλίο». Το έχω υποστηρίξει και με άλλη ευκαιρία: Ο μεγάλος εχθρός του βιβλίου δεν είναι η τηλεόραση, αλλά η έλλειψη εμψύχωσης για διάβασμα.Ένα σφάλμα που κάνουμε εμείς οι γονείς είναι το να σπρώχνουμε το παιδί για διάβασμα υπό την επήρεια νεύρων ή με τη μορφή της τιμωρίας. Δεν δημιουργούμε σε αυτή την περίπτωση φιλαναγνώστες, αλλά μισαναγνώστες, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω την έκφραση.
Δεν είναι πάντα οι συνθήκες κατάλληλες για ανάγνωση, και εν πάση περιπτώσει οι χειρότερες είναι αυτές που περιέγραψα παραπάνω. Το μυστικό είναι να προωθήσουμε το κατάλληλο βιβλίο στην κατάλληλη στιγμή. Μια οικογενειακή στιγμή χαλάρωσης, διαλόγου, παιχνιδιού, μια αποφορτισμένη ατμόσφαιρα είναι ευνοϊκή συνθήκη ώστε να διαβάσει ένα παιδί. Είναι βασικό να μην ξεχνάμε ότι το διάβασμα-απόλαυση δεν υποκινείται με τρόπο ορθολογικό και –πολύ περισσότερο– με τη βία. Αν πιστεύουμε ότι το «ταξίδι με το κείμενο» έχει προορισμό τη χαρά, δεν είναι λογικό να το ξεκινάμε με στενοχώρια.
Διάβασε το παιδί μας ένα βιβλίο; Ας μην του ζητήσουμε να μας δώσει αναφορά, δείχνοντάς του ότι πιστεύουμε πως μπορεί και να μην το διάβασε. Ας μη λογοκρίνουμε τις επιλογές του με φράσεις όπως «τι το διαβάζεις αυτό, δεν αξίζει», ή «σε τέτοια ηλικία και διαβάζεις ακόμα παραμύθια;» Ας το αφήσουμε να βεβαιωθεί ότι το διάβασμα είναι απόλαυση και θα ’χουμε αργότερα την ευκαιρία να του προτείνουμε πιο απαιτητικά βιβλία.
Αν αποφασίσουμε να δώσουμε στα παιδιά την όρεξη για διάβασμα, πρέπει να οπλιστούμε με υπομονή και επιμονή. Η φιλαναγνωσία είναι μια αρετή που κατακτάται δύσκολα, αλλά δεν χάνεται ποτέ. Αν οι γονείς νιώθουν αδυναμία στο να προτείνουν βιβλία στα παιδιά γιατί οι ίδιοι δεν γνωρίζουν την παιδική λογοτεχνία, μπορούν πάντα να ζητήσουν βοήθεια από πρόσωπα που έχουν ανάλογη γνώση και πείρα, όπως είναι οι βιβλιοθηκάριοι, οι δάσκαλοι και αρκετοί βιβλιοπώλες.Αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε.Την ώρα που ο μαθητής μας, το παιδί μας, θα πάρει στα χέρια του ένα βιβλίο και θα καθίσει στη γωνιά του να το διαβάσει, δεν θα χαρούμε απλά που το παιδί μας αγαπά το βιβλίο–θα χαρούμε γιατί θα ξέρουμε πως εκείνη τη στιγμή ταξιδεύει με τη φαντασία, το όνειρο, το συναίσθημα.Με μια λέξη,θα είναι ευτυχισμένο.
Σοφία Χατζηδημητρίου
Φιλόλογος, συγγραφέας
αναδημοσίευση: Διαδρομές τεύχος 46, Καλοκαίρι 1997, σσ. 134-138
pappanna.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου