Κυριακή 10 Μαΐου 2020

"Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ"


Όμορφες Εικόνες για τη Γιορτή της Μητέρας

Μάνα... αγάπη βαθειά, αληθινή χωρίς την προσμονή της ανταπόδοσης....

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από την "Αναφορά στο Γκρέκο",του Νίκου Καζαντζάκη, ένα κείμενο που το γνωρίζουμε από τα σχολικά μας χρόνια:

«Η μάνα μου»…
Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της. Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες. Είχαν γίνει, πάππου προς πάππου, ένα μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους…. Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά…. Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα. Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μας μοσκομύριζε. Αγαπούσα πού τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία. Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μού διηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε ‘γω της στορούσα τους βίους των αγίων που ‘χα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου. Δεν έφτανα τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα: Μπήκαν στον παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό. Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σαν να μου έλεγε: Αλήθεια λες; Και μου χαμογελούσε. Και το καναρίνι, μέσα στο κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό του και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ‘χε κατέβει από τον παράδεισο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους. Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου, δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το σπλάχνο μου η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρουδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού…

(Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στο Γκρέκο»)


Ακολουθεί ένα ποίημα του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου.

[Μητέρα..


…Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.

Απ’ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός

κι η μητέρα καθισμένη

στο χαμηλό σκαμνί

κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης

με τα ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών

με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη

γραμμένη στη λευκή διαφάνεια…

Η μητέρα μού κρατούσε τα χέρια.

Μα εγώ

πίσω απ’ τον τρυφερό της ώμο

πίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμά

στρωτά μ’ ένα άρωμα υπομονής και ευγένειας

κοιτούσα σοβαρός τη θάλασσα…


Μας πήραν το θαλασσινό τραγούδι

Μας δέσαν τα θαλασσινά μας πόδια.

Παιδάκια σιωπηλά κι απορημένα

με τ’ αλατισμένα ματόκλαδα

με τα μεγάλα μάτια τα γαλάζια

περνάμε φοβισμένα στις μεγάλες πολιτείες

κάτω απ’ τα νοσοκομεία που μυρίζουν ύπνο κι ιδρώτα

κάτω απ’ τα σπίτια με τους κόκκινους γλόμπους

κάτω απ’ τα μέγαρα

που καπνίζουν αίμα νύχτα κι αρπαγή.


Μητέρα, μητέρα

πού αρνηθήκαμε

την τρυφερή σοφία των δακρύων σου

πού ‘ναι το μακρόθυμο χέρι σου

με την έκφραση της καρτερίας

πού ‘ναι το χέρι σου

ν’ ακούσουμε την αυγή και τη θάλασσα

να ζεστάνουμε τη μοναξιά;



«Πέτρες»-
Γιάννης Ρίτσος

Μητέρα
ο ουρανός γκρεμίστηκε

στα δάκρυα των αθώων…

Πόρτες χάσκουν στη νύχτα.

Ξίφη αστράφτουν.

Ένα φεγγάρι αποκεφαλισμένο.

Οι άνθρωποι ετοιμάζουν σκάλες

Με ανθρώπινα κόκαλα

Για ν’ ανέβουν.



Κύριε, Κύριε

κι εμείς εδώ

στη μέση των μεγάλων δρόμων

λυπημένοι κι αδέξιοι

με το άδειο δισάκι στα χέρια

μ’ ένα κλουβί αηδονιών στη ράχη

με την πλατιά μνήμη της θάλασσας στο μέτωπο

με χέρια αθώα κι απορημένα που δεν επαιτούν.


Μητέρα δε μας μένει τίποτα.

Πού θ’ απαγκιάσουμε;

Πού θα κοιμηθούμε;…

(Γιάννης Ρίτσος, απόσπασμα απ’ το «Εμβατήριο του ωκεανού»)

- ΜΑΜΑ ΓΕΡΝΑΩ- Τάνια Τσανακλίδου


Γιορτή της Μητέρας 2018 – Λόγος της Πέλλας


Ακολουθεί ένα καταπληκτικό τραγούδι και μια σπαρακτική ερμηνεία από την πολυαγαπημένη Τάνια Τσανακλίδου.





