Ο Γενάρης, οι Μοίρες και το κυνηγητό της Τύχης...
"Ένας πατέρας κεφαλή,
δώδεκα γιοι ποδάρια
και κάθε γιος στη ράχη του
έχει τριάντα κόρες.
Καθε βραδύ πεθαίνει η μια
ταχιά γεννιέται η άλλη..."
Νέα χρονιά, νέος μήνας, που κοντεύει ήδη να μισιάσει ...
Γράφει ο Βασίλης Λαμνάτος ("Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας"): "Ο Γενάρης είναι ο πιο ψυχρός και πιο βροχερός μήνας του Χειμώνα. Με το έμπα του, ξεσκίζει τα πέλαγα και σωριάζει στα βουνά αμέτρητα χιόνια. Τα κρύα του κρυσταλλώνουν τις λιθαρόβρυσες κι οι αγέρηδές του μουγκρίζουν στις στέγες των σπιτιών, σα λαβωμένα θηρία. Κανένας άλλος μήνας δεν θυμώνει τόσο πολύ όσο ο Γενάρης. Λες κι έχει προηγούμενα με τους ανθρώπους και τα ζωντανά της φύσης.
Το παγερό του χνώτο σε φτάνει, όπου κι αν βρίσκεσαι, και σε περονιάζει ως το κόκαλο. Οι άνθρωποι ντύνονται σαν τα κρεμμύδια και τις μακρές του βραδιές κάθονται ανάγυρα στα παραγώνια και σοφίζονται ένα σωρό παραμύθια κι ιστορίες. Κουβεντιάζουν ολάκερες ώρες και παίρνουν σβάρνα όλες τις πτυχές της ζωής. Και τί δε λένε! Αρχίζουν απ'τον πέρα μαχαλά και φτάνουν ως τον δώθε. Πώς να μεσιάσουν τούτες οι νύχτες! Γι'αυτό από μερικές θ'ακούσεις να λένε πως: "Οι γεναριάτικες νύχτες, για να περάσουν, θέλουν συντροφιά και κουβέντα."
Την πρώτη μέρα του Γενάρη οι άνθρωποι γιορτάζουν την αλλαγή του χρόνου και τον Άη-Βασίλη. Τον κατάκοπο κι ασπρομάλλη Γέροντα, που φέρνει, από μακριά, τα δώρα στα αθώα παιδιά και σκορπάει καινούρια όνειρα και νιόφαντες ελπίδες στις σκέψεις και στις καρδιές των μεγάλων ανθρώπων. Η αρχιμέρα αυτή τούτο το μήνα, με τη διπλή γιορτή, πανηγυρίζεται, απ' άκρη σ' άκρη, με ιδιαίτερη χαρά και σπάνια ξεφαντώματα.
Ο λαός μας την πρώτη μέρα του Γενάρη τη θέλει συννεφιασμένη και κρυερή"για να μην μπορέσει να λιάσει η αρκούδα τ'αρκουδόπουλά της", γιατί τό 'χει σε κακό. Οι ξώμαχοί μας πιστεύουν πως άμα τα λιάσει, η χρονιά δε θα πάει καλά. Θα φέρει πολλά ανάποδα.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γυρίζουν στα σπίτια και λένε τα κάλαντα με το θαμποχάραμα. [...]
Μόλις τελειώσουν το τραγούδισμα τα παιδιά, οι νοικοκυρές τα φιλεύουν νομίσματα και γλυκά κι εκείνα φεύγουν χαρούμενα γι' άλλα σπίτια και γι' άλλες γειτονιές.
Ιδιαίτερο χαρακτήρα γιορτασμού παίρνει η αλλαγή της χρονιάς, στα χειμαδιοκόνακα. Η Πρωτοχρονιά για τους τσελιγκάδες, γι' αυτούς τους ανθρώπους των βουνών μας, έχει μεγάλη σημασία και θεωρείται ξεχωριστή μέρα μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Απ' την παραμονή, κιόλας, της αρχιμηνιάς αρχίζουν οι προετοιμασίες και τ'αναστατώματα στα τσελιγκάτα. [...]