Πηγές: www.google.com, youtube.com



Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΜΟ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΤΟΥΛΟΥΖ ΛΟΤΡΕΚ ΕΡΓΑ ΤΕΧΝΗΣ

Μίλησέ μας για την Αγάπη.

Κι εκείνος, ύψωσε το κεφάλι του κι αντίκρυσε το λαό, κι απλώθηκε βαθειά ησυχία.
Και με φωνή μεγάλη είπε:
Οταν η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την, μ’ όλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά κι απότομα.
Κι όταν τα φτερά της σ’ αγκαλιάσουν, παραδώσου, μ’ όλο που το σπαθί που είναι κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει.
Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψέ την, μ’ όλο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρά σου σαν το βοριά που ερημώνει τον κήπο.

Γιατί, όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε σταυρώσει. Κι όπως είναι για το μεγάλωμά σου, είναι και για το κλάδεμά σου.
Κι όπως ανεβαίνει ως την κορφή σου και χαϊδεύει τα πιό τρυφερά κλαδιά σου που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο,
έτσι κατεβαίνει και ως τις ρίζες σου και ταράζει την προσκόλλησή τους στο χώμα.

Σα δεμάτια σταριού σε μαζεύει κοντά της. Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχιάσει. Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου.
Σε αλέθει για να σε λευκάνει. Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός.
Και μετά σε παραδίνει στην ιερή φωτιά της για να γίνεις ιερό ψωμί για του Θεού το άγιο δείπνο.

Όλα αυτά θα σου κάνει η αγάπη για να μπορέσεις να γνωρίσεις τα μυστικά της καρδιάς σου, και με τη γνώση αυτή να γίνεις κομμάτι της καρδιάς της ζωής.

Αλλά αν από το φόβο σου, γυρέψεις μόνο την ησυχία της αγάπης και την ευχαρίστηση της αγάπης,
τότε θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις τη γύμνια σου και να βγεις έξω από το αλώνι της αγάπης.
Και να σταθείς στον χωρίς εποχές κόσμο όπου θα γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου, και θα κλαις, αλλά όχι με όλα τα δάκρυά σου.

Η αγάπη δε δίνει τίποτα παρά μόνο τον εαυτό της, και δεν παίρνει τίποτα παρά από τον εαυτό της.
Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται· γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη.

Όταν αγαπάς, δεν θα ΄πρεπε να λες: «ο Θεός είναι στην καρδιά μου», αλλά μάλλον «εγώ βρίσκομαι μέσα στην καρδιά του Θεού».
Και μη πιστέψεις ότι μπορείς να κατευθύνεις την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη, αν σε βρει άξιο, θα κατευθύνει εκείνη τη δική σου πορεία.

Η αγάπη δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία εκτός από την εκπλήρωσή της. Αλλά αν αγαπάς κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες, ας είναι αυτές οι επιθυμίες σου:
Να λιώσεις και να γίνεις σαν το τρεχούμενο ρυάκι που λέει το τραγούδι του στη νύχτα.
Να γνωρίσεις τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας. Να πληγωθείς από την ίδια τη γνώση σου της αγάπης.
Να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα.
Να ξυπνάς την αυγή με καρδιά έτοιμη να πετάξει και να προσφέρεις ευχαριστίες για μιά ακόμα μέρα αγάπης.
Να αναπαύεσαι το μεσημέρι και να στοχάζεσαι την έκσταση της αγάπης.
Να γυρίζεις σπίτι το σούρουπο μ’ ευγνωμοσύνη στην καρδιά.
Κι ύστερα να κοιμάσαι με μια προσευχή για την αγάπη που έχεις στην καρδιά σου και μ’ έναν ύμνο δοξαστικό στα χείλη σου.