Σύνταχα της Πρωτοχρονιάς, πριν ακόμα καλοφέξει, πηγαίνουν κι απιθώνουν στις πετρόβρυσες, στις ξυλόβρυσες και στα κρεμάμενα λαγγαδίσια νερά γλυκά κι άλλα ζαχαρωτά για τις μοίρες της χρονιάς. Κι αυτές, αφού λούσουν και χτενίσουν τα μαλλιά τους, τρώνε τα γλυκά κι ύστερα σκορπίζουνε μέσα στο θαμποσκόταδο, χορεύοντας και χαμηλοτραγουδώντας.
Οι τσοπαναραίοι πιστεύουν πως αυτό, δηλαδή το φάγωμα των καλουδιών απ' τις μοίρες, είναι καλό σημάδι για την καινούρια χρονιά. "Γλυκάθηκαν οι τύχες, γλύκανε κι ο χρόνος", τους ακούς να λένε ' "θα μας πάει καλά η χρονιά και τα πράγματά μας θα προκόψουν".
Αν, όμως, τα πιάσει το πρωί τούτα τα ζαχαρωτά και δεν τα φάγουν οι ειμαρμένες, αυτό είναι κακό σημάδι για τους τσελιγκάδες. Πιστεύουν πως η χρονιά θά'ναι κακιά κι ανάποδη. Πως θα φέρει πολλά παιδέματα, κακοπάθειες και πεθαμούς.
Την αρχιχρονιά, αυτός που θά'ρθει στα κονάκια, εύχονται όλοι τους νά'χει καλό ποδαρικό. Πρωτομπαίνοντας δε μέσα στο καλύβι τους, πρεπει να πατήσει με το δεξί του πόδι, για το καλό του χρόνου. Το πρωί, πάλι, τις πόρτες απ'τα κατοικιά των ζωντανών τις πρωτοπιάνουν και τις πρωτανοίγουν, μικρές βλαχούλες για να γεννιούνται τ'αρνοκάτσια θηλυκά. "Θηλ'κά", θα τ'ακούσεις απ'τον τσοπάνη.
Για τον ίδιο σκοπό, πάλι, ταϊζουν τα γιδοπρόβατά τους και φακή την ημέρα αυτή. Μ'όλα αυτά οι τσοπάνηδες πιστεύουν πως φέρνουν γούρι στα μαντριά τους κι αυγατίζουν τα κοπάδια τους.
Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς κι ο πιο ανάποδος μπιστικός μπαίνοντας στο μαντρί του, θα κάνει το σταυρό του και θα σιγοειπεί και μιαν ευχή: "Καλή χρονιά με το κοπάδι μου και μ'όλο το βιος μου". [...]"
Γράφει κι ο Δημήτρης Λουκάτος ("Χριστουγεννιάτικα και των Γιορτών") για"της τύχης το κυνηγητό":
"Ο λαός πλάθει μες στα όνειρά του κόσμους καλύτερους από τούτον τον πεζό, όπου ζει και βασανίζεται" (Γιάννης Βλαχογιάννης)
Πλάθει και ποθεί και κυνηγάει τους κόσμους αυτούς μ'όποιον τρόπο μπορέσει. Όσο κι αν βλέπει να περνούν τα χρόνια του "ίδια πάντα κι απαράλλαχτα", όσο κι αν αναγκάζεται να ομολογεί πως "κάθε πέρσι και καλύτερα", κρατάει πάντα τις ελπίδες του γερές για τα μελλοντικά και κυνηγάει το καλύτερο και περιμένει... [...]
Ο λαός -χρόνια τώρα με την παράδοση και τη λαχτάρα- έχει μάθει καλά τα τερτίπια του κυνηγητού της Τύχης, τα μυστικά για το κάλεσμα και τη φιλία της. Κι αν δεν το καταφέρει να τη φέρει κοντά του από μονάχη της, βάνει σ'ενέργεια άλλους τρόπους μαγικούς, που την κάνουν, λέει, θέλοντας και μη να του χαρίσει, έστω και για μια χρονιά, την ευτυχία. [...]
Πώς να περάσω Ανατολή, πώς να περάσω Δύση,
να πά' να βρω την Τύχη μου να με παρηγορήσει;
Σηκώνει τα παιδιά της απ'τα χαράματα η νοικοκυρά, τα πλένει, τα φρεσκαλλάζει, τα καμαρώνει παστρικά και ροδοκόκκινα' νά'ναι καλά, να ξυπνάνε έτσι χαρούμενα και γερά όλον τον χρόνο. Βάζει το γιο του ο πατέρας να δουλέψει από πρωί την τέχνη του, ν'ανοίξει ένα βιβλίο, να διαβάσει λίγο' να γίνει προκομμένος μέσα στη χρονιά, όχι τεμπέλης κι άπραγος δίχως γνώση. Ο κάθε νοικοκύρης σήμερα, έχει δεν έχει, θα βάλει όλα του τα δυνατά να τα βολέψει πλουσιοπάροχα, να φάνε τα παιδιά του και τα ζώα άφθονα κι αρχοντικά. Χαρούμενοι όλοι τους μπρος στα αγαθά τους, πρέπει να περάσουν τούτην την "χρονιάρα" μέρα ευχαριστημένοι. Δεν πρέπει να γκρινιάζουν, δεν πρέπει να πικραθούν, δεν πρέπει να πεινάσουν. Να μη μελετήσουν καν τις λέξεις τις κακές -φτώχεια, κρύο, φυλακή, ξυπολισιά, ψύλλοι, περονόσπορος, χτικιό, θανατικό- που όλον τον χρόνο τους βασανίζουν. Σήμερα, μελετάνε μόνο το καλό. Ποιός ξέρει! Μπορεί η Τύχη να ξεγελαστεί και να το πάρει απόφαση, πως μπήκε πια στο σπίτι τους η γειά και η καλοπέραση.[...]
-"Κι εσύ κορίτσι, που θέλεις να ονειρευτείς στον ύπνο σου αν θα πάρεις πλούσιον άντρα ή φτωχό, κρύψε κρυφά, χωρίς κανένας να σε δει, την πρώτη σου μπουκιά απ' τη βασιλόπιτα του τραπεζιού. Και σαν κλειστείς μονάχη σου στην κάμαρά σου, άλειψέ τηνε με μέλι και με βούτυρο, άνοιξε το παράθυρο που βλέπει κατά το Βοριά, και στάσου εκεί, την ώρα τα μεσάνυχτα, και πες:
Ω Γενάρη, καλαντάρη, και καλά καλαντισμένε,
εκεί στις Άκριες που θα πας, κι εκεί που θα γυρίσεις
εκεί 'ναι οι Μοίρες των Μοιρών και η δική μου Μοίρα'
αν είναι πλούσια και καλή, πες της να'ρθεί να μ'εύρει,
αν είναι και πεντάφτωχη, πάλι να'ρθεί να μ'εύρει.
Κοιμήσου ύστερα, με τη μπουκιά αφημένη στο παράθυρο, και θα δεις στον ύπνο σου αυτό που ευχήθηκες."
Ο Ιανουάριος, ο πρώτος μήνας του έτους, οφείλει το όνομά του στη θεότητα των Ρωμαίων Ιανό.
"Ένας πατέρας κεφαλή,
δώδεκα γιοι ποδάρια
και κάθε γιος στη ράχη του
έχει τριάντα κόρες.
Καθε βραδύ πεθαίνει η μια
ταχιά γεννιέται η άλλη..."
Νέα χρονιά, νέος μήνας, που κοντεύει ήδη να μισιάσει ...
Γράφει ο Βασίλης Λαμνάτος ("Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας"): "Ο Γενάρης είναι ο πιο ψυχρός και πιο βροχερός μήνας του Χειμώνα. Με το έμπα του, ξεσκίζει τα πέλαγα και σωριάζει στα βουνά αμέτρητα χιόνια. Τα κρύα του κρυσταλλώνουν τις λιθαρόβρυσες κι οι αγέρηδές του μουγκρίζουν στις στέγες των σπιτιών, σα λαβωμένα θηρία. Κανένας άλλος μήνας δεν θυμώνει τόσο πολύ όσο ο Γενάρης. Λες κι έχει προηγούμενα με τους ανθρώπους και τα ζωντανά της φύσης.