Και τι έχεις να πεις για το γάμο δάσκαλε;

Κι εκείνος αποκρίθηκε έτσι:
Γεννηθήκατε μαζί, και θα είστε παντοτινά μαζί. Θα είστε μαζί κι όταν τα άσπρα φτερά του θανάτου σκορπίσουν τις μέρες σας.
Ναι, θα είστε μαζί ακόμα και μέσα στη σιωπηλή ανάμνηση του Θεού.
Αφήστε όμως να υπάρχουν αποστάσεις στην ένωσή σας.
Κι αφήστε τους ανέμους του ουρανού να χορεύουν ανάμεσά σας.

Αγαπάτε ο ένας τον άλλο, αλλά μη κάνετε δεσμά από την αγάπη:
Αφήστε την αγάπη να είναι σα μιά κινούμενη θάλασσα ανάμεσα στις ακτές των ψυχών σας.
Γεμίστε τις κούπες ο ένας του άλλου, αλλά μην πίνετε από την ίδια κούπα.

Δίνετε ο ένας στον άλλο από το ψωμί σας, αλλά μην τρώτε από το ίδιο κομμάτι.
Τραγουδάτε και χορεύετε μαζί και χαρείτε, αλλά ας μένει ο καθένας μόνος του.
Καθώς οι χορδές του λαγούτου είναι μόνες, παρ’ όλο που δονούνται με την ίδια μουσική.

Δώστε τις καρδιές σας, όχι όμως στη φύλαξη ο ένας του άλλου.
Γιατί μόνο το χέρι της ζωής μπορεί να κρατήσει τις καρδιές σας.
Να στέκεστε μαζί, κι ωστόσο όχι πολύ κοντά μαζί:
Γιατί οι κολόνες του ναού στέκονται χώρια,
και η βαλανιδιά και το κυπαρίσσι δεν φυτρώνουν το ένα στη σκιά του άλλου»

Χαλίλ Γκιμπράν (Kahlil Gibran)

Thessaloniki Arts and Culture

Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Μ.Κ.Ο. W.W.F

Ακολουθεί εργασία μαθήτριας για την W.W.F(Περιβαλλοντικές Μ.Κ.Ο) στα πλαίσια του μαθήματος "Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή" για το σχολικό έτος 2017-2018.

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018

"ΜΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ"

Ακολουθεί εργασία μαθητριών της Γ΄Γυμνασίου με θέμα τις Μ.Κ.Ο στα πλαίσια του μαθήματος "Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή" για το σχολικό έτος 2017-2018.

Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

"ΤΑ ΠΑΣΧΑΛΙΑΤΙΚΑ ΑΥΓΑ ΣΤΟΝ ΚΑΜΒΑ ΔΙΑΣΗΜΩΝ ΖΩΓΡΑΦΩΝ"



Ένα μέρος των Πασχαλινών εθίμων, είναι τα πασχαλινά αβγά. Βάφονται, κατά κύριο λόγο κόκκινα, τη Μεγάλη Πέμπτη κι αρχίζουν να καταναλώνονται την Κυριακή του Πάσχα.      Δείτε, στους παρακάτω υπέροχους πίνακες, πως τα απεικόνισαν διάσημοι ζωγράφοι ανά τον κόσμο.



Προετοιμασία για το Πάσχα – Μιχαήλ Γερμασέβ



γυναίκα με πασχαλιάτικα αβγά Niko Pirosmani



Πάσχα στην Ουκρανία – Νικολάι Πιμονένοκο – 1891



Παιδιά κυλούν πασχαλιάτικα αυγά – Νικολάι Κοσέλεφ – 1855



Πάσχα – Μιχαήλ Μόκοφ – 1842



πασχαλιάτικο φαγητό Constantin Stahi 1916



Πάσχα – Edward Atkinson Hornel – 1905



Πάσχα – Μπόρις Μιχαηλόβιτς Καστογιέφ – 1916



παιδιά τουγκρίζουν πασχαλιάτικα αυγά Sever Burada



Πάσχα – Αύγουστο Γιάκομεττι – 1932



Πάσχα – Ιλλιάριον Πριανισνίκιοφ – 1885



Πάσχα – Βλαντιμίρ Γιέγκοβιτς Μακόφσκι – 1914



Τα αυγά της Λαμπρής -Γεραλής Απόστολος- 1938



Πάσχα – Stanislav Zhukovsky – 1912



Πασχαλινή Νεκρή Φύση – Στάνισλαβ Ζουκόφσκι – 1915



Τα αυγά του Πάσχα – Pierre Outin

Πίνακας αρχής: Νικηφόρος Λύτρας, Το ωόν του Πάσχα. 1874-1875.
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com

"Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ"


Η υψηλότερη μορφή της άνοιξης που ξέρω: μια ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα» (Γ. Σεφέρης )

Ἡ Μάνα τοῦ Χριστοῦ-Kώστας Βάρναλης

Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,
ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.

Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κῦμα τὸ κῦμα,
τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση καιρὸ τήνε θρέφαν
κι᾿ ἂν ἡ μαύρη σου κάκητα δίψαε τὸ κρῖμα,
νὰ ποὺ βρῆκε τὸ θῦμα της, ἄκακο θῦμα!

Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!

Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .
καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι,
τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι.

Κι᾿ ἅμ᾿ ἀνοίγῃς τὴν πόρτα μὲ πριόνια στὸ χέρι,
μὲ τὰ ροῦχα γεμάτα ψιλὸ ροκανίδι,
(ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι
ν᾿ ἀνασαίνῃ βαθιὰ τ᾿ ὅλο κέδρον ἀγέρι.

Κ᾿ ἀφοῦ λίγο σταθῇς καὶ τὸ σπίτι γεμίσῃ
τὸν καλό σου τὸν ἤσκιο, Πατέρα κι᾿ Ἀφέντη,
ἡ ἀκριβή σου νὰ βγάνῃ νερὸ νὰ σοῦ χύσῃ,
ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μὲ γέλια ν᾿ ἀρχίσῃ.

Κι᾿ ὁ κατόχρονος θάνατος θἄφτανε μέλι
καὶ πολλὴ φύτρα θ᾿ ἄφηνες τέκνα κι᾿ ἀγγόνια
καθενοῦ καὶ κοπάδι, χωράφια κι᾿ ἀμπέλι,
τ᾿ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ, ποὺ τὴν τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .

Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθὼς κλαίει, σὰν τῆς παίρνουν τὸ τέκνο, ἡ δαμάλα,
ξεφωνίζω καὶ νόημα δὲν ἔχουν τὰ λόγια.

Στύλωσέ μου τὰ δυό σου τὰ μάτια μεγάλα.
Τρέχουν αἷμα τ᾿ ἀστήθια, ποὺ βύζαξες γάλα.
Πῶς ἀδύναμη στάθηκε, τόσο ἡ καρδιά σου
στὰ λαμπρὰ Γεροσύλυμα Καίσαρας νὰ μπῇς!

Ἂν τὰ πλήθη ἀλαλάζανε ξώφρενα (ἀλιά σου!)
δὲν ἤξεραν ἀκόμα οὔτε ποιὸ τ᾿ ὄνομά σου!
Κεῖ στὸ πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τὰ χείλη. . .

Δολερὰ ξεσηκώσανε τ᾿ ἄγνωμα πλήθη
κι᾿ ὅσο ὁ γήλιος νὰ πέσῃ καὶ νἄρθῃ τὸ δείλι,
τὸ σταυρό σου καρφώσαν οἱ ὀχτροί σου κι᾿ οἱ φίλοι.
Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!