Το παγερό του χνώτο σε φτάνει, όπου κι αν βρίσκεσαι, και σε περονιάζει ως το κόκαλο. Οι άνθρωποι ντύνονται σαν τα κρεμμύδια και τις μακρές του βραδιές κάθονται ανάγυρα στα παραγώνια και σοφίζονται ένα σωρό παραμύθια κι ιστορίες. Κουβεντιάζουν ολάκερες ώρες και παίρνουν σβάρνα όλες τις πτυχές της ζωής. Και τί δε λένε! Αρχίζουν απ'τον πέρα μαχαλά και φτάνουν ως τον δώθε. Πώς να μεσιάσουν τούτες οι νύχτες! Γι'αυτό από μερικές θ'ακούσεις να λένε πως: "Οι γεναριάτικες νύχτες, για να περάσουν, θέλουν συντροφιά και κουβέντα."
Την πρώτη μέρα του Γενάρη οι άνθρωποι γιορτάζουν την αλλαγή του χρόνου και τον Άη-Βασίλη. Τον κατάκοπο κι ασπρομάλλη Γέροντα, που φέρνει, από μακριά, τα δώρα στα αθώα παιδιά και σκορπάει καινούρια όνειρα και νιόφαντες ελπίδες στις σκέψεις και στις καρδιές των μεγάλων ανθρώπων. Η αρχιμέρα αυτή τούτο το μήνα, με τη διπλή γιορτή, πανηγυρίζεται, απ' άκρη σ' άκρη, με ιδιαίτερη χαρά και σπάνια ξεφαντώματα.
Ο λαός μας την πρώτη μέρα του Γενάρη τη θέλει συννεφιασμένη και κρυερή"για να μην μπορέσει να λιάσει η αρκούδα τ'αρκουδόπουλά της", γιατί τό 'χει σε κακό. Οι ξώμαχοί μας πιστεύουν πως άμα τα λιάσει, η χρονιά δε θα πάει καλά. Θα φέρει πολλά ανάποδα.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γυρίζουν στα σπίτια και λένε τα κάλαντα με το θαμποχάραμα. [...]
Μόλις τελειώσουν το τραγούδισμα τα παιδιά, οι νοικοκυρές τα φιλεύουν νομίσματα και γλυκά κι εκείνα φεύγουν χαρούμενα γι' άλλα σπίτια και γι' άλλες γειτονιές.
Ιδιαίτερο χαρακτήρα γιορτασμού παίρνει η αλλαγή της χρονιάς, στα χειμαδιοκόνακα. Η Πρωτοχρονιά για τους τσελιγκάδες, γι' αυτούς τους ανθρώπους των βουνών μας, έχει μεγάλη σημασία και θεωρείται ξεχωριστή μέρα μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Απ' την παραμονή, κιόλας, της αρχιμηνιάς αρχίζουν οι προετοιμασίες και τ'αναστατώματα στα τσελιγκάτα. [...]
Σύνταχα της Πρωτοχρονιάς, πριν ακόμα καλοφέξει, πηγαίνουν κι απιθώνουν στις πετρόβρυσες, στις ξυλόβρυσες και στα κρεμάμενα λαγγαδίσια νερά γλυκά κι άλλα ζαχαρωτά για τις μοίρες της χρονιάς. Κι αυτές, αφού λούσουν και χτενίσουν τα μαλλιά τους, τρώνε τα γλυκά κι ύστερα σκορπίζουνε μέσα στο θαμποσκόταδο, χορεύοντας και χαμηλοτραγουδώντας.
Οι τσοπαναραίοι πιστεύουν πως αυτό, δηλαδή το φάγωμα των καλουδιών απ' τις μοίρες, είναι καλό σημάδι για την καινούρια χρονιά. "Γλυκάθηκαν οι τύχες, γλύκανε κι ο χρόνος", τους ακούς να λένε ' "θα μας πάει καλά η χρονιά και τα πράγματά μας θα προκόψουν".
Αν, όμως, τα πιάσει το πρωί τούτα τα ζαχαρωτά και δεν τα φάγουν οι ειμαρμένες, αυτό είναι κακό σημάδι για τους τσελιγκάδες. Πιστεύουν πως η χρονιά θά'ναι κακιά κι ανάποδη. Πως θα φέρει πολλά παιδέματα, κακοπάθειες και πεθαμούς.
Την αρχιχρονιά, αυτός που θά'ρθει στα κονάκια, εύχονται όλοι τους νά'χει καλό ποδαρικό. Πρωτομπαίνοντας δε μέσα στο καλύβι τους, πρεπει να πατήσει με το δεξί του πόδι, για το καλό του χρόνου. Το πρωί, πάλι, τις πόρτες απ'τα κατοικιά των ζωντανών τις πρωτοπιάνουν και τις πρωτανοίγουν, μικρές βλαχούλες για να γεννιούνται τ'αρνοκάτσια θηλυκά. "Θηλ'κά", θα τ'ακούσεις απ'τον τσοπάνη.
Για τον ίδιο σκοπό, πάλι, ταϊζουν τα γιδοπρόβατά τους και φακή την ημέρα αυτή. Μ'όλα αυτά οι τσοπάνηδες πιστεύουν πως φέρνουν γούρι στα μαντριά τους κι αυγατίζουν τα κοπάδια τους.
Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς κι ο πιο ανάποδος μπιστικός μπαίνοντας στο μαντρί του, θα κάνει το σταυρό του και θα σιγοειπεί και μιαν ευχή: "Καλή χρονιά με το κοπάδι μου και μ'όλο το βιος μου". [...]"
Γράφει κι ο Δημήτρης Λουκάτος ("Χριστουγεννιάτικα και των Γιορτών") για"της τύχης το κυνηγητό":
"Ο λαός πλάθει μες στα όνειρά του κόσμους καλύτερους από τούτον τον πεζό, όπου ζει και βασανίζεται" (Γιάννης Βλαχογιάννης)
Πλάθει και ποθεί και κυνηγάει τους κόσμους αυτούς μ'όποιον τρόπο μπορέσει. Όσο κι αν βλέπει να περνούν τα χρόνια του "ίδια πάντα κι απαράλλαχτα", όσο κι αν αναγκάζεται να ομολογεί πως "κάθε πέρσι και καλύτερα", κρατάει πάντα τις ελπίδες του γερές για τα μελλοντικά και κυνηγάει το καλύτερο και περιμένει... [...]
Ο λαός -χρόνια τώρα με την παράδοση και τη λαχτάρα- έχει μάθει καλά τα τερτίπια του κυνηγητού της Τύχης, τα μυστικά για το κάλεσμα και τη φιλία της. Κι αν δεν το καταφέρει να τη φέρει κοντά του από μονάχη της, βάνει σ'ενέργεια άλλους τρόπους μαγικούς, που την κάνουν, λέει, θέλοντας και μη να του χαρίσει, έστω και για μια χρονιά, την ευτυχία. [...]
Πώς να περάσω Ανατολή, πώς να περάσω Δύση,
να πά' να βρω την Τύχη μου να με παρηγορήσει;
Σηκώνει τα παιδιά της απ'τα χαράματα η νοικοκυρά, τα πλένει, τα φρεσκαλλάζει, τα καμαρώνει παστρικά και ροδοκόκκινα' νά'ναι καλά, να ξυπνάνε έτσι χαρούμενα και γερά όλον τον χρόνο. Βάζει το γιο του ο πατέρας να δουλέψει από πρωί την τέχνη του, ν'ανοίξει ένα βιβλίο, να διαβάσει λίγο' να γίνει προκομμένος μέσα στη χρονιά, όχι τεμπέλης κι άπραγος δίχως γνώση. Ο κάθε νοικοκύρης σήμερα, έχει δεν έχει, θα βάλει όλα του τα δυνατά να τα βολέψει πλουσιοπάροχα, να φάνε τα παιδιά του και τα ζώα άφθονα κι αρχοντικά. Χαρούμενοι όλοι τους μπρος στα αγαθά τους, πρέπει να περάσουν τούτην την "χρονιάρα" μέρα ευχαριστημένοι. Δεν πρέπει να γκρινιάζουν, δεν πρέπει να πικραθούν, δεν πρέπει να πεινάσουν. Να μη μελετήσουν καν τις λέξεις τις κακές -φτώχεια, κρύο, φυλακή, ξυπολισιά, ψύλλοι, περονόσπορος, χτικιό, θανατικό- που όλον τον χρόνο τους βασανίζουν. Σήμερα, μελετάνε μόνο το καλό. Ποιός ξέρει! Μπορεί η Τύχη να ξεγελαστεί και να το πάρει απόφαση, πως μπήκε πια στο σπίτι τους η γειά και η καλοπέραση.[...]
-"Κι εσύ κορίτσι, που θέλεις να ονειρευτείς στον ύπνο σου αν θα πάρεις πλούσιον άντρα ή φτωχό, κρύψε κρυφά, χωρίς κανένας να σε δει, την πρώτη σου μπουκιά απ' τη βασιλόπιτα του τραπεζιού. Και σαν κλειστείς μονάχη σου στην κάμαρά σου, άλειψέ τηνε με μέλι και με βούτυρο, άνοιξε το παράθυρο που βλέπει κατά το Βοριά, και στάσου εκεί, την ώρα τα μεσάνυχτα, και πες:
Ω Γενάρη, καλαντάρη, και καλά καλαντισμένε,
εκεί στις Άκριες που θα πας, κι εκεί που θα γυρίσεις
εκεί 'ναι οι Μοίρες των Μοιρών και η δική μου Μοίρα'
αν είναι πλούσια και καλή, πες της να'ρθεί να μ'εύρει,
αν είναι και πεντάφτωχη, πάλι να'ρθεί να μ'εύρει.
Κοιμήσου ύστερα, με τη μπουκιά αφημένη στο παράθυρο, και θα δεις στον ύπνο σου αυτό που ευχήθηκες."
Ο Ιανουάριος, ο πρώτος μήνας του έτους, οφείλει το όνομά του στη θεότητα των Ρωμαίων Ιανό.
"Διπρόσωπος θεός της Ιταλίας. Είναι ο θεός κάθε αρχής, και στις ρωμαϊκές προσευχές αναφερόταν πρώτος [...] Δεύτερη ιδιότητα του Ιανού ήταν του φρουρού και του προστάτη των δημόσιων εσόδων και εξόδων. Για αυτό και τα ιερά του βρίσκονταν κοντά στις πύλες και σ'όλες τις διασταυρώσεις. [...] Το περίεργο είναι πως ο Ιανουάριος ήταν αρχικά ο ενδέκατος μήνας του ρωμαϊκού έτους και μόνο αργότερα έγινε ο πρώτος." (από το "Λεξικό του αρχαίου κόσμου", Λάμψα)
Γράφει για το Γενάρη κι ο Φίλιππος Βρετάκος ("Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των"): "...όνομα που έδωσαν στον Ιανουάριο προς τιμήν του θεού Janus, που ήτο θεός της ειρήνης και του πολέμου." Ο βασιλιάς Νουμάς (715-672π.Χ.) "προς τιμήν του Ιανού ανήγειρεν είς την αγοράν της Ρώμης ναόν, ο οποίος εσυμβόλιζε την αρχήν και το τέλος της βλαστήσεως και είχε τας πύλας του εν καιρώ μεν πολέμου ανοικτάς, εν καιρώ δε ειρήνης κλειστάς. Επί του ναού ο Νουμάς ετοποθέτησε και άγαλμα του θεού Ιανού, όπου παρίστατο διπρόσωπος, και το μεν ένα πρόσωπον έβλεπε προς Ανατολάς, το δ'άλλο προς Δυσμάς." Όσο για την αντιστοιχία του με το Αττικό ημερολόγιο, ο Ιανουάριος, πάνω-κάτω, αντιστοιχούσε με τον αρχαίο μήνα "Γαμηλιών" κατά τον οποίο γίνονταν και οι περισσότεροι γάμοι. Κι όσο για τις δημώδεις ονομασίες του ο Βρετάκος μας πληροφορεί πως λέγεται "Γενάρης, αλλά και εσφαλμένα Γεννάρης εκ παρετυμολογίας προς το "γέννα", Μεσοχείμωνος, Κρυαρίτης (επειδήκατ'αυτόν δυναμώνει το κρύο),Κλαδευτής (διότι είναι κατάλληλος δια την κλάδευσιν μήνας),Καλαντάρης ή Καλεντέρης,Τρανός, Μέγας μήνας ή Μεγαλομηνάς (κατ'αντίθεσιν προς τον Φεβρουάριον που λέγεται Μικρός ή Κουτσός)."
Ο Μιχάλης Γρηγοράκης ("Κρητικά λαογραφικά για τους μήνες") μας δίνει κι άλλες λαϊκές ονομασίες του απ'την Κρήτη, όπως"Κατσουλομήνας, γιατί τότε οι γάτες οργιάζουν, Χειμωνιάρης, γιατί ο χειμώνας έχει μπει για τα καλά, Γεννολοήτης, γιατί τότε γεννοβολάνε τα κοπάδια".
Σύμφωνα με τις ονομασίες αυτές, είναι κι οι περισσότερες παροιμίες που αφορούν το Γενάρη:
Γενάρη μήνα κλάδευγε, φεγγάρι μην ξετάζεις.
Το Γενάρη κόψε κλήμα και φεγγάρι μη γυρέψεις.
Χιόνι πέφτει το Γενάρη, χαρές θά'ν' τον Αλωνάρη.
Χιόνιασ' έβρεξε ο Γενάρης, ούλοι οι μύλοι μας αλέθουν.
Χειμωνιάτικη η Γέννα, καλοκαιρινή χαρά.
Χαράς τα Γέννα τα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα, και τη Λαμπρή βρεχούμενη, τ'αμπάρια γεμισμένα.
Το Γενάρη το ζευγάρι, διάβολος θε να το πάρει.
(επειδή κατά το Γενάρη η αροτρίωση είναι παράκαιρη κι ανώφελη.)
Ο Γενάρης κι αν γεννά του καλοκαιριού μηνά.
Ο Γενάρης κι αν γεννάται, του Καλοκαιριού θυμάται.
(αφορούν τις Αλκυωνίδες μέρες.)
Κόψε ξύλο το Γενάρη και μην καρτερείς φεγγάρι.
Γενάρη, Καλαντάρη, τα κορίτσια σου πού τά'χεις στα θολόσταχτα κρυμμένα;
Ο λαγός και το περδίκι κι ο κακός ο νοικοκύρης τον Γενάρη χαίρονται.
Κότα, χήνα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη.
(για τη διατροφή)
Όποιος θε να βαμβακώσει, το Γενάρη θε να οργώσει.
(ειδικά για το βαμβάκι)
Αδελφέ Μιχάλη, τώρα το Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
(επειδή το ψύχος είναι δριμύ.)
Στσοι δεκαεφτά του Γεναριού, είν' κερά τ' Αγιαντωνιού. Τοτεσές κερά μαντόνα, είν' η φούρια του χειμώνα.
Γενάρη μήνα κλάδευγε, φεγγάρι μην ξετάζεις.
Το Γενάρη κόψε κλήμα και φεγγάρι μη γυρέψεις.
Χιόνι πέφτει το Γενάρη, χαρές θά'ν' τον Αλωνάρη.
Χιόνιασ' έβρεξε ο Γενάρης, ούλοι οι μύλοι μας αλέθουν.
Χειμωνιάτικη η Γέννα, καλοκαιρινή χαρά.
Χαράς τα Γέννα τα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα, και τη Λαμπρή βρεχούμενη, τ'αμπάρια γεμισμένα.
Το Γενάρη το ζευγάρι, διάβολος θε να το πάρει.
(επειδή κατά το Γενάρη η αροτρίωση είναι παράκαιρη κι ανώφελη.)
Ο Γενάρης κι αν γεννά του καλοκαιριού μηνά.
Ο Γενάρης κι αν γεννάται, του Καλοκαιριού θυμάται.
(αφορούν τις Αλκυωνίδες μέρες.)
Κόψε ξύλο το Γενάρη και μην καρτερείς φεγγάρι.
Γενάρη, Καλαντάρη, τα κορίτσια σου πού τά'χεις στα θολόσταχτα κρυμμένα;
Ο λαγός και το περδίκι κι ο κακός ο νοικοκύρης τον Γενάρη χαίρονται.
Κότα, χήνα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη.
(για τη διατροφή)
Όποιος θε να βαμβακώσει, το Γενάρη θε να οργώσει.
(ειδικά για το βαμβάκι)
Αδελφέ Μιχάλη, τώρα το Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
(επειδή το ψύχος είναι δριμύ.)
Στσοι δεκαεφτά του Γεναριού, είν' κερά τ' Αγιαντωνιού. Τοτεσές κερά μαντόνα, είν' η φούρια του χειμώνα.
Ας ακούσουμε από το "Καλαντάρι" του Παντελή Θαλασσινού "Το Χρόνο του Γενάρη"σε στίχους του Ηλία Κατσούλη.
Πηγές:firiki.pbblogs.gr , www.youtube.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